01 Νοεμβρίου 2020

L’hiver qui vient [Jules Laforgue, μετ. ΦΚ]


L’hiver qui vient 

Blocus sentimental! Messageries du Levant!…
Oh, tombée de la pluie! Oh! tombée de la nuit,
Oh! le vent!…
La Toussaint, la Noël et la Nouvelle Année,
Oh, dans les bruines, toutes mes cheminées!…
D’usines….

On ne peut plus s’asseoir, tous les bancs sont mouillés;
Crois-moi, c’est bien fini jusqu’à l’année prochaine,
Tant les bancs sont mouillés, tant les bois sont rouillés,
Et tant les cors ont fait ton ton, ont fait ton taine!…

Ah, nuées accourues des côtes de la Manche,
Vous nous avez gâté notre dernier dimanche.

Il bruine;
Dans la forêt mouillée, les toiles d’araignées
Ploient sous les gouttes d’eau, et c’est leur ruine.

Soleils plénipotentiaires des travaux en blonds Pactoles
Des spectacles agricoles,
Où êtes-vous ensevelis?
Ce soir un soleil fichu gît au haut du coteau
Gît sur le flanc, dans les genêts, sur son manteau,
Un soleil blanc comme un crachat d’estaminet
Sur une litière de jaunes genêts
De jaunes genêts d’automne.
Et les cors lui sonnent!
Qu’il revienne….
Qu’il revienne à lui!
Taïaut! Taïaut! et hallali!
Ô triste antienne, as-tu fini!…
Et font les fous!…
Et il gît là, comme une glande arrachée dans un cou,
Et il frissonne, sans personne!…

Allons, allons, et hallali!
C’est l’Hiver bien connu qui s’amène;
Oh! les tournants des grandes routes,
Et sans petit Chaperon Rouge qui chemine!…
Oh! leurs ornières des chars de l’autre mois,
Montant en don quichottesques rails
Vers les patrouilles des nuées en déroute
Que le vent malmène vers les transatlantiques bercails!…
Accélérons, accélérons, c’est la saison bien connue, cette fois.

Et le vent, cette nuit, il en a fait de belles!
Ô dégâts, ô nids, ô modestes jardinets!
Mon coeur et mon sommeil : ô échos des cognées!…

Tous ces rameaux avaient encor leurs feuilles vertes,
Les sous-bois ne sont plus qu’un fumier de feuilles mortes;
Feuilles, folioles, qu’un bon vent vous emporte
Vers les étangs par ribambelles,
Ou pour le feu du garde-chasse,
Ou les sommiers des ambulances
Pour les soldats loin de la France.

C’est la saison, c’est la saison, la rouille envahit les masses,
La rouille ronge en leurs spleens kilométriques
Les fils télégraphiques des grandes routes où nul ne passe.

Les cors, les cors, les cors – mélancoliques!…
Mélancoliques!…
S’en vont, changeant de ton,
Changeant de ton et de musique,
Ton ton, ton taine, ton ton!…
Les cors, les cors, les cors!…
S’en sont allés au vent du Nord.

Je ne puis quitter ce ton : que d’échos!…
C’est la saison, c’est la saison, adieu vendanges!…
Voici venir les pluies d’une patience d’ange,
Adieu vendanges, et adieu tous les paniers,
Tous les paniers Watteau des bourrées sous les marronniers,
C’est la toux dans les dortoirs du lycée qui rentre,
C’est la tisane sans le foyer,
La phtisie pulmonaire attristant le quartier,
Et toute la misère des grands centres.

Mais, lainages, caoutchoucs, pharmacie, rêve,
Rideaux écartés du haut des balcons des grèves
Devant l’océan de toitures des faubourgs,
Lampes, estampes, thé, petits-fours,
Serez-vous pas mes seules amours!…
(Oh! et puis, est-ce que tu connais, outre les pianos,
Le sobre et vespéral mystère hebdomadaire
Des statistiques sanitaires
Dans les journaux?)

Non, non! C’est la saison et la planète falote!
Que l’autan, que l’ autan
Effiloche les savates que le Temps se tricote!
C’est la saison, oh déchirements! c’est la saison!
Tous les ans, tous les ans,
J’essaierai en choeur d’en donner la note.


Ο Χειμώνας που προβαίνει

Αισθηματική εμπλοκή! Ντελάληδες απ’ την Ανατολή!
Ω, πώς η βροχή πλαγιάζει! Ω! πώς κι η νύχτα με σκεπάζει,
Ω! κι ο αγέρας, ναι, τ’ αγιάζι!...
Των Αγίων Πάντων, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά,
Ώ, στ’ αργό ψιχάλισμα, κι όλες οι καμινάδες μου ξανά!...
Οι φάμπρικες ακόμη μια φορά…
 
Και δεν μπορείς να κάτσεις, βρεγμένα τα παγκάκια.
Μα κοίτα, πίστεψέ με, τέλος μέχρι του χρόνου,
Πάνε πια όλα, πάνε, παγκάκια μουλιασμένα και άλση σαπισμένα,
Και κόρνα που τσιρίζουν και κράζουν και γρυλλίζουν!

Ω, νέφη συναγμένα στις δυο πλευρές της Μάγχης,
Χαλάτε μου τη μέρα και πέφτει Κυριακή.

Πλαγιάζουν οι ψιχάλες.
Στο μουλιασμένο δάσος, βαραίνουν απ’ τις στάλες
Οι αραχνοϊστοί, σειόνται, λυγίζουν, πέφτουν,
Ερείπια κι αυτοί.

Σεις ήλιοι που φωτάτε, ξανθαίνοντας τους κάμπους,
Οι Πακτωλοί σας ήλιοι παντοίων εργασιών,
Θεάματα σπουδαία, των χωραφιών ιδέα,
Μα πού στ’ αλήθεια είστε σφιχτά σαβανωμένοι,
Η παντοδυναμία, πού κρύφτηκε κι αυτή;
Απόψε σβηέται ο ήλιος και πάει να κουρνιάσει
Ίσως πίσω απ’ τις ράχες και τις βουνοπλαγιές,
Μέσα στα πανωφόρια των λόφων, πούν’ τα σπάρτα,
Ήλιος χλωμός σαν χόρτο κίτρινο, σαν το σάλιο
Του καπηλειού χλωμάδα, ξερόκλαδα πεσμένα
Και φθινοπωρινά.
Κι εκεί τα κόρνα ηχούνε, του λένε
Να ξανάρθει…
Του λένε να κοπιάσει ακόμα μια φορά!
Ταγιού, ταγιού! Και χαλλαλά!
Ω αντίφωνα θλιμμένα, απογοητευμένα, 
πώς πανε να τελειώσουν!...
Πώς κάνουν σαν τρελά!...
Κι ο ήλιος να κουρνιάζει εκεί, σαν τον αδένα 
Σχισμένο, τραβηγμένο ως μέσα απ’ το λαιμό,
Και πώς ανατριχιάζει, κι όμως αυτός μονάζει!... 
Εμπρός, εμπρός, και χαλλαλά!

Να ο πασίγνωστος Χειμώνας που προβαίνει.
Ω! στις στροφές των οδικών αρτηριών,
Και χωρίς μικρό κόκκινο σκούφο επιβαίνει!...
Ω! ναι! στου άλλου μήνα τα ίχνη των μεγάλων αμαξιών,
Με καμάρι ακροπατώντας δονκιχωτικών τροχιών

Στων νικημένων νεφελών τις θείες περιπολίες,
Που ο αγέρας σπρώχνει στα υπερατλαντικά μαντριά!...
Ας βιαστούμε, ας βιαστούμε, τώρα θα έρθει η εποχή
Με τις σπουδαίες ιστορίες.

Κι ο αγέρας, απόψε όλα εδώ τα έχει ομορφύνει!
Ω τί ζημιές εδώ κι εκεί, φωλιές και κήποι, αυλές σεμνές!
Καρδιά μου μες τον ύπνο σου : ήχοι από τσεκουριές!

Όλοι οι κλώνοι κράταγαν τα φύλλα τους χλωρά.
Φύλλα νεκρά, τί κοπριά είν’ τώρα πια όλα αυτά,
Πεσμένα χάμω και ξερά, χαμόκλαδα, κλαράκια,
Που ο δυνατός ο άνεμος εσάς σας παρασέρνει
Σαν μακριές κι ατέλειωτες στα βαλτονέρια μάζες,
Ή που η φωτιά σάς τέλειωσε εκεί του δασονόμου,
Ή γίνατε σουμιέδες, για τα ασθενοφόρα
Των στρατιωτών, πηγαίνοντας απ’ τη Γαλλία μακριά.

Να η εποχή, να η εποχή, που όλα πια σαπίζουν,
Χιλιόμετρα σάπιοι κορμοί, στη θλίψη τους αυτή
Σαπίζουν οι τηλέγραφοι, τα σύρματα σκουριάζουν,
Μεγάλα μήκη σύρμα πάν και δεν ξαναφορτίζουν.

Τα κόρνα μελαγχολικά, τα κόρνα, αχ! τα κόρνα!
Πάνε, πώς φεύγουν, βγάζοντας μια άλλη μουσική,
Ένα άλλο ήχο βγάζοντας, τσιρίζουν και γρυλλίζουν!...
Τον, τον, τον ταιν, τον τον, τον ταιν!...
Των κόρνων ήχος άξενος, που πάει για το βοριά.

Δεν γίνεται να μην ακούω εγώ αυτό τον ήχο : μα τί ηχώ!...
Να η εποχή, να η εποχή, αντίο ωραίες σοδειές!...
Να που πλαγιάζουν οι βροχές με υπομονή αγγέλου,
Αντίο σοδειές, κι οι καλαθιές, αντίο όλες αυτές,
Κάνιστρα του Βαττώ πολλά, όλα γεμάτα αγαθά
Κάτω απ’ τις καστανιές.
Νάτος κι αυτός ξανάρχεται, στις κάμαρες ο βήχας,
Στου λύκειου τους θαλάμους, επίμονος πολύ.
Νάτο το τσάι με βότανα δίχως να είσαι εκεί
Στην αίθουσα αναμονής, η φθίση που όλο θλίβει,
Κείνο το φοβερό χτικιό, σ’ όλο το κτίριο το γνωστό,
Κι όλη η μιζέρια, που κρατεί δέσμιο το χώρο αυτό.

Μάλλινα ρούχα, καουτσούκ, όνειρα, φαρμακεία,
Κουρτίνες που κρεμούν απ’ τα ψηλά των μπαλκονιών
Στο πλάι μπρος στου ωκεανού τις στέγες των προαστίων,
Λάμπες, εστάμπες, τσάι, πτι-φουρ, στ’ αλήθεια
Δεν θα είσαστε οι μόνες μου αγάπες!...
(Ω! μετά, ξέρεις εσύ πέρα απ’ τις μουσικές,
Τα όργανα, τα πιάνα, τάχα να ξέρεις, διάβασες
Απ’ τις εφημερίδες το σοβαρό, εσπερινό εβδομαδιαίο 
Ανάγνωσμα γεμάτο με μυστήριο, υγειονομικές
Στατιστικές;)

Όχι, όχι! Νάτη αυτή η εποχή που η υφήλιος στρεψοδικεί!
Κι η ανεμοθύελλα, ναι ο νοτιάς αυτός τους νηπτικούς
Συμπλέκει και ο Καιρός γι’ αυτούς έναν ιστό όλο πλέκει!
Νάτη η εποχή, ω ναι, η εποχή των φοβερών σχισμάτων! 
Όλα. μα όλα μου τα χρόνια,
Θα δοκιμάσω εν χορώ να δώσω εγώ λογαριασμό.

--------------------------------

Ακολουθεί βιογραφικό σημείωμα τού Jules Laforgue (περιληπτικό απόσπασμα από τη γαλλική έκδοση της Wikipedia σε απόδοση ΦΚ) 

Jules Laforgue

Jules Laforgue, né à Montevideo le 16 août 1860 et mort dans le 7e arrondis-sement de Paris le 20 août 1887, est un poète français symboliste. Connu pour être un des inventeurs du vers libre, il mêle, en une vision pessimiste du monde, mélancolie, humour et familiarité du style parlé.

Œuvres

Jules Laforgue a collaboré à des revues telles que la Revue indépendante, le Décadent, la Vogue, le Symboliste, la Vie moderne, l'Illustration. Il était proche d'écrivains et de critiques comme Édouard Dujardin et Félix Fénéon.
Il jouait avec les mots et en créait fréquemment. Il dessinait. C'était un passionné de musique. Il refusait toute règle de forme pour l’écriture de ses vers. Empreints de spleen, d'un sentiment de malheur et d'une vaine recherche d’évasion, ses écrits témoignent d'une grande lucidité.
J’aurai passé ma vie le long des quais
À faillir m’embarquer
Dans de bien funestes histoires
Tout cela pour l’amour
De mon cœur fou de la gloire d’amour
— Poème sans titre extrait du 10e texte du recueil posthume Derniers vers.

Poésie

Les Complaintes (1885) 
L’Imitation de Notre-Dame la Lune (1886) 
Le Concile féerique (1886)  

Publications posthumes

Des Fleurs de bonne volonté (1890)
Derniers Vers de Laforgue (1890)
Le Sanglot de la terre (1901)
Premiers poèmes (1903)
Anthologie poétique de Jules Laforgue (1952)
Quelques poèmes, enrichis de burins originaux de Jean Couy.

Traduction

Feuilles d’herbe (Leaves of grass, de Walt Whitman) (1918)

Contes en prose

Moralités légendaires (1887)

Varia

Une vengeance à Berlin, nouvelle, (1887)
[Jean Vien], Berlin, la cour et la ville,  (1922) 
Stéphane Vassiliew, nouvelle, (1946)

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ & ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο την 16η Αυγούστου 1860 και απεβίωσε την 20η Αυγούστου 1887, στο 7ο διαμέρισμα του Παρισιού. Είναι Γάλλος συμβολιστής ποιητής. Γνωστός σαν ένας από τους εισηγητές του ελεύθερου στίχου, συνδυάζει σε μια απαισιόδοξη θεώρηση του κόσμου, τη μελαγχολία, το χιούμορ και την εξοικείωση με την καθομιλουμένη.

Έργα

Ο Ζυλ Λαφόργκ συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά όπως  η Ανεξάρτητη Επιθεώρηση, ο Παρακμίας, ο Συρμός, ο Συμβολιστής, η Νέα Ζωή, η Εικονογραφία. Ήταν ομότροπος με συγγραφείς και κριτικούς, όπως ο Εντουάρ Ντυζαρντέν και ο Φελίξ Φενεόν. Έπαιζε με τις λέξεις και συχνά δημιουργούσε νέες. Σκίτσαρε. Ήταν παθιασμένος με τη μουσική. Απέφευγε κάθε κανόνα, σε ό,τι αφορούσε τη μορφή στη γραφή των στίχων του. Εμπνεύστηκε και δανείστηκε στοιχεία από τη βαριά θλίψη, το βαθύ αίσθημα της ατυχίας και μιας μάταιης αναζήτησης ανακουφιστικής φυγής. Τα γραπτά του μαρτυρούν ένα πνεύμα μεγάλης διαύγειας.
Θα είχα περάσει τη ζωή μου από αποβάθρα σε αποβάθρα
Για να μην μπαρκάρω
Μέσα σε πολύ πένθιμες ιστορίες
Κι όλο αυτό για την αγάπη
Της τρελής μου καρδιάς που παθιάστηκε  με τη δόξα του έρωτα
- Ποίημα άτιτλο παρμένο από το 10ο κείμενο της μεταθανάτιας συλλογής Στερνοί στίχοι.

Ποίηση

Τα παράπονα (1885)
Η Μίμηση της Παναγίας των Παρισίων η Σελήνη (1886)
Το συμβούλιο των ξωτικών (1886)

Μεταθανάτιες εκδόσεις

Λουλούδια καλής θέλησης (1890)
Στερνοί στίχοι του Λαφόργκ (1890)
Ο λυγμός της οικουμένης (1901)
Πρώτα ποιήματα (1903)
Ποιητική Ανθολογία του Ζυλ Λαφόργκ (1952)
Μερικά ποιήματα, εμπλουτισμένα με πρωτότυπα χαρακτικά του Ζαν Κούυ (1958)

Μεταφράσεις

Φύλλα χλόης (Leaves of grass, Walt Whitman) (1918)

Πεζά αφηγήματα

Μυθολογικά ηθικολογικά δοκίμια (1887)

Διάφορα κείμενα

Εκδίκηση στο Βερολίνο, νουβέλα (1887)
[Ζαν Βιάν] Βερολίνο, τα παλάτια και η πόλη (1922)
Στέφαν Βασίλιεφ, νουβέλα (1946).

Δεν υπάρχουν σχόλια: