Ι
Η κλασική φαντασία γυρεύει να επιβάλει πάνω στην εμπειρία ποιότητες τάξης και αρμονίας.
Η ρομαντική φαντασία ενσταλάζει στην
εμπειρία μια κεντρομόλο δραματική
ποιότητα και μια διαλεκτική.
Οι
μεγάλες κλασικές περίοδοι συνέπεσαν με περιόδους ιδιαίτερης εθνικής
ζωτικότητας.
Η
λογοτεχνία είναι ένα ξεκαθάρισμα της γλώσσας από τις απαιτήσεις της άμεσης
χρησιμότητας και επικοινωνίας,
Η γλώσσα
με το να διαθέτει μέτρο, ρίμα, ένα σχήμα τυπικής επανάληψης, επιβάλλει στο νου
μιαν αίσθηση ειδικής περίπτωσης και διατηρεί το σχήμα της στη μνήμη.
Η
ελληνική τραγωδία, ευθύς εξαρχής, ήταν έμμετρη. Είχε τις πηγές της στα
πανάρχαια εορταστικά τελετουργικά ή σ’ εκείνα του θρήνου, και ήταν ταυτόσημη με
τη χρήση της γλώσσας σ’ ένα υψηλό λυρικό ύφος.
Το αττικό δράμα αντιπροσωπεύει μια συγκλίνουσα λόγου, μουσικής και χορού.
Και στα τρία αυτά στοιχεία ο ρυθμός αποτελεί το ζωτικό κέντρο, κι όταν η γλώσσα
βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο ρυθμού (λέξεις κινητικά διατεταγμένες), τότε έχουμε το
στίχο. Στην «Ορέστεια» (Αισχύλος),
όπως ακριβώς και στις «Βάκχες»
(Ευρυπίδης), η εξέλιξη του δράματος και
η ηθική δοκιμασία των χαρακτήρων ταυτίζονται πλήρως με την μετρική φόρμα.
Η
φαντασία έχει δικαιώματα ετεροδικίας, κι αυτά τα δικαιώματα τα διατηρεί η
ποίηση (Robert Graves).
Η ποίηση
διαθέτει κι αυτή τα δικά της κριτήρια αλήθειας. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ
πιο αυστηρά από εκείνα της πρόζας, μα είναι διαφορετικά. Κριτήρια της ποιητικής
αλήθειας είναι η εσωτερική συνέπεια και η ψυχολογική πειθώ.
- Ο πεζός
λόγος είναι εφηρμοσμένα μαθηματικά.
Ο πεζός λόγος καταμετρά, καταγράφει και προβλέπει τις πραγματικότητες της πρακτικής ζωής. Είναι
το ρούχο που φορά το μυαλό, όταν εκτελεί την καθημερινή δουλειά του.
ΙΙ
Η διατύπωση αυτή σαν σύνολο δεν ισχύει πλέον. Η σύγχρονη λογοτεχνία έχει αναπτύξει την έννοια του «ποιητικού πεζού λόγου», ενός λόγου ο οποίος είναι απελευθερωμένος από την «επαληθευσιμότητα» και από τη δικαιοδοσία του λογικού, έτσι όπως σαρκώνεται στην κοινή σύνταξη.
Ο στίχος απλοποιεί και ταυτόχρονα περιπλέκει την
απεικόνιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Και αυτό είναι το αποφασιστικό σημείο. Απλοποιεί επειδή αφαιρεί από τη ζωή το
βάρος της υλικής συσσώρευσης. Παράλληλα όμως περιπλέκει την κλίμακα και τις
αξίες της συμπεριφοράς του νου. Η ποίηση, χάρη στην έκθλιψη, συμπύκνωση,
εμμεσότητα και ικανότητά της να συγκρατεί μια πολλαπλότητα νοημάτων, δίνει μιαν
εικόνα ζωής, η οποία είναι πολύ πιο πυκνή και πιο σύνθετη από την εικόνα της
πρόζας.
Το φυσικό σχήμα
της πρόζας είναι ευθύγραμμο.
Αναπτύσσεται συσχετικά. Συμφωνεί ή αντικρούεται με ότι πρόκειται να
ακολουθήσει. Η ποίηση μπορεί να
προάγει ταυτόχρονα αντικρουόμενες
έννοιες.
Η σύνταξη του πεζού λόγου ενσαρκώνει τον επίκεντρο ρόλο,
τον οποίο παίζουν οι αιτιακές σχέσεις και η πρόσκαιρη λογική στις διαδικασίες
της καθημερινής σκέψης. Η σύνταξη του
στίχου είναι εν μέρει απελευθερωμένη από την αιτιότητα και το χρόνο.
ΙΙΙ
Δράμα είναι η
γλώσσα, η οποία υποβάλλεται σε τόσο υψηλή συναισθηματική πίεση, ώστε οι λέξεις
φορτίζονται με μιαν αναγκαία και άμεση χειρονομιακή σημασία. Στο βαθμό που το
τραγικό δράμα αποτελεί μιαν ανύψωση της δράσης πάνω από τη χαοτική και
συμβιβαστική ροή των πραγμάτων, τα οποία κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή, αυτό απαιτεί
να έχει το σχήμα του στίχου.
Τόσο ο στίχος όσο και η τραγωδία ανήκουν και τα δύο στο
χώρο της αριστοκρατικής ζωής. Η κωμωδία αποτελεί τέχνη των κατωτέρων λαϊκών
στρωμάτων. Τείνει στη δραματοποίηση των υλικών εκείνων συνθηκών και των
σωματικών εκείνων λειτουργιών, οι οποίες έχουν εξοστρακιστεί από την τραγική
σκηνή. Το κωμικό πρόσωπο δεν υπερβαίνει
τη σάρκα. Διογκώνεται μέσα της.
Στην τραγωδία δεν βλέπουμε ανθρώπους να τρώνε, ούτε και
τους ακούμε να ροχαλίζουν. Μα το «καθίκι» και η κουτάλα οργιάζουν μέσα στην
τέχνη του Αριστοφάνη και του Μένανδρου. Και τα στοιχεία αυτά μας παρασύρουν προς τα κάτω, στον κόσμο της πεζολογίας.
IV
Η διττή πλοκή σ’ ένα ελισαβετιανό
ή ιακωβινικό δράμα διαιρείται
συνήθως ανάμεσα σε προζάτη κωμωδία και σε έμμετρη τραγωδία. Ο «Δον Ζουάν» (Τίρσο ντε Μολίνα, Μολιέρος,
Βύρων, Λενάου, Πούσκιν, Κίργκεγκωρ, Λερού, Αλμπέρ Καμύ κ.α.) επεκτείνοντας τη
ζωτικότητά του ως την κενόδοξη λαγνεία, φτάνει στο σημείο να μην σημαίνει
τίποτε, ακόμη και στο στενότερο σύντροφό του.
Η τραγωδία αρνούμενη να παρεκκλίνει προς τον πεζό λόγο,
απομακρύνθηκε από τις δυνατότητες, που της ανοίχτηκαν με τον «Δον Ζουάν». Το χάσμα ανάμεσα στο τραγικό δράμα και τα ζωτικά
κέντρα της φαντασίας πλάτυνε για να μη γεφυρωθεί ποτέ τελείως.
Στο έσχατο όριο του μαρτυρίου, το μυαλό γυρεύει να
χαλαρώσει τα δεσμά του ορθολογικού συντακτικού. Στο «Βασιλιά Ληρ» (Γουίλλιαμ Σαίξπηρ) στη θέση της λογικής συνοχής
υπάρχει τώρα ένα συνεκτικό μίσος. Ο «Βόϋτσεκ» (Γκέοργκ Μπύχνερ), αντίθετα,
παρασύρεται από τον αβάσταχτο πόνο του σε μιαν εξάρθρωση, η οποία δεν του είναι
έμφυτη. Αγωνίζεται να διασπάσει το φράγμα της σιωπής και συνεχώς παρασύρεται
όλο και πιο βαθιά, επειδή τα λόγια που μπορεί να διαφεντέψει, είναι ακατάλληλα
για να ντύσουν την αγριότητα και την πίεση του αισθήματος, το οποίο εκφράζουν.
V
Τραγωδία
Ίψεν
Ι. Χαρακτηρίζεται από δραματική ρητορική, η οποία προσκαλεί στη δράση, πείθοντας πως η αλήθεια της διαγωγής μας είναι κάτι, το οποίο μπορεί να καθοριστεί και πως η αλήθεια αυτή θα απελευθερώσει την κοινωνία.
ΙΙ.
Γίνεται χρήση του αποτελεσματικού μύθου και της συμβολικής πράξης, με λυρική
φωνή, μια νέα μυθολογία.
Η παρακμή της τραγωδίας είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την παρακμή της οργανικής άποψης του κόσμου, καθώς και με την παρακμή του συνακόλουθου συμφραζόμενου μυθολογικής, συμβολικής και τελετουργικής αναγωγής (διατεταγμένο και στυλιζαρισμένο όραμα ζωής, με σύμφυτη ροπή προς την αλληγορία και την εμβληματική πράξη).
Ο Ίψεν
κατασκεύασε δραματικές φόρμες, οι οποίες ανταποκρίνονται στην έλλειψη
επίκεντρης μυθολογίας και στη νευροπαθητική απομόνωση του σύγχρονου χαρακτήρα.
Οι «Βρυκόλακες» είναι καρκινώματα, τα οποία μεγαλώνουν μέσα στην ψυχή,
διασπαστικές δυνάμεις, οι οποίες αποσπώνται από τον πυρήνα του πνεύματος.
Το πιο θανατηφόρο είναι ο «ιδεαλισμός»,
η μάσκα της υποκρισίας και της αυταπάτης, με την οποία οι άνθρωποι
γυρεύουν να προφυλαχτούν από τις πραγματικότητες της κοινωνικής και προσωπικής
ζωής.
Ο Τσέχωφ
στάθηκε εξερευνητής ενός εσωτερικού χώρου, μιας περιοχής κοινωνικών και
ψυχολογικών αναταραχών, στο σημείο
ακριβώς όπου συναντώνται οι πανάρχαιοι πόλοι του τραγικού και του κωμικού.
Πρόκειται για ένα έδαφος επισφαλές, όπου η κυριαρχία απαιτεί λεπτότητα
πνεύματος, αλλά το έδαφος αυτό είναι το μόνο κατάλληλο να ανταποκριθεί στον
στεγνό και ιδιωτικό χαρακτήρα του σύγχρονου άγχους.
Ο ρεαλισμός των Χένρικ Ίψεν και Άντον Τσέχωφ αποτελεί μια πειθάρχηση εξελισσόμενης διορατικότητας,
που η δύναμή της οδηγεί από το αληθινό
του γράμματος στο ακόμη αληθινότερο
του πνεύματος.
VI
Η επαφή ανάμεσα στο στίχο μιας δραματικής και μουσικής
διάταξης, με τον κόσμο της καθημερινότητας, έγινε ακόμη πιο αβέβαιη και σπάνια.
Ο στίχος δεν αποτελεί πλέον το επίκεντρο
της επικοινωνιακής ομιλίας. Δεν είναι πια, όπως ήταν από τον Όμηρο ίσαμε τον Μίλτωνα, ο φυσικός θεματοφύλακας της γνώσης και του πατροπαράδοτου
ψυχισμού. Δεν προσφέρει πλέον στην κοινωνία την κύρια καταγραφή της σε μεγαλεία
περασμένα ή το φυσικό προφητικό πλαίσιό της, όπως με τον Βιργίλιο και τον Ντάντε.
Ο στίχος έγινε ιδιωτικός.
Η ποίηση έγινε ουσιαστικά λυρική, δηλαδή ποίηση ιδιωτικού
οράματος περισσότερο, παρά δημόσιου ή εθνικού περιεχομένου. Φυσική γλώσσα
της δήλωσης, αιτιολόγησης, καταγεγραμμένης δοκιμασίας είναι σήμερα η πρόζα.
Στην ανάγνωση ενός ποιήματος υπάρχει και χρόνος και
ερέθισμα, ώστε να αποκτήσουμε την εσωτερική γνώση που απαιτείται για την
πρόσληψη του νοήματος. Το μάτι συνηθίζει στο σκοτάδι και στο σκίρτημα του κρυπτού
νοήματος. Όμως για να κατανοήσουμε ένα θεατρικό έργο, πρέπει η πειθώ του να είναι άμεση.
Η εντελώς
προσωπική εικόνα για τον κόσμο, χωρίς
μιαν ορθόδοξη ή συλλογική διαρθρωτική κατασκευή να την στηρίζει,
διατηρείται σε ισχύ μόνον χάρη στο ταλέντο
του ποιητή. Δεν ρίχνει ρίζες στην κοινή
ψυχή.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου