07 Αυγούστου 2021

Πέντε ποιήματα του Salvatore Quasimodo σε απόδοση Ρίτας Μπούμπη Παπά και σύντομη παρουσίαση του μεγάλου Ιταλού ποιητή από την ίδια.

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, που τιμήθηκε εφέτος με το βραβείο Νόμπελ για την ποίηση, γεννήθηκε στις Συρακούσες τής Σικελίας το 1901. Ήταν γιος σιδηροδρομικού και δεν είχε την ευχέρεια να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Άλλαξε πολλά επαγγέλματα, γυρίζοντας από πόλη σε πόλη, ώσπου καταστάλαξε συντάκτης τού «Τέμπο» το 1932 στο Μιλάνο. Αυτοδημιούργητος οπλίσθηκε με σίγουρη και θαυμαστή γλωσσομάθεια κι έδωσε υποδειγματικές μεταφράσεις, από τους Λυρικούς και Τραγικούς τής Αρχαιότητος, έως τους συγχρόνους Μπρεχτ και Νερούντα. Η πρωτότυπη παραγωγή του περιλαμβάνεται στις συλλογές του «Νερά και χώματα» (1930), «Το βουλιαγμένο όμποε» (1932), «Άρωμα ευκαλύπτων» (1933), «Ερατώ και Απόλλων» (1936), «Ποιήματα» (1938),«Γρήγορα που νύχτωσε» (1942), «Με το πόδι του ξένου στην καρδιά» (1949), «Το ψεύτικο και αληθινό πράσινο» (1955). Μαζί με τον Ουγκαρέτι και τον Μοντάλε θεωρείται ένας απ’ τους μεγαλύτερους ποιητές της πατρίδας του, με διεθνή ακτινοβολία. Ξεκίνησε, όπως κι εκείνοι, με μια διάθεση ερμητισμού, αλλά δεν έχασε την επαφή με τις δυνάμεις της ζωής και τα προβλήματα του καιρού. Εικόνες κλασσικής λιτότητας και επιγραμματικές εμπειρίες του ατομικού και ομαδικού συγχρόνου οράματος μάς δίνει η ποίησή του Κουαζίμοντο. Η εφετινή βράβευση πρέπει να θεωρείται, και σαν μια δίκαιη, τιμητική διάκριση προς το πνεύμα της επαρχίας, και τις αστείρευτες δυνάμεις της Μεσογείου.


Σικελική νύχτα

Πόσο μεγάλη νύχτα και το φεγγάρι ρόδινο και πράσινο 
καθώς μέσα από πορτοκαλιές ολάνθιστες φωνάζεις 
χτυπώντας σε μια πόρτα σαν βασιλιάς Θεού 
γεμάτος απ’ τ’ αγκάθια της δροσιάς:
«Άνοιξε, αγάπη μου, άνοιξε!» Ο αέρας σε χορδές 
απ’ τα Υβλαία κι απ’ τους κώνους των Μανιόνιε 
ύμνους και θρήνους ξεκολλάει
σε τύμπανα σπηλαίων, αρχαίων
σαν την αγαύη και το μάτι του ληστή.
Κι η Άρκτος ακόμα δεν σ’ αφήνει, μα αναταράζει,
σήμα κινδύνου, τις εφτά φωτιές της εκεί στους λόφους.
Και δε σ’ αφήνει ο θόρυβος ακόμα
των ερυθρών αρμάτων σαρακηνών και σταυροφόρων.
Κι ίσως κι η μοναξιά, ο διάλογος ακόμα 
με τα έναστρα ζώα, το άλογο, ο σκύλος, 
ο βάτραχος, οι απατηλές κιθάρες 
των τζιτζικιών μέσα στη νύχτα.


Μιλάνο, Αύγουστος 1943

Μάταια ψηλαφίζεις μες στη σκόνη 
καημένο χέρι. Η πολιτεία είναι νεκρή.
Είναι νεκρή. Ακούστηκε ο τελευταίος βόμβος
μες στην καρδιά του ποταμού Ναβίλιο. Και τ’ αηδόνι
έπεσε απ’ την κεραία, που υψώνονταν στο μοναστήρι,
απ’ όπου τραγουδούσε πριν ο ήλιος δύσει.
Μη σκάβετε πηγάδια στις αυλές 
οι ζωντανοί πια δεν διψούνε, 
και μην αγγίζετε τους πεθαμένους,
έτσι πρησμένοι, ως είναι και συναίματοι.
Αφήστε τους στο χώμα των σπιτιών τους.
Η πολιτεία είναι νεκρή, νεκρή.


Πέρα από τα κύματα των λόφων

Δεν σου εξέφυγε η ζωή με αριθμομαντείες 
και νόθα εμβλήματα ζωδιακού ή συλλαβές
και αριθμούς βαλμένους σε τάξη, με σκοπό 
τον κόσμο ξανά ν’ ανακαλύψεις. Όχι.
Σ’ αιχμαλωσία ήσουνα. Και κει με άμμο κι αίμα 
μετρούσες τις σιωπές, τους βόγγους του θανάτου 
πέρα απ’ τα κύματα των λόφων.


Επίγραμμα

Από το δίχτυ του χρυσού σιχαμερές αράχνες κρέμονται.


Στους αδελφούς Τσέρβι

Σε όλη τη γη γελούν οι παλιανθρώποι,
οι πρίγκιπες, οι ποιητές που βλέπουν τον κόσμο
στα όνειρα, σοφοί της μοχθηρίας, σφετεριστές
της γνώσης. Έτσι και στην πατρίδα μου γελούνε
για τη συμπόνια, την καρτερία, την ερημιά,
τη θλίψη των φτωχών. Και είναι ωραία η γη μου,
ωραία από ανθρώπους κι από δέντρα,
από μαρτύρια κι από μορφές πέτρινες κι έγχρωμες
κι από αρχαία πνευματική ευφορία.

Οι ξένοι χτυπούν με δάχτυλα εμπόρων 
το στήθος των άγιων, της αγάπης τα λείψανα, 
πίνουν λιβάνι και κρασί στο δυνατό παραθαλάσσιο φεγγάρι 
και πάνω σε βασιλικές κιθάρες
τραγούδια ηφαιστειακά ταιριάζουν.
Χρόνια και χρόνια τους καλούνε στρατιώτες 
και πάνοπλοι γλιστρούν απ’ τις κοιλάδες 
στους κάμπους με τα ζώα και τα ποτάμια.
Στη γλυκύτατη νύχτα ο Πολύφημος κλαίει 
με το μάτι ακόμα σβηστό απ’ το θαλασσοπόρο 
του μακρινού νησιού. Και της ελιάς ο κλώνος 
όπως και τότε λαμπαδιάζει ακόμα.

Κι εδώ μοιράζουν στ’ όνειρο την πλάση,
ντύνουν το θάνατο με τα καλύτερα τους ρούχα
και οι οικογενειακοί εχθροί γελούν.

Κάποιοι απ’ αυτούς μεγάλωναν με μένα 
την εποχή των τραγουδιών της μοναξιάς και της αγάπης, 
όταν οι πόνοι άλεθαν αργά κι ανακατεύονταν τα δάκρυα. 
Τελείωσε η ιστορία τους στην καρδιά μου
σαν έπεσαν τα δέντρα και τα τείχη
μες στην οργή και στους αδελφικούς τους θρήνους
στην πολιτεία της Λομβαρδίας.

Μα εγώ ακόμα γράφω λόγια αγάπης 
κι αυτό εδώ ερωτικό είναι γράμμα 
στη γη μου. Γράφω στ’ αδέλφια Τσέρβι 
όχι στα εφτά άστρα της Μεγάλης Άρκτου.
Στους εφτά χωριάτες της Εμίλια γράφω. Είχαν 
διαβάσει λιγοστά βιβλία
και πέθαναν ρίχνοντας ζάρια αγάπης μες στη σιωπή. 
Στρατιώτες και φιλόσοφοι και ποιητές 
τίποτα δεν εγνώριζαν γι’ αυτή την ανθρωπιά 
που κλείνει στην καρδιά της τής αγροτιάς η ράτσα.
Ο έρωτας, ο θάνατος, σε άβαθο λάκκο όλο ομίχλη.
Ω, κάθε γη θα τάθελε τα δυνατά και ντροπαλά ονόματά σας,
όχι για ανάμνηση, μα για τις μέρες τούτες 
που σέρνονται βαριές από ιστορία,
γοργές από τις μηχανές του φονικού θανάτου.


Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχος 2 (1959).

Δεν υπάρχουν σχόλια: