27 Οκτωβρίου 2021

Ξένα γόνατα [Ντίνος Χριστιανόπουλος]

ΔΙΧΩΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ

Το απόγευμα τραβήξαμε κατά το εκκλησάκι 
και μου ‘παίξε ακορντεόν. Ήταν πολύ ωραία, 
και το λιβάδι ήσυχο, μες στη λιακάδα.
Το πρόσωπό του είχε αγλαϊστεί
από τον ήλιο και τη μουσική
και φάνταζε τόσο αγνός, που ντράπηκα 
γιατί είχα ακόμα φαντασία κι αισθήσεις. 

Έτσι, Θεέ μου, σκέφτηκα, να γίνονταν
πριν από τη στιγμή εκείνη: ένα τραγούδι 
να σβήνει αργά - αργά στη φυσαρμόνικα
σα μια νεανική αγνότητα που φεύγει...


ΤΥΨΕΙΣ

όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες —
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδι και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξαγρυπνισμένη και χλομή


ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ

μες στην απελπισμένη έξαψή μου 
μην είσαι τόσο αδυσώπητος μαζί μου 
δείξε μου αγάπη έστω κι από συμπόνια 
όταν τα χείλη δε μπορούν να ειρωνευτούνε
όταν τα χέρια δε βαστιούνται άλλο πιά.


ΟΡΑΜΑ ΓΛΥΚΟ

Τα βράδια όταν ξεκόβω από τους φίλους 
κι οι γειτονιές της νύχτας με τραβούνε
ξάφνου αναδύεται μέσα μου η μορφή σου
όταν απ’ τις ασκήσεις κουρασμένος 
στα σύρματα του Κέντρου ακουμπάς
και βλέπεις κατά το βοριά με νοσταλγία

έρχεσαι τότε και, με παίρνεις απ’ το χέρι
απ’ τη συναλλαγή της νύχτας με τραβάς
και στους καλούς φίλους με φέρνεις πάλι
στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας 
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας
ψυχή μου άρχισες και συ να ξεθαρρεύεις 
όλο και πιο πολύ· κι άρχισες να ‘χεις 
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια 
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους 
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς, 
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις 
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις 
με μια πυρακτωμένη φαντασία 
μ’ ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης

ώριμη πια, ώριμη πια για το χαμό



Πηγή: Λογοτεχνικό Περιοδικό Ενδοχώρα, Τεύχη 32-33 (1965).

Δεν υπάρχουν σχόλια: