28 Οκτωβρίου 2021

Ποιήματα τού Μανόλη Αναγνωστάκη

 «Εποχές»

ΧΑΡΗΣ 1944

Είμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας 
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ‘ρχότανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας 
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη
Είμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: «Πέθανε ο Χάρης» 
«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. 
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ‘χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούργιας ζωής μας
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.
... Δεν είμαστε όλοι μαζί: Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούργιοι, γέμισαν οι δρόμοι 
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες 
Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη 
Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές 
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας 
Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω, σαν ήλιος
Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες 
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.


«Εποχές 2»

V

Φτάνεις και συ κάποτε να πιστέψεις πως σάπισαν όλα τα περάσματα πως αμείλιχτοι φύλακες στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά. Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια θανάσιμη ηδονική φίλη μα συ δεν θες να την ακούς, ζητάς μια λάμπα, τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστη λάμπα, μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο το σκοτάδι. Έστω λοιπόν θα περιμένουμε εδώ τα ξημερώματα — μπορούμε στη ζωή μας δυο φορές να ξαναρχίσουμε — χωρίς όλο τούτο το φορτίο των αδέσποτων λέξεων να βαραίνει το μυαλό μας χωρίς όλους αυτούς τους σεμνούς ανθρώπους τόσο βέβαιος απόλυτα ο καθείς για τον εαυτό του διστάζοντας τι να προσφέρουν στον άλλο: ένα σπαθί ή ένα άνθος, χωρίς αυτούς τους τυφλούς χιμαιρικούς υπαίθριους ρήτορες που βλέπουνε τα χρόνια τους αδιάφοροι να φεύγουνε σαν τους τροχούς μιας πανάρχαιας άμαξας βαρείας. Ήρθανε, άλλοτε, τόσοι αιχμαλωτίζοντας το θάνατο με μια λαχανιασμένη χειρονομία δίχως να κρατούν μαζί τους παρά μια σφαίρα μοναδικιά, για το δικό τους κορμί. Γυναίκες που τα μαρτυρικά τους δάκρυα δεν μπόρεσαν να σβήσουνε πάνω στο μάρμαρο ποτέ τις χαρακιές της προσφοράς τους. Η γνώριμη πικρή μυρουδιά του κλεισμένου από χρόνια δωματίου, του μουχλιασμένου δωματίου, μια νύχτα μια νύχτα πια χωρίς επιστροφή.

Πολλοί μας μίλησαν επίσης για την Εποχή
Για των καιρών το βαρυσήμαντο
Έπρεπε βέβαια και συ πια να διαλέξεις
Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα
Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση
Ξεχνώντας τι μοιράζουμε κάθε καινούργια στιγμή.
Άλλοι μας είπανε να γονατίσεις έστω μια φορά
Σ’ αυτό ας πούμε, που καθορίστηκε αναχώρηση
Μπροστά σ’ ένα κρεββάτι σε μια γύμνωση
Σε μια φωτιά μπροστά χαμηλωμένη.
Μα αλήθεια πες μου εσύ πώς να νικήσεις
Ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου
Ετούτο τον καπνό που αντιστέκεται στον άνεμο
Εσύ που μόνο το ‘ξερες πόσες φορές
Μετρήσαμε στις ίδιες πλάκες τα βαριά μας βήματα
Βουλιάξαμε τα πόδια μας στην ίδια σάπια λάσπη
Βρήκαμε ένα θλιμμένο κυπαρίσσι
Πίσω από μια γλυκεία μορφή παιδιού
Εσύ μονάχα θα τραβήξεις τις κουρτίνες
Πίσω τους τα ψυχρά ηδονισμένα ομοιώματα
Βαμμένα αξιοθρήνητα γελοία
Χτυπούνε τα δυο χέρια τους σε πίδακα χαράς.
Εγκατάλειψη. Πόσο το καταλάβαμε στο τέλος 
Καλά, για την ηθοποιία της βραδιάς 
Για την απέραντη φτήνια και την κούραση 
Κάποιας φυματικής ονειροπόλησης
Μ’ όλο που ήτανε κι αυτό στο κάτω κάτω μια αναχώρηση
Πέρα απ’ το καθιερωμένο και το νόμιμο
Εγκατάλειψη με τη συναίσθηση της αδιάκοπης στιγμής
Για μια ηδονή που δεν γνωρίζει μεταμέλεια
Για μιαν απάνθρωπη φυγή
Πέρα από κάθε όργιο σκέψεων
Ή αντικρουομένων διαθέσεων.

Σάπισαν όλα τα περάσματα φύλακες βλοσυροί σε κάθε πόρτα. Σκέφτομαι τις σουβλερές κρύες κραυγές που καρφώνουν στα φέρετρά τους τούς νεκρούς, τη χαλασμένη αγνότητα μιας γυναίκας που ξόδεψε ασυλλόγιστα τον παιδικό ερωτά της, ότι μπορούσες να πιστέψεις στην πιο χιμαιρική σου ασυνέπεια, μα τι είναι τούτο που ‘χουμε ονομάσει ανεπανόρθωτο, διστάζοντας τι να προσφέρουν στον άλλο: ένα σπαθί βήματα του γυρισμού, όταν όλοι οι φίλοι σου έχουνε πεθάνει ανεξήγητα από μιαν άγνωστη αρρώστια, ίσως υπάρχει πάντα να σημάνει μια αναχώρηση πέρα από κάθε καθιέρωση και πίστη.

(Και ποιος να μας προσέξει, ποιος
και να μας λογαριάσει
στη θέση που καθόμαστε;)


VII
Στη μνήμη του Αλέξη

Αυτό που ονομάσομε φθινόπωρο είπανε μια θεμιτή καθορισμένη αναγκαιότητα
(Η αφή μας μοιράζεται ανάμεσα σε σκυθρωπές κουρτίνες κ’ αισθήματα εφηβικά
Τα μάτια μας που ματώθηκαν από πυρπολούμενους θαλασσινούς ήλιους)
Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική 
Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα.

Δε ζητήσαμε πίσω απ’ αυτή την πολιτεία καμμιά σίγουρη εναλλαγή
Δεν ασφαλίσαμε τη βεβαιότητα τής πληρωμένης εγκαρτέρησης 
Το βράδυ ανάβουν οι βιτρίνες των νεωτερισμών, στριφογυρίζουν τα γραμμόφωνα
Μέρες γιορτής οι σημαίες υψώνονται, τα σχολεία μ’ ομοιόμορφες μπλούζες .
Κάθε κενότητα αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές
Πηγαίνει στα ζαχαροπλαστεία, συνωθείται, ηδονίζεται 
Περιφρονεί, αυτάρκης, κάθε είδους εγκατάλειψη.
Εμείς δε ζητήσαμε την ανεκπλήρωτη έξοδο, στενέψαμε την καρδιά μας
Έντιμοι στα βραδινά σφυρίγματα των κρατικών Σιδηροδρόμων 
Που συγκλίνουν με τις πρώτες βροχές ομαλά, με θερινών ειδυλλίων ναυάγια.
Αυτοί πιστεύουν πως ο χρόνος με τα χαρτιά περνάει πιο ευχάριστα
Αν δε βρέξει θα πάμε στο πάρκο, αν βρέξει στης κυρίας Αγγέλας
Εκεί που στη σοφίτα κατοικεί ο αρχαίος μαέστρος με τη γυναίκα του
Κ’ η κόρη αρραβωνιάζεται 29 χρονώ, απέκρουσε πολλές προτάσεις 
Αγαπούσε τη διαστολή, τα θερινά ξενοδοχεία, τα κλειστά οικογενειακά κέντρα
Λατρεύει ένα βρέφος, θα τ’ ονομάσει Αγνή, αν κι ο γιατρός το έχει — ή σχεδόν — απαγορεύσει.
Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ
(Η μοίρα μας ανοίγεται θαυμασία: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, από κει επίσης δρόμος)
Το βράδυ θα παίξεις τρεις παρτίδες τάβλι για τρία γλυκά ή υποβρύχια
Το βράδυ έχει πάντα δροσιά. Γυναίκες περιφράσουν τη δίοδο των στενωπών
Σηκώνονται, πηγαίνουν μέσα, ανανεώνονται και συνεχίζουν 
Οι άνδρες επιστρέφουν αργά, έχουν δειπνήσει ή ισχυρίζονται 
Ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος.


«Εποχές 3»

Η αγάπη είναι o φόβος που μας ενώνει με τοyς άλλους 
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα 
Όταν μαζί τους πεθαίνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση 
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων.
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά 
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε 
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα; 
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα 
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν 
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας 
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας). 
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή 
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα - ένα τα τιποτένια ομοιώματα 
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα 
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας. 
Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις 
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις 
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου 
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα 
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις.
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή απ’ την τύψη. ;

Μα ποιος θα ‘ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει; 
Ποιος θα μετρήσει μια - μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα 
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών; 
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.


--

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή...
Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κ η βροχή, είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό — σου είναι αδιάφορο
Μια εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. 
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα
— Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα —-
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μια αλλιώτικη μυρωδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο όλως διόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τι τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τελείωσε ούτε κι απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.

... Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη, βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.


«Η Συνέχεια»

Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε
Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους
Άλλαξαν και των προαστείων οι ονομασίες
Υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες.
Ποιος περιμένει την επιστροφή σου; Εδώ οι επίγονοι 
Λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σ’ ομοιώματα,
Είσαι ένας άγνωστος μες στο άγνωστο εκκλησίασμα 
Κι από τον άμβωνα αφορίζουνε τους ξένους 
Ρίχνουνε στους αλλόγλωσσους κατάρες.
  Εσύ στους σκοτεινούς διαδρόμους χώσου 
  Στις δαιδαλώδεις κρύπτες που δεν προσεγγίζει 
  Ούτε φωνή αγριμιού ή ήχος τυμπάνου·
  Εκεί δε θα σε βρουν. Γιατί αν σ’ αφορίσουν
  Κάποιοι — αναπόφευκτα — στα χείλη τους θα σε προφέρουν
  Οι σκέψεις σου θ’ αλλοιωθούν, θα σου αποδώσουν
  Ψιθυριστά προθέσεις, θα σε υμνήσουν·
  Με τέτοιες προσιτές επιτυχίες θα ηττηθείς.
  Τεντώσου απορρίπτοντας των λόγων σου την πανοπλία 
  Κάθε εξωτερικό περίβλημά σου περιττό
  Και της Σιωπής το μέγα διάστημα, έτσι, 
  Τεντώσου να πληρώσεις συμπαγής.
Εκεί θα τα βρεις.

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ που θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ’ ανοίξεις το παράθυρο στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου — απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’ τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα 
Προσεκτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ’ ακινητήσουν οι γλόμποι
Και συ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’ αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά - βαθιά μες στα πυκνά νερά.

Τότε θα ξέρεις.

(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, 
αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).


«Η Συνέχεια 3»

Τώρα, μιλώ πάλι σαν ένας άνθρωπος που γλύτωσε απ’ το λιμό. 
Επισκέπτομαι τους φίλους μου, ξέρω πολλούς που σώθηκαν.
(«Υπάρχει. πάντα μια αναχώρηση», έτσι είχα κάποτε πει 
Άλλοτε πάλι μίλησα για μιαν άγνωστη αρρώστια — ποιος τα θυμάται;).

Πέρασαν πια οι καταδικασμένες μέρες άνοιξαν τα παράθυρα 
Χαρούμενοι οι οδοκαθαριστές σαρώνουνε στους δρόμους τα σκουπίδια
Άρχισε πάλι η  ζ ω ή,  οι έγγραφες στους συλλόγους και στα ινστιτούτα
Οι αγκαλιασμένοι έφηβοι στις πλατείες, τα ακατάλληλα έργα στους κινηματογράφους
Οι αγγελίες στις εφημερίδες· πέρασε πια η κακή αποκριά
Οι προσωπίδες κάηκαν τα παλιά ονόματα λησμονηθήκαν
Και το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει για την μετονομασία των οδών.

Ραούλ, εσένα πάλι σκέφτομαι που δεν πρόλαβες να γίνεις σοφός, να συζητήσεις.
Να δεις την άλλη πλευρά των πραγμάτων, να μάθεις να σιωπάς· 
Δε σου ‘μελλε να πιθανολογείς, να βγάζεις συμπεράσματα.

Δε σου ‘μελλε να διδαχτείς και σύ την αριθμητική των ιδεών.


--

Ο νεκρός

Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περιμέναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες 
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια. 

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες
Εκείνες οι φριχτές μέρες τής αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πλερωμές 
Γυρνούσαν τα παιδιά αδέσποτα στους δρόμους.
Έβλεπαν τα λουλούδια τα μαραίνονται.

Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

(Τόσα και τόσα πράγματα που δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, πολυ να φωνάξεις;) 

Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.


--

Όλα τα πρόσωπα της ιστορίας μας είν’ εντελώς φανταστικά 
Καμμιά πλέον συσχέτιση με πρόσωπα υπάρξαντα 
Ή και ακόμα υπαρκτά σε μια δεδομένη εποχή.
Γιατί και η Εποχή δεν υπήρξε — μη μιλήσεις πιά γι’ αυτήν 
Με τα ίδια πάλι λόγια που δεν αλλοιώνονται από το χρόνο 
Όπως το μέταλλο κάτω από τη σκουριά, το δέρμα κάτω απ’ το ρούχο.
Γιατί τα πρόσωπα της ιστορίας μας είν’ εντελώς φανταστικά 
Οι περιπέτειές τους αδιάφορες για την Ιστορία
Ούτε καν ίχνη σβησμένων ονομάτων για τους οπωσδήποτε επιζήσαντες.

Κατέβασε τις Μεγάλες Κουρτίνες, φράξε όσο είναι καιρός 
Τις μυστικές ρωγμές των στίχων, μ’ ένα χαμόγελο και συ
Υποδέξου, αγνός, τη χαρούμενη καινούργια ημέρα.

Έλα Γιώργο — βάλε στη θήκη το μαχαίρι.



Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχη 34-35 (1965).

Δεν υπάρχουν σχόλια: