Η καταιγίδα πέρασε. Λίγοι έχουμε επιζήσει.
Στο προσκλητήριο της φιλίας πολλά τα «απών».
Στον τόπο τον ορφανεμένο έχω γυρίσει
απ’ όπου λείπω χρόνια οχτώ.
Ποιόν να φωνάξω για να μοιραστώ τη θλιβερή
χαρά, που ζωντανός ακόμα μένω;
Εδώ κι ο μύλος είναι ξύλινο πουλί
με ένα φτερό μονάχα, με το μάτι του κλεισμένο.
Εδώ κανένας δε με βλέπει σαν γνωστό
κι όσοι με μελετάγαν με ξεχάσαν — πάνε χρόνοι.
Κι όπου το σπίτι μου έστεκε το πατρικό
η στάχτη τώρα κείται και του δρόμου η σκόνη.
Μα συνεχίζεται η ζωή.
Ολόγυρά μου — κι ο καθένας βιαστικός —
διαβαίνουν πρόσωπα και νέων και γέρων, μπρος και πίσω,
όμως κανείς να βγάλω το καπέλο, να τον χαιρετήσω
κι άσυλο πια δε βρίσκω εδώ στα μάτια κανενός.
Κι ως σμήνος μέσα απ’ το μυαλό μου οι σκέψεις τρέχουν:
Τι είναι η πατρίδα;
Ενύπνια τάχα; Κ’ είναι δυνατόν; Μα να
όλοι σχεδόν σαν σκυθρωπό προσκυνητή με βλέπουν
ένας θεός το ξέρει από ποια μέρη μακρινά.
Έτσι φαντάζω εγώ!
Εγώ που το χωριό μου θα ακουστεί
μονάχα για έναν λόγο κι όχι γι’ άλλον:
Πώς έτυχε από μια χωριάτα εδώ να γεννηθεί
ένας ρωσότατος ποιητής και πρόξενος σκανδάλων.
Μα στην καρδιά μιλάει και λέει η λογική:
«Μην κάνεις έτσι. Ποιος σε πρόσβαλε λοιπόν; Τι δήθεν είδες;
Απλώς, ένα καινούριο φως έχουν ανάγει εκεί,
το φως μιας άλλης γενεάς μες στις καλύβες.
Άρχισες πια να φθίνεις, δε μπορείς να πεις,
άλλα τραγούδια λένε τώρα άλλοι λεβέντες.
Θα ηχήσουν πιθανόν σαν πιο ενδιαφέρουσες κουβέντες
μια και δεν έχουν μάνα το χωριό, μα ολάκερη τη γης».
Πατρίδα μου, αχ περίγελως κατάντησα εδώ χάμου.
Τα βουλιαγμένα μάγουλα φλογίζει ο πυρετός.
Η γλώσσα των συμπολιτών σαν ξένη ηχεί στ’ αυτιά μου,
μέσα στη χώρα μου είμαι σαν αλλοδαπός.
Και βλέπω,
με κυριακάτικους πολίτες του χωρίου,
η λέσχη, ως εκκλησία, να ’χει γεμίσει.
Με λόγους άπλυτους, με αδέξιες κινήσεις του χεριού
ξετάζουν κει και συζητάν τη νέα τους «ζήση».
Με νερουλό επιχρύσωμα της δύσης έχει πια πιτσιλιστεί
το γκρίζο χώμα, εκεί στων χωραφιών τα αυλάκια.
Και τα ξυπόλυτά τους πόδια, σα δαμάλες κάτω απ’ τη φραγή,
οι λεύκες έχουν χώσει μέσα στα χαντάκια.
Ένας κουτσός, με νυσταγμένα μάτια κόκκινος φαντάρος,
ζαρώνοντας το μέτωπο, πασχίζοντας να θυμηθεί,
μιλάει για τον Μπουντένυϊ, το ιππικό, το θάρρος
των κόκκινων στο Περεκόπ και νίκες ιστορεί.
«Κει στην Κριμαία... με εφ’ όπλου λόγχη... και κωλώνουν
εφτούνοι οι μπουρζουάδες... τότε εμείς...» λέει με στομφώδες ύφος.
Και τα σφεντάμια των κλαδιών τους τα μεγάλα αυτιά βουλώνουν
και αχ και βαχ στενάζουν οι γυναίκες μες στο ημίφως.
Και κατεβαίνουν από πέρα οι κομσομόλοι,
το ακορντεόν ακομπανιάρει κι οι φωνές τους ροβολάν,
τραγούδια λεν του Μέντνυϊ του Ντεμιάν
κι αντηλαλούν οι ρεματιές από γιορτή και σκόλη.
Τι χώρα!
Τι μου ‘ρθε και ύψωνα με στίχους τη φωνή μου
κι έλεγα φίλο τον λαό πως έχω γκαρδιακό;
Εδώ, δε χρησιμεύει σε κανέναν πλέον η ποίησή μου
κι ως φαίνεται κι εγώ κατάντησα άχρηστος εδώ.
Ε, τι να γίνει.
Συγχώρα με πατρίδα κι άσυλό μου εσύ.
Μου φτάνει ό,τι σου πρόσφερα. Σου δούλεψα ως μπορούσα.
Τραγούδι σήμερα ας μη λεν δικό μου. Αρκεί
που εγώ, τότε που ο τόπος μου άρρωστος κειτόταν, τραγουδούσα.
Αποδεκτά τα πάντα.
Ως είναι δέχομαι το κάθε τι.
Είμαι έτοιμος να ακολουθώ χωρίς να παρεκκλίνω.
Θα δώσω στον Οχτώβρη και στο Μάη την πάσα μου ψυχή,
μα την αγάπη μου τη λύρα μου, όχι, δεν τη δίνω.
Δε θα την παραδώσω εγώ σε χέρια ξένα
κι ας είναι μητρικά, συζυγικά τα χέρια ή φιλικά.
Τους ήχους της σε μένα μόνο εμπιστευότανε κι εμένα,
εμένα μόνο μου ‘λεγε τραγούδια τρυφερά.
Νέοι, καλή σας προκοπή! Και στο κορμί γεροδεμένοι!
Άλλη η ζωή σας, άλλη πια η δική σας επωδός.
Κι εγώ θα φτάσω στο όριο του αγνώστου μοναχός,
με την ψυχή μου την αντάρτισσα για πάντα δαμασμένη.
Μα κι όταν
απ’ τον πλανήτη αυτόν θα ’χει χαθεί
η έχθρα των φυλών και θα ’χει λείψει
το ψέμα κι η μελαγχολία,
εγώ και πάλι θα ανυμνώ,
με ολάκερη την ύπαρξή μου του ποιητή
της γης το εν έκτο
με το όνομα το ολιγοσύλλαβο «Ρωσία».
Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού - Τεύχος 2 (1973).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου