07 Νοεμβρίου 2021

Ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου

Χερσόνησος

I

Πρώην μινώταυρος τοιχοκολλητής βάφει τη χερσόνησο 
ευθύγραμμα και κροσσωτά της πειθαρχίας 
και πράσινα του σώζοντος.
Είναι αιώνας που βυθίζεται μες στο θαλάμι
και δε λέει να πει τον μύθο των οκτώ.
Αν έκοβε δεξιά τρία καρτίνια μπουνεντογάρμπη 
ίσα στη μοναξιά 
αν η σιωπή...

περιστρεφόταν εκτενής στους λεμφαδένες 
ο παλιόκαιρος...

II

Την ίδια ώρα το πλευρό μου ανατινάχτηκε
ζήτημα προέκτασης.
Μην πεις πως είναι αυτό ηλιοτρόπιο
μην πεις εκείνα τα ρωμαϊκά:
λόγχη πλευρό νερό και αίμα και τ’ άλλα τοξικά της Ιουδαίας. 
Που απ’ την οπή πετάχτηκαν στρουθιά να μην το πεις 
για τη ροή και το ρυθμό της τάχα ανάπαιστος 
ίαμβος τροχαίος δημόσιος κατήγορος
μη λες μη λες μη λες
μέτρα μόνο το που σε μετράνε
και που μια μέρα πού θα πάει
θα μετρηθούμε για καλά ανάμεσα σ’ ερπύστριες·
ω φωνή μου αφίσα εναντιωμένη
κανελί κορίτσι, πού είσαι τώρα ρείθρο
πού αγορίστικο τετράδιο με ανηφόρες;

μόνο έντομα ανοικτίρμονα και το πλευρό μου
σημάδι των εφήβων
έρημο να χαίνει στη μεθόριο
να σημαίνει ανάμεσα σε κόκαλα
πάλι μόλυβδος κωδωνοκρούστης.

III

Πλαταγίζοντας σημαίες η μερίδα σου του άνεμου 
ρωτά ποιος θάνατος
κεντά στο πέτο μας τρία γαλάζια κυπαρίσσια 
τη θάλασσα μια μπόλια μαύρη 
γύρω στη χερσόνησο...


Περίληψη Οδύσσειας

Το άλλο πιο γιαννιώτικο πιο λεπτοδουλεμένο
έλεγα περίτεχνο πως θ’ άναβε κατάστηθα της ώχρας 
σαν εικονομάχος.
Πάνω σ’ αυτό σπάνε με το σεισμό οι ουσίες
κι ορμούνε τα νέα ονόματα: γιαλός γυαλί αλίαρτος.
Οι κουπολάτες ρεμάλια λαιστρυγόνων
τις ξέρει πούθε μιλημένοι του χαμού χύνουνται του ναύκληρου, 
σε λίγο γύφτικα καρφιά πλάι στα μηλίγγια του οι κάργιες· 
όσο να λύσουν τις πριμάτσες πουλάνε τ’ αζιμούθια 
δίχως εντόσθια σε Φοίνικες...

κι ο άλλος, τι κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής 
τι φτυσικός και τι αμίλητος 
ακόμη του λαέρτη γιος
για ένα νησί τα μάτια του πικρά τού απήγανου
για κάτι, άπιαστο του νου που λέει
δεν έπεσε με κουρσεμούς
ούτε με Τροίες και με Πρίαμους
και φεύγει
κατά που μήτε Αχαιοί μήτε κουπιά
πορεία ή γλάρος.


Τροχιά

Τώρα μέσ’ απ’ το στήθος μου περνάς με ανοίγματα ερημιάς 
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μέσ’ από κοφίνια που τα ξεπάτωσε η σιωπή 
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους τόπους.
Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία και του τέσσερα 
χρεώθηκα βροχές, το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα 
και μια γονυκλισία, μέρες του Ακάθιστου,
να μην είναι θάνατος ούτε ενωμοτία του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.

Έτσι, θα περιμένεις Μάη Ιούλιο ίσως και Αύγουστο 
κάνα δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και βάλε 
μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη τής δημιουργίας.


Perfecta

Φιγούρα πλάι στον άνεμο με δυο θανάσιμα φεγγάρια:
το που στέγαζες πράγματα
ύστερα που πάλι πράγματα
κι ύστερα που προχώρησες μέσα στα πράγματα
και που σαν έφτασες ως τους πυρήνες
δεν είχες άλλη κβάντωση.
Θυμόσουν μόνο τα χειρόκτια τα Επιφάνια 
την παρθένο αντιλόπη χαμένη μες στους πάγους 
κι εκείνο το χαμόγελο στο φεγγίτη του μουσείου 
σαν ειρωνική ημισέληνος, ποτέ αφή.

Ύστερα — είναι κι αυτός ο χρόνος βλέπεις
που χώνεται στα πόδια μας —
άνοιξε η τρύπα στα ύφαλα
το μέγιστο ναυάγιο πολτώδες
σαν το  ε δ ώ  και σαν το  τ ώ ρ α  των αρχιερέων...

πότε με τέτοια τελειότητα και πού
δοθήκανε στις μνήμες οι λεμβούχοι;


Πηγή: Δοκιμασία – περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού – τεύχος 1 (1973). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: