27 Νοεμβρίου 2021

Δύο ποιήματα τού Alun Lewis σε μετάφραση Κλείτος Κύρου και παρουσίαση του από τον μεταφραστή.

Ο Άλαν Λούις ήταν Ουαλός και γεννήθηκε στα 1915. Συνεχίζει την παράδοση του Ώντεν, αλλά σ’ έναν κόσμο όπου τα κοινωνικά προβλήματα είναι πιο περίπλοκα κι ο ίδιος υποτάσσεται — δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά — στις περιπέτειες και στην πειθαρχία του στρατού. Η ποίηση του Λούις είναι πάντα ευκολονόητη, πάντα διανοητική, αλλά μιλάει κυρίως για ιδιωτικές και όχι για δημόσιες υποθέσεις. Όπως ο Σίντνεϊ Κιζ, έτσι κι ο Λούις θα δεχτεί σημαντικές επιδράσεις από τον Ρίλκε και από τον Έντουαρ Τόμας, τον λυρικό εγγλέζο ποιητή (κάτι ανάλογο με τον δικό μας Τέλλο Άγρα) που σκοτώθηκε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μολονότι μισούσε τον πόλεμο, δεν είχε ωστόσο καμιά αμφιβολία για την τελική του έκβαση. Ποτέ, λ.χ., δεν υπήρξε αντιδραστικός ειρηνόφιλος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήταν δάσκαλος σ’ ένα σχολείο της Νότιας Ουαλίας όπου είχε για μαθητές τα παιδιά των ανθρακωρύχων της περιοχής. Παράτησε αμέσως τη δουλειά του και παρουσιάσθηκε εθελοντής από τους πρώτους, γιατί πίστευε ότι έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αντίκριζε τον πόλεμο σαν μια αναπόφευκτη πάλη με το φασισμό, που είχε σαν επακόλουθο την πνευματική ανελευθερία και την υλική ωμότητα. Στο διάστημα που βρισκόταν ακόμη στην Αγγλία, πρόλαβε να τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Η αυγή των βομβαρδιστικών» (1942) καθώς και τη μοναδική του συλλογή διηγημάτων «Η τελευταία επιθεώρηση» (1942). Μετά το θάνατό του, το Μάρτη του 1944 στη Βούρμα, τυπώθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Γέλωτες εν μέσω σαλπίγγων» (ό τίτλος παρμένος από τον «Ιώβ»). Ο Λούις είχε ένα ζωηρό συναίσθημα πως δεν θα γύριζε πίσω. Στην παρουσία του θανάτου άλλωστε χρωστάει και η  ποίησή του την πληρότητά της. Πίστευε σ’ έναν καλύτερο κόσμο, σε μια θριαμβική αυγή που θα έδιωχνε οριστικά τα φοβερά σκοτάδια του πολέμου:
... και στο σκοτάδι τα ευαίσθητα τυφλά χέρια 
πλάθουν την καυτή πίσσα της νύχτας 
σ’ όμορφες ζωγραφιές αυγής...
Τα δύο ποιήματα που δημοσιεύονται, ανήκουν στη συλλογή «Η αυγή των βομβαρδιστικών». Το κλασσικό πια «Έβρεχε ολημερίς» αναφέρεται στο ραδιοφωνικό πόλεμο του 1939-40, όπως ονομάστηκε, γιατί γινότανε με ραδιοφωνικές εκπομπές κι όχι με μάχες. Την εποχή εκείνη ο στρατός στην Αγγλία στρατοπέδευε στην ύπαιθρο βαριεστισμένος και απελπισμένος με την απραξία του, κι ο διανοούμενος που είχε στρατευθεί δεν έβρισκε καμιά διέξοδο στην πλήξη του.


Έβρεχε ολημερίς...

Έβρεχε ολημερίς, κι εμείς στην άκρη του βάλτου
Ξαπλώναμε στ’ αντίσκηνα, κατσούφηδες κι ανόρεχτοι σαν τους χωριάτες,
Μουσαμάδες και κουβέρτες απλωμένες στο λασπωμένο χώμα 
Κι από το πρώτο σκυθρωπό εγερτήριο δε βρήκαμε
Κανένα καταφύγιο απ’ τη λεπτή βροχή που ακροβολίζονταν 
Κι από τον άνεμο που φούσκωνε και πλατάγιζε τη λινάτσα 
Κι απ’ τα υγρά τεντωμένα σχοινιά που τρίβονταν και τριζοκοπούσαν.
Γλιστρούσε ολημερίς η βροχή, κύμα και όνειρο και καταχνιά, 
Μουσκεύοντας τα σπάρτα και τα ρείκια, ένας χείμαρρος αραχνοΰφαντος
Πολύ ανάλαφρος για να σαλέψει τα βαλανίδια που καθώς τ’ άρπαζε
Απότομα ο γαρμπής από τις θήκες τους, κροτάλιζαν
Πάνω στο αντίσκηνο και στ’ ανυψωμένα ονειροπόλα μας πρόσωπα.
Κι εμείς τανυζόμασταν, λύνοντας τις τιράντες μας,
Καπνίζοντας ένα Γούντμπαϊν, πλέκοντας βρομόλογα, 
Διαβάζοντας τα κυριακάτικα φύλλα — είδα και μιαν αλεπού 
Και το σημείωσα στην κάρτα που έγραψα βιαστικά στους δικούς μου· —
Κουβεντιάζαμε για κορίτσια και για μπόμπες που θα ρίχναμε στη Ρώμη,
Και συλλογιζόμασταν τους ήρεμους νεκρούς και τις ηχηρές διασημότητες
Που μας εξωθούσαν στη σφαγή, και τα κοπάδια με τους πρόσφυγες·
— Κι ωστόσο τους συλλογιζόμασταν άτονα, βαρύθυμα, σχεδόν αδιάφορα
Όπως τους εαυτούς μας, ή όπως εκείνους
Που χρόνια αγαπήσαμε, και που ξανά
Θ’ αγαπήσουμε μπορεί και αύριο· μα τώρα είναι η βροχή 
Που μας κατέχει ολότελα, το σούρουπο και η βροχή.

Και δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο που να μ’ ευχαριστεί πιο πολύ 
Από τα παιδιά που έβλεπα το Σάββατο στο δάσος 
Τινάζοντας φλογάτα κάστανα για τα χαρούμενα παιχνίδια του σχολειού,
Ή από το μαλλιαρό καρτερικό σκυλί που με ακολουθούσε 
Στο Σιτ και Στιπ κι επάνω ψηλά στο δασωμένο λιθοσωρό 
Μέχρι το Σόουλντερ ο Μάττον όπου ο Έντουαρ Τόμας ώρες βυθίζονταν σε ρεμβασμούς
Για το θάνατο και για την ομορφιά — ώσπου ένα βόλι τού σταμάτησε το τραγούδι.


Οι νικημένοι
«Πιο γρήγορα θα ξοδευτεί το αίμα του μέχρι να πάει στου γάμου 
το γιορτάσι. Θα λείψει η αμάχη ανάμεσα σε σένα και σε μένα· 
κάλλιο για σε θα κάνω, να σε παινέσω με τραγούδι».
(Ουαλικό ποίημα, 7ος-8ος αιώνας)

Η παληκαριά μας είναι μύθος παλιός. 
Αφήσαμε τη γη των γονιών μας.
Η μοίρα ήταν ο εχθρός μας.

Ο κόσμος ήταν μες στα χέρια μας
Και τον πετάξαμε σα μια δεκάρα
Που ήταν ανώφελο να την κρατάς.

Πιότερη αγάπη δεν ξανάγινε
Σιμά στον Τίγρη και τον Ευφράτη
Απ’ όση στην περήφανη μας χώρα.

Φυλαχτό μας ήταν ο έρωτας.
Πάνω στη μάχη μάς ετύφλωσε
Των γυναικών ο θρήνος.

Οι λαβωματιές μας στράγγισαν,
Μέσα τους σπαρταρούν σκουλήκια·
Χύθηκε όλος ο σπόρος ο γοργός...

Αχ! Μαύροι εμείς που η λαχτάρα μας για ζωή 
Ήταν μια πράσινη στα μάτια μας σχισμή 
Κι είμαστε στο σκοτάδι μας σοφοί,

Δόξα, τιμές και λεβεντιά ξεχνώντας
Μες στο σκοτάδι αυτό απ’ όπου ήρθαμε.


Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού. Τεύχος 5 (1974).

Δεν υπάρχουν σχόλια: