ΚΒ’ Οι περιπέτειες και η άξια των ψηφιδογραφιών.
Δεν γνωρίζω, αν ο δαίμονας, ο οποίος διαφυλάσσει τους κρυμμένους ακόμα θησαυρούς της βασιλοπούλας του Δαφνιού — αυτός είναι Δράκος, όπως επίσης δράκος ήταν και αυτός που προσδιόρισε τη θέση του ιερού του Απόλλωνα — δεν γνωρίζω, αν αυτός ή κάποιος άλλος από τους συναδέλφους του, κακός δαίμονας οπωσδήποτε, βάλθηκε σώνει και καλά να καταστρέψει τα τελευταία χρόνια το ναό της Χρυσοδαφνιώτισσας και τα μωσαϊκά του, τα όποια κατείχαν μιαν από τις πρώτες θέσεις στα περισωθέντα υποδείγματα της ωραίας αυτής τέχνης, και την πρώτη ως προς την αφέλεια και τη χάρη της Αττικής τους γραμμής.
Οι ψηφιδογραφίες του Δαφνιού φαίνεται ότι επί ενάμιση μόνον αιώνα άκμασαν αισθητικά γιατί, ενώ θεωρούμε αυτές ότι δημιουργήθηκαν από την άφιξη στην Αθήνα του Βουλγαροκτόνου (1019) και μετά, δεν βρίσκουμε στα έργα του Μιχαήλ Χωνιάτη (1170 και μετά) όχι μόνο θαυμασμό, αλλά ούτε έκφραση υπαινιγμού γι’ αυτά, άλλα και για τη Μονή του Δαφνιού γενικότερα, ενώ εξάλλου πολλές φορές μιλά και για τα μικρομονάστηρα ακόμα της δικαιοδοσίας του.
Να υποθέσουμε ότι γίνονταν αναφορές και για το Δαφνί στα μη περισωθέντα έργα του; Μάλλον νομίζουμε, ότι ο μακαρίτης ιεράρχης φοβούμενος τους πειρατές από τη Σαλαμίνα δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τη Μονή, επίσης δεν έτυχε να έχει το Δαφνί ηγούμενο φίλο του ή κάποιο σημαίνοντα ή έχοντα οπωσδήποτε δοσοληψίες με τη Μητρόπολης της Αθήνας.
Αλλά και κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας (1204 και μετά), όταν το Δαφνί άκμαζε ως εστία του περίφημου τάγματος των Βενεδικτίνων, δεν φαίνεται τα μωσαϊκά του να απέσπασαν τον καλλιτεχνικό θαυμασμό τους• αυτό το εξάγουμε όχι μόνον από την σχετικά με αυτά σιωπή τους στις σωζόμενες σχετικές πηγές — αυτοί ήταν που ήταν σιωπηλοί λόγω θρησκευτικής πεποίθησης — αλλά και από τον τρόπο και το είδος των διαφόρων εντοιχίσεων και μεταρρυθμίσεων, τις οποίες επέφεραν στον Ναό του Δαφνιού οι ευλογημένοι αυτοί Φράγκοι, που μόνο για κάστρα και για οχυρώματα ενδιαφέρονταν.
Κατά τη διάρκεια πάλι των αιώνων της Τουρκοκρατίας (1456 και εξής), όταν η Μονή επανήλθε σε ορθόδοξα χέρια, αμφιβάλλω αν οι πιστοί τολμούσαν πάντοτε να επισκεφτούν το Δαφνί, με εξαίρεση ίσως τη μέρα του πανηγυρισμού, που τελούνταν, όπως είδαμε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό έθιμο στην Απόδοση, τα εννιάμερα, και όχι στην γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου την 15 Αύγουστου. Θεωρούμε δε ότι η τελείως εξαιρετική εύνοια της σχετικής ησυχίας για χρόνια, επέτρεψε στους μπακάληδες της Αθήνας όχι μόνο να γιορτάζουν εκεί τον προστάτη τους Άγιο Νικόλαο, άλλα και να οικοδομούν προσαυξήματα ή παραρτήματα.
Η αποδεδειγμένη έλλειψη φωτισμένης καλλιτεχνικής αντίληψης κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών — φυσική άλλωστε λόγω της διαφορετικής κατεύθυνσης, την οποία είχε πάρει το Ελληνικό πνεύμα όταν και όπου υπήρχε — επέτρεψε τις ποικίλες παραμορφώσεις του ναού και το μαύρισμα των ψηφιδογραφιών από τις λαμπάδες και τα λιβανίσματα των πιστών, που δεν φρόντιζαν και για κάποιον καθαρισμό τους.
Κυρίως όμως τα μωσαϊκά μαύρισαν με τρόπο που κατέστησε αόρατη την ευμορφία τους και στους τυχόν έχοντας τα προς τούτο εφόδια από τις τεράστιες φωτιές, τις οποίες άναβαν αλλόφυλοι επιδρομείς, ελπίζοντας ότι θα κατορθώσουν να αναλυθεί το χρυσάφι των ψηφίδων και να χυθεί μες στα πόδια τους.
Κατόπιν, μετά τον Αγώνα, όταν εγκαταλείφτηκε η Μονή, δεν έμεινε ποιμένας που έβοσκε στους γύρω λόφους το λαό του, που να μη ζητήσει μες στην εκκλησία του Δαφνιού καταφύγιο και ζεστασιά για τον εαυτό του και τα πρόβατά του.
Αλλά και τα διάφορα χτισίματα πορτών και παραθύρων με σκοπό την υποστήριξη του κτιρίου ή για προφύλαξη των τυχόν ενοίκων από τις ύποπτες διαθέσεις διαφόρων ληστοπειρατών ή και για λόγους συμφέροντος — τα πολλά παρεκκλήσια επιτρέπουν και πολλές λειτουργίες — συντελέσαν στην αύξηση του σκοταδιού μες στο χώρο του ναού.
Στο σκοτάδι αυτό επιθυμούμε μάλλον να αποδώσουμε και την ανεπαρκή εντύπωση και περιγραφή του ναού και των μωσαϊκών του, στα συγγράμματα των διαφόρων περιηγητών, παρά σε κάποια μεγάλη έλλειψη εκτίμησης των εξαιρετικών χαρισμάτων της αττικίζουσας βυζαντινής τέχνης των μωσαϊκών του Δαφνιού.
Από το έτος 1840 και μετά αρχίζει να κινείται το ενδιαφέρον για το Δαφνί, το όποιο τοπογραφικά μεν μελετιέται ως σημαντικό σημείο της Ιεράς Οδού, ιστορικά δε κυρίως ως φράγκικο απομεινάρι.
Στα λείψανα του φραγκισμού είχε παραληφτεί και η επιγραφή του ρουφετίου (συντεχνίας) των μπακάληδων, που διαχωρίστηκε από μας σε άρθρο που γράφτηκε το 1882.
Η πρώτη λεπτομερής και συνολική εργασία για το Δαφνί οφείλεται σε Έλληνα, στο Γεώργιο Λαμπάκην (το 1889), όπως πάλι σε Έλληνα οφείλεται και η πρώτη μελέτη για τον Μιστρά, στον Κωνσταντίνο Γ. Ζήσιο (το 1892).
Τώρα και το Δαφνί (1899) και ο Μιστράς (1910) έχουν τις πολύτιμες μονογραφίες του Γαβριήλ Μιλλέ και των συνεργατών του, η έκδοση των οποίων οφείλεται στην ευρύτητα της καλλιτεχνικής αντίληψης και στη γενναιοδωρία της Γαλλικής Κυβέρνησης.
Από τα έργα αυτών προηγήθηκαν ικανά σχετικά δημοσιεύματα, του κ. Μιλλέ, κυρίως στην «Εβδομάδα», στην «Εστίαν» (περιοδικό), στο «Άστυ», στην Εφημερίδα και τα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, στο Δελτίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και στο Δελτίο της Χριστιανικής Εταιρείας.
Ως προς το Δαφνί κάτι πρόσθεσαν, όπως είδαμε, και οι υπό τη διεύθυνσή μας ανασκαφές του 1892, καθώς αποκαλύφθηκαν εκτός των άλλων και τα ερείπια του πρώτου εκεί Χριστιανικού Ναού, όπως και το γενικό διάγραμμα της Μονής.
Αλλά ο Λαμπάκης και πριν εκδώσει το 1889 την πρώτη μονογραφία του για το Δαφνί, είχε βάλει τις φωνές για την αξία και την απειλούμενη καταστροφή των μωσαϊκών του Δαφνίου στον «Αιώνα» του 1883 και στην «Εβδομάδα» του 1884.
Να σημειωθεί ότι, όταν φώναζε ο Λαμπάκης, το Δαφνί ήταν φρενοκομείο — νωρίτερα χρησιμοποιήθηκε και ως πυριτιδαποθήκη — πολύ μάλιστα διασκέδαζαν οι τρελοί όταν με ειδικά καλάμια ανάλογου μήκους έριχναν τις χρυσές ή και απλά γυαλιστερές ψηφίδες.
Οι φωνές του Λαμπάκη θα νομίζει κανείς ότι ερέθισαν τον κακό δαίμονα του Δαφνιού, τον όποιο στην αρχή αναφέραμε, και αρχίζουν έκτοτε πια οι πραγματικές και ανεπανόρθωτες συμφορές του Ναού.
Ας αναγράψουμε απλά τις χρονολογίες των καταστροφών που ακολούθησαν.
Στο έτος 1885 φοβερές βροχοθύελλες — χρονικά αυτές συνδέονται και με την ίδρυση της Χριστιανικής Εταιρείας — πέφτουν κατά της Μονής. Το πάνω μέρος της Χρυσοδαφνιώτισσας καταπέφτει, καθώς και διάφορα άλλα κομμάτια μωσαϊκών, Ρήγματα στον τρούλο, στην κόγχη της Αγίας Τράπεζας η οποία εξωτερικά αποχωρίζεται από το κτίριο, και σε πολλά σημεία του ναού.
Το φράγκικο κωδωνοστάσιο διχάζεται. Τα νερά από την έλλειψη τζαμιών πλημμυρίζουν το ναό, κυρίως από το φεγγίτη πάνω από την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Φωνάζει ο Λαμπάκης.
Την 16 Αύγουστου 1886 σεισμός καταστρεπτικός.
Άλλα κομμάτια καταπέφτουν. Τα μεγαλύτερα από αυτά σωριάζονται μέσα σε ένα τσουβάλι από κάποιον φύλακα και μεταφέρονται στο Υπουργείο Παιδείας!
Φωνάζει πάλι ο Λαμπάκης.
Και να το 1887 το Δαφνί είναι ανεγνωρισμένο ποιμνιοστάσιο.
Κάποιος Άγγλος μας βρίζει τότε.
Νέες φωνές του Λαμπάκη.
Ο ιδρυτής αυτοκράτορας θεωρεί απαραίτητη την επέμβασή του και εμφανίζεται την 22 Μαΐου 1888.
Ήταν εικόνα με μπογιά μεταγενέστερα απ’ ό,τι φαίνεται φτιαγμένη από αντιγραφή, όπως είπαμε, προγενέστερης ίσως ψηφιδωτής.
Θριαμβευτικές φωνές του Λαμπάκη που την ανακάλυψε.
Διατάσσονται τότε και διενεργούνται, προς το τέλος του έτους, κάποιες επισκευές τέτοιας φύσης — όχι ευτυχώς από τη Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων — ώστε θα αποτελούσαν αυτές τις καταστρεπτικότερες συμφορές του Δαφνιού, αν δεν γινόντουσαν κατόπιν σημεία και τέρατα και η εγκληματική αντικατάσταση του βυζαντινού θόλου.
Κατά τη διάρκεια των επισκευών αυτών αφαιρέθηκαν τα βυζαντινά κεραμίδια της στέγης και του θόλου και αντικαταστάθηκαν προς όφελος ενθάρρυνσης, υποθέτουμε, της εγχώριας βιομηχανίας με τα γνωστά εύθραυστα και απορροφητικά κεραμίδια μας — η στέγη μάλιστα του κωδωνοστασίου έγινε και τετράγωνη — ρήγματα του κτιρίου θεωρήθηκαν ως φεγγίτες και αφέθηκαν ως είχαν, ενώ εξάλλου φεγγίτες θεωρήθηκαν ως ρήγματα, χτίστηκαν, τα πάντα δε πασαλείφθηκαν με ένα μίγμα από κοκκινόχωμα και ασβέστη και έτσι ο περικαλλής Ναός πήρε την όψη πελωρίου μελισσοκόφινου. Δεν συγκρατήθηκαν οι δραστήριοι επισκευαστές ούτε στα διακοσμητικά ψηφιδωτά και κανενός άλλου κεραμικού έργου. Δεν συγκρατήθηκαν ούτε στον ίδιο τον Αυτοκράτορα, ο οποίος σοβατίστηκε• όταν δε κατόπιν απαλλάχθηκε από το επίχρισμα, λίγα πια ίχνη του εμφανίστηκαν, που εξαφανίστηκαν και αυτά με το χρόνο.
Δεν γνωρίζω, αν κάποιος πήρε έγκαιρα φωτογραφία του ιδρυτή Αυτοκράτορα, γιατί η ιχνογραφική εικόνα που βρίσκεται στο σύγγραμμα του Λαμπάκη, είναι κατά τα άλλα μεν, όπως είπαμε ήδη, πιστή, αλλά από την επίδραση του χρόνου οι άτονες γραμμές των χαρακτηριστικών του προσώπου, απ’ ό,τι φαίνεται μάλλον ακούσια, συμπληρώθηκαν με τις χαρακτηριστικές της μορφής του ιερέα Λαμπάκη, αδελφού του ζωγράφου και του χριστιανολόγου.
Παρακολουθεί τις επισκευές αυτές ο άτυχος Λαμπάκης και φωνάζει: «Θεέ Δημητρίου!»... Αλλά κανείς δεν τον ακούει πια. Α! το παράκανες Χριστιανέ! επισκευές ζητούσες; Νάτες λοιπόν! σώπασε πια!...
Τις 10 και 12 Ιανουαρίου του 1889 ασυνήθιστοι σεισμοί επιφέρουν νέα ρήγματα και νέες βλάβες στο Δαφνί. Αποχωρίζεται από τους υπόλοιπους Αγίους και ο Άγιος Ακίνδυνος. Άλλη πάλι μεταφορά κομματιών μωσαϊκών μέσα σε τσουβάλι στο Υπουργείο Παιδείας. Τότε έτυχε να εκτελεστεί και στρατιωτικός περίπατος, όλοι δε οι στρατιώτες πήραν ψηφίδες για ανάμνηση, περιέργεια ή κατασκευή φυλακτών. Για μεγάλο δε χρονικό διάστημα τα παιδάκια των οικογενειών διαφόρων εκδρομέων διασκέδαζαν με τις ψηφίδες, η δε τρίλια και η εννιάδα άκμαζαν τότε.
Ο Λαμπάκης αποδίδει την αιτία των καταστροφών αυτών και στον τρόπο των επισκευών, όπως είχαν γίνει, ιδίως στις μαλτέζικες πλάκες, με τις οποίες στρώθηκε μέρος της στέγης.
Δεν μπορούμε να το βεβαιώσουμε αυτό.
Παρατηρείται τότε αρχή αποσυνθέσεως του όλου οικοδομήματος.
Με την εξαίρεση τεμαχίου του Παντοκράτορα – που κατάπεσε χωρίς μεγάλη ζημιά της τέχνης — καταπέφτει ατυχώς και τμήμα της Πλατυτέρας, του Γαβριήλ, της ετοιμασίας του Θρόνου, του θαυμάσιου Ευαγγελισμού, της Βαϊφόρου, της Μεταμορφώσεως, των Εισοδίων...
Το Υπουργείο συγκινείται. Καταρτίζεται μια από τις αιώνιες Νεοελληνικές Επιτροπές. Μετακαλείται δε και ο περίφημος ψηφιδοτεχνίτης Νοβέλλι, ο οποίος έρχεται, βλέπει και φεύγει.
Τώρα όμως παίρνει την υπόθεση της Βυζαντινής αρχαιότητας στα χέρια του ο υπέροχος πολιτευτής Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, τύπος ευγενή και αισθητικού άντρα. Και εξακολουθούν μεν οι επισκευές που κακώς ξεκίνησαν αλλά ευτυχώς ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, τιμώντας ήδη τη θέση του Υπουργού Παιδείας, προκαλεί σοβαρή και ειλικρινή έκθεση σχετικά με την κατάσταση του Δαφνιού και αναθέτει τη φροντίδα για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στον επιφανή Γάλλο αρχιτέκτονα Τρουμ, τον μόνο ο οποίος τη σημασία και την αξία του Δαφνιού κατανόησε, ενώ εξάλλου Έλληνας μηχανικός σιδηροσφίγγει με ευφυή τρόπο το οικοδόμημα σώζοντάς το από τη βέβαιη κατάπτωσή του.
Αλλά και ο Τρικούπης συγκινείται τώρα και η Αρχαιολογική Εταιρεία έρχεται γενναιότατη αρωγός.
Πράγματι δε από το τέλος του έτους 1891 και κατά τη διάρκεια του 1892, αρχίζουν πολύ σοβαρές για το Δαφνί φροντίδες. Τότε χρονικά συμπίπτουν και οι αρχαιολογικές μας εργασίες στην Ιερά Οδό με κάποια εποπτεία στα πραγματοποιούμενα έργα από τον ψηφιδοτεχνίτη Νόβο, ο οποίος αφού μετακλήθηκε, άρχισε με επιτηδειότητα να αποσπά τα μωσαϊκά από τους ετοιμόρροπους τοίχους και ιδίως από το θόλο, με σκοπό να τα καθαρίσει και να συμπλήρωσή τα ελλείποντα και μετά τη στερέωση των τοιχωμάτων να τα επικολλήσει ξανά.
Δυστυχώς παρατηρείται πάλι σύγκρουση δικαιοδοσιών μεταξύ δυο Υπουργείων και αποφασίζεται η κατασκευή νέου θόλου και η απόφαση αυτή εκτελείται — αιωνία η μνήμη στο μνημείο του 10ου αιώνα!... — Επίσης γκρεμίζεται το φράγκικο κωδωνοστάσιο, η μυστική σκάλα κ.λ. Ο δε περίφημος νέος θόλος, διαφορετικού σχήματος, ακαλαίσθητος, στραβός και στραβά τοποθετημένος, σαν καλπάκι (σ.σ. είδος καπέλου που φοριέται στην Τουρκία κ.α.) σε κεφάλι μεθυσμένου, αλλήθωρου μεθυσμένου μάλιστα για το ελαττωματικό των νέων φεγγιτών, εκτός των άλλων τεκμηρίων της αθλιότητάς του παρουσιάζει και περίσσευμα χώρου, τον οποίο δεν αρκούν να καλύψουν τα εκ νέου επικολλημένα μωσαϊκά, και συμπληρώθηκαν έτσι τα κενά κατ’ ανάγκη με νέο χρυσό στο υπόβαθρο.
Αλλά και από τις τεχνικές σκέψεις δεν επικράτησε τότε η σωστότερη.
Είναι φανερό ότι ο παλιός θόλος έπρεπε να μείνει οπωσδήποτε, όπως και το πολύ χαρακτηριστικής τέχνης φράγκικο κωδωνοστάσιο, και ας εξακολουθήσει η από τον χρόνο ή από νέους σεισμούς βλάβη τους. Θα έμεναν πάντοτε ως ωραία καλλιτεχνικά ερείπια. Τα μωσαϊκά, που αποσπάστηκαν σωστά, έπρεπε να επικολληθούν ξανά σε ειδικό μουσείο, που θα είχε κατασκευαστεί στο Δαφνί, καθ’ ομοίωση του βυζαντινού θόλου. Χωρίς να γίνουν αυτά, η επικόλληση των ψηφιδογραφιών στο νέο θόλο μετά τον καθαρισμό τους έπρεπε να γίνει χωρίς καμιά συμπλήρωση και τα κενά μέρη να καλυφθούν με απλό βιολετί υδροχρωματισμό.
Αυτό προτάθηκε από μας τότε και υπάρχει η γνώμη μας, που δεν εισακούστηκε, και σε έκθεση και σε σύγχρονα έντυπα. Τώρα είναι αδύνατο — ο Νόβο ήταν διακεκριμένος τεχνίτης — να διακριθεί το παλιό από το νέο συμπλήρωμα, και δεν θα είχαμε στοιχεία για σχετικές αισθητικές και τεχνοκριτικές μελέτες, αν δεν περισώζονταν πολύτιμες αληθινά φωτογραφίες, που λήφθηκαν πριν ξεκινήσουν οι συμπληρώσεις.
Τέλος η νέα επικόλληση δεν έπρεπε να γίνει με τρόπο που δεν επιτρέπει την αποκόλλησή τους σε μελλοντικό χρόνο.
Και αυτά μεν κάνουν οι άνθρωποι... ο κακός όμως δαίμονας του Δαφνιού εξακολουθεί να μελετά καταστροφές. Έτσι νέοι σεισμοί της 8ης και ιδίως της 15ης Απριλίου 1894 συγκλονίζουν τα πάντα και τρέπουν σε φυγή τους πιστούς, ψάλλοντας τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής.
Το οικοδόμημα χάριν του σιδερένιου σφιξίματος του σώθηκε. Δυστυχώς όμως μαζί του σώθηκε και ο νέος θόλος.
Οι σεισμοί αυτοί υπήρξαν και ευεργετικοί γιατί αποφασίστηκε τότε η κατάρριψη των μεταγενέστερων εντοιχίσεων του νάρθηκα και αποκαλύφτηκαν δυο θαυμάσιες ψηφιδογραφικές συνθέσεις: Η Προσευχή της Αγίας Άννας και η Προδοσία του Ιούδα.
Στη σύνθεση μάλιστα της Αγίας Άννας, με την οποία αρχίζουν οι ψηφιδογραφίες του Ναού, υπάρχει και η περίφημη «Δαφνηδέα» των Απόκρυφων Ευαγγελίων, να υποδέχεται τους προσκυνητές της εν Δάφνη Θεοτόκου.
Οι επόμενες πραγματοποιηθείσες μικρές επισκευές με επιμέλεια της Γενικής Εφορείας και των Εφόρων των Βυζαντινών Αρχαιοτήτων — ακόμα και τώρα διεξάγονται τέτοιες — οι οποίες έγιναν και γίνονται με βάση τη λογική καταδείχνουν ότι οι υπέρ της διάσωσης του περικαλλούς ναού φροντίδες παραμένουν πλέον άυπνες.
Οι εργασίες του Νόβο, με τη βοήθεια, κατά τη διάρκεια του 1895, για κάποιο χρονικό διάστημα και του αφιχθέντα λαμπρού Έλληνα ψηφιδογράφου Επαμεινώνδα Τριανταφύλλου, ολοκληρώθηκαν την 4η Απριλίου 1897, όταν παρέδωσε ο Νόβο το κορυφαίο από τα μνημεία της Αττικής Ιστορίας και Τέχνης των Βυζαντινών χρόνων.
Οι τεχνικές αρετές του Νόβο ήταν μεγάλες — αν και έπρεπε να μην κάνει χρήση χρωμάτων – και τα λάθη του φυσικά, αφού η εργασία δεν έγινε από Έλληνα. Τα λάθη αυτά μπορούμε να συνοψίσουμε στο ότι παραγνώρισε στοιχεία του Βυζαντινού Αλφάβητου, δεν τοποθέτησε πάντοτε τις επιγραφές και τις ψηφιδογραφίες ακριβώς στην προηγούμενη θέση τους, άλλες πάλι ψηφιδογραφίες τις μετέθεσε σε γνώση του, με σκοπό να καταστούν εμφανέστερες, και τέλος συμπλήρωσε κατά την κρίση του τα μάτια του Παντοκράτορα, εκ των οποίων ο ένας είχε βλάβη από εκτοξευμένο βέλος και ο άλλος, από τον οποίο ήταν όμως δυνατό να καθοδηγηθεί ο τεχνίτης, είχε σημαντικά φθαρεί από τον χρόνο. Ευτυχώς περισώθηκε φωτογραφία της προηγούμενης κατάστασης του κεφαλιού του Ιησού. Τώρα έχουμε μπροστά μας Παντοκράτορα από τα χρόνια του Βουλγαροκτόνου με βλέμμα μελοδραματικού μπάσου (σ.σ. ο χαρακτηρισμός «μελοδραματικός μπάσος» γίνεται για να τονιστεί το δυτικότροπο του αποτελέσματος) που ανακαλύπτει προδοσία. Εξάλλου πρέπει να εξαρθεί η τέχνη τον Νόβο για τις συμπληρώσεις κοσμημάτων και φυσιογνωμιών, όταν υπήρχαν όμοια πλήρη υποδείγματα. Κέρδος και αυτό, αφού η συμπλήρωση κατ’ αρχήν αποφασίστηκε.
Στο Ναό του Δαφνιού σώζονται σήμερα οπωσδήποτε συνολικά 67 ψηφιδογραφίες, μη περιλαμβανόμενων των ιχνών της Πλατυτέρας, οι οποίες περιέχουν πρόσωπα συνολικά 190, εκ των οποίων τα 141 ανήκουν στις συνθέσεις.
Από τις ψηφιδογραφίες αυτές, συνθέσεις είναι 18 και μεμονωμένες εικόνες 49. Σ’ αυτές τις 49 περιλαμβάνονται και οι 16 Προφήτες του τυμπάνου του θόλου. Οι μεμονωμένες εικόνες ανήκουν όλες σε Αγίους και καμία σε Αγία.
Δεν υπήρχαν λοιπόν στο Δαφνί Άγιες γυναίκες ή δεν περισώθηκαν;
Μέχρι το έτος 1882 σωζόταν τμήμα της περίφημης Χρυσοδαφνιώτισσας — της Πλατυτέρας — που καλλιτεχνήθηκε «με το ψηφί, με το ρηγλί και με το μαργαριτάρι» σύμφωνα με τη λαϊκή Μούσα.
Στα μωσαϊκά του Δαφνιού αποθαυμάζεται η ποικιλία σε μορφές, σε έκφραση, σε ενδυμασίες, κομμώσεις, υποδήσεις, σε καλλιτεχνικές αντιθέσεις ως προς την ηλικία και το φύλο. Σε αρμονικές εναλλαγές χρωματισμών, σκηνών και επιπέδων. Στην παρεμβολή καλλονών της φύσης.
Αποθαυμάζεται η τελειότητα των πτυχώσεων, η προοπτική, η διαύγεια. Η απροσδόκητη εμφάνιση μέσω ιλιγγιώδους χρωματισμού και αστραπής χρυσού ενός κατάλευκου Αγίου. Η καλαίσθητη παρεμβολή Σταυρών διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων και πάνω απ’ όλα αυτά, η χαρακτηριστική εύκολα αναγνωρίσιμη απλότητα και αφέλεια της Αττικής γραμμής.
Η γραμμή αυτή αποκαλύπτει την πατρίδα του καλλιτέχνη που θέλησε ή ατύχησε να θαφτεί στη λησμονιά, γιατί πρέπει κάποιος να πάσχει από τεχνοκριτική επιπεφυκίτιδα για να πιστεύει ότι μόνον οι πέριξ λόφοι και οι ακτές και η Ελευσίνα και το Πεντελικό και ο Υμηττός και ο από μας υποδειχθείς λόφος της Αθηναϊκής πεδιάδας, έδωσαν βότσαλα, πέτρες και μάρμαρα στο προσωρινό ή μόνιμο καλλιτεχνικό εργαστήρι της Αθήνας, ότι μόνον το ρουφέτι των χτιστών της Αθήνας εφάρμοσε το ειδικό και σε πολύ μεταγενέστερους ακόμα χρόνους χρησιμοποιούμενο Αθηναϊκό υπόχρισμα, οι δε καλλιτεχνικές γραμμές των απεικονίσεων ήρθαν απ’ έξω.
Όπως όλες οι γραφικές Σχολές και όλα τα καλλιτεχνικά εργαστήρια διαφόρων Ελληνικών χωρών ή παροικιών παρέχουν στον τεχνοκρίτη σημεία εύκολης διάκρισης, όπως, επί τέλους, φωνάζει η Ιταλική γραμμή του Νόβο, έτσι ζητά την αναγνώριση και τη δόξα της και η μεγαλοφυής απλότητα του Βυζαντινού Αττικισμού.
Και είναι θαύμα ’Αττικής τέχνης ο Ευαγγελισμός του Δαφνιού και είναι Σοφόκλειος ο ήρεμος τόνος της Παναγίας δίπλα στον Εσταυρωμένο Γιο της, πόνος τον όποιον κατανόησε κάποτε βαθιά καλλιτέχνης και τεχνοκρίτης φίλος μου, ειλικρινά δακρύσας.
Και είναι θαύμα τέχνης ο Προφήτης Δανιήλ και είναι ωραίοι οι Αρχάγγελοι, ο Άγιος Ακίνδυνος, ο Ανεμπόδιστος, ο Ελπιδοφόρος, ο Πηγάσιος, ο Εύπλους, ο Γουρίας, ο Ορέστης...
Και είναι λαμπροί ο Βάκχος και ο Τάραχος.
Ο σημερινός προσκυνητής, όταν στέκεται στο μέσο του ναού, αποθαυμάζει τα αριστουργήματα αυτά, πρέπει να αναλογιστεί τι είδαν οι κατά τον ενδέκατο αιώνα προσκυνητές στο ναό και τι οι Φράγκοι ακόμα του δέκατου τρίτου.
Ο σύγχρονος προσκυνητής όμως θα παρατηρήσει και κάτι άλλο.
Την προκαλούσα κατάπληξη διαφορά της αισθητικής αντίληψης και της τεχνικής απόδοσης τον αηδιαστικά εικονιζόμενου Παντοκράτορα σε σχέση και σε σύγκριση και προς άπαντα μεν τα άλλα ψηφοθετήματα, αλλά ιδίως με τους Προφήτες, οι όποιοι τον περικυκλώνουν.
Να θέλησε άραγε ο τεχνίτης να σφραγίσει στο μέσο το όλο έργο του με τη μορφή του Ιησού του γνωστού τύπου των χρόνων του Βουλγαροκτόνου;
Για μας ο καλλιτέχνης δεν είχε αυτή ή μόνο αυτή την πρόθεση. Η ευλαβική τήρηση ενός τύπου, μιας παράδοσης, όταν πρόκειται για χαριτωμένη αφέλεια, για αρχαϊκή απλότητα τέχνης, όπως αυτή της κουκουβάγιας των Αθηναϊκών νομισμάτων λ.χ., διαφέρει πολύ της διαιώνισης μιας ακαλαισθησίας.
Κλίνουμε να πιστέψουμε, ότι ο καλλιτέχνης αναγκάστηκε να το κάνει αυτό και ότι δεν επέμεινε, εάν μπορούσε, αρνούμενος, και από κάποια ίσως υστεροβουλία.
Μέσω της ασκητικής δηλαδή δυσμορφίας που επικρατούσε τότε στον τύπο του Ιησού, στην πάντοτε αντίζηλο της Αθήνας Κωνσταντινούπολη, ίσως θέλησε να αναδείξει περισσότερο την περιβάλλουσα αυτή Αττική του χάρη.
Ο κ. Μιλλέ πολύ ορθά είπε, ότι την έλλειψη ιστορικών πηγών στο Δαφνί προσπαθούν να την αντικαταστήσουν τα πολύ διδακτικά ερείπιά του.
Αυτό είναι αλήθεια. Και δεν υπάρχουν μόνο ερείπια εκεί, αλλά και διάφορα συντρίμματα, διαφόρων χρόνων, σειράς αιώνων, αν θέλετε.
Τα συντρίμματα αυτά, αν συναινέσει η Χρυσοδαφνιώτισσα, ίσως έχουν κάτι ακόμα να κρυφομιλήσουν και σε μας, οι όποιοι και τα αποκαλύψαμε.
Θα είναι αυτό οπωσδήποτε έργο δικαιοσύνης από μέρους τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου