17 Ιανουαρίου 2024

Untitled Poems III & IV [Zakaria Mohammed]

III.

People are asses. I hang bells from their necks so they can sing to me while I recline on a rock.
People are fools. I’ll hang them up in the wardrobe like winter clothes.
May’s barley is about to ripen. Each stalk has lined up its seeds in orderly fashion so they can stand at the gate of heaven.
I can line up words without meaning.
I can create meaning from nothingness.
I tie a horse near the barley and meaning overflows.
Meaning is orderliness.
Meaning is coincidence.
Meaning is a beast of burden hauling watermelons.
If only I could line things up like a stalk of barley does.
Barley takes its own life in May, and wheat opens its mute mouth in June.
My time is the end of August.
At the end of August, my trigger snaps.
Oh, if only I could live in a glass of water; my roots white, my hair green, and the sun my only god.
I have one song I keep repeating. I have one great lie I’ve attached to the ceiling with tape, so that the flies of truth will stick to it.
My head is huge like a balloon. My hand is a destitute star, the knife is a painful simplicity I do not possess, and when I arrive at meaning, it is lost to me.
 
Οι άνθρωποι είναι γαϊδούρια. Κρεμάω στο λαιμό τους κουδούνια για να μου τραγουδούν ενόσω ξαπλώνω πάνω σ’ ένα βράχο.
Οι άνθρωποι είναι ανόητοι. Θα τους κρεμάσω στην ντουλάπα σα χειμωνιάτικα ρούχα.
Το μαγιάτικο κριθάρι κοντεύει να ωριμάσει. Κάθε μίσχος έχει στοιχίσει τούς σπόρους του με τάξη ώστε να μπορούνε να σταθούνε στην πύλη τού ουρανού.
Μπορώ να στοιχίζω χωρίς νόημα.
Μπορώ να δημιουργώ νόημα απ’ το τίποτα.
Δένω ένα άλογο κοντά στο κριθάρι και το νόημα ξεχειλίζει.
Το νόημα είναι τακτοποίηση.
Το νόημα είναι σύμπτωση.
Το νόημα είναι ένα κτήνος, ένα μεταφερόμενο φορτίο καρπούζια.
Μακάρι να μπορούσα να στοιχίσω τα πράγματα όπως ένα κοτσάνι κριθαριού.
Το κριθάρι αυτοκτονεί τον Μάη και το σιτάρι ανοίγει το βουβό του στόμα τον Ιούνη.
Η ώρα μου είναι στα τέλη Αυγούστου.*
Στα τέλη Αυγούστου, η σκανδάλη μου τραβιέται.
Ω, μακάρι να μπορούσα να ζήσω σ’ ένα ποτήρι νερό• με λευκές ρίζες, με πράσινα μαλλιά και τον ήλιο μοναδικό μου θεό.
Έχω ένα τραγούδι που συνεχώς επαναλαμβάνω. Έχω ένα υπέροχο ψέμα κολλημένο στο ταβάνι με ταινία για να κολλήσουνε πάνω του οι μύγες τής αλήθειας.
Το κεφάλι μου είναι τεράστιο σα μπαλόνι. Το χέρι μου είν’ ένα φτωχό αστέρι, το μαχαίρι είναι μια απλότητα οδυνηρή, που δεν κατέχω, κι όταν φτάνω στο νόημα, έχει χαθεί για μένα.

IV.

He was crying, so I took his hand to steady him and to wipe away his tears.
I told him as sorrow choked me: I promise you that justice will prevail in the end, and that peace will come soon.
I was lying to him, of course. I know that justice won’t prevail and peace won’t come soon, but I had to stop his tears.
I had this false notion that says, if we can, by some sleight of hand, stop the river of tears, everything would proceed in a reasonable manner.
Then, things would be accepted as they are. Cruelty and justice would graze together in the field, god would be satan’s brother, and the victim would be his killer’s beloved.
But there is no way to stop the tears. They constantly pour out like a flood and ruin the lying ceremony of peace.
And for this, for tears’ bitter obstinance, let the eye be consecrated as the truest saint on the face of the earth.
It is not poetry’s job to wipe away tears.
Poetry should dig a trench where they can overflow and drown the universe.

Έκλαιγε κι έτσι του ‘πιασα το χέρι να τον σταθεροποιήσω και να σκουπίσω τα δάκρυα του.
Του ‘πα καθώς μ’ έπνιγε η λύπη: Σου υπόσχομαι πως τελικά θα επικρατήσει η δικαιοσύνη και πως σύντομα θα ‘ρθει ειρήνη.
Του ‘λεγα ψέματα, φυσικά. Γνωρίζω πως η δικαιοσύνη δεν θα επικρατήσει κι η ειρήνη δεν θα ‘ρθει σύντομα, αλλά έπρεπε να σταματήσω τα δάκρυά του.
Είχα τη λανθασμένη αυτή ιδέα που λέει πως, αν μπορούσαμε, με τρόπο ταχυδακτυλουργικό, να σταματήσουμε τον ποταμό των δακρύων, όλα θα προχωρούσανε με τρόπο λογικό.
Τότε, τα πράγματα θα γινόντουσαν αποδεκτά ως έχουν. Η σκληρότητα κι η δικαιοσύνη θα βοσκούσανε μαζί στο χωράφι, ο θεός θα γινόταν αδελφός τού σατανά κι ο δολοφόνος θ’ αγαπούσε το θύμα του.
Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσουνε τα δάκρυα. Αναβλύζουνε διαρκώς και ξεχύνονται σαν πλημμύρα και χαλάνε την ψεύτικη τελετή τής ειρήνης.
Κι έτσι, για τα πικρά δάκρυα, που επιμένουν, ας καθαγιαστεί το μάτι ως ο πιο αληθινός άγιος στο πρόσωπο τής γης.
Δεν είναι δουλειά τής ποίησης να σκουπίζει τα δάκρυα.
Η ποίηση πρέπει να σκάψει μια τάφρο όπου μπορούνε να ξεχειλίζουνε και να πνίξουνε το σύμπαν.


Ο Zakaria Mohammed, 1951 – 2 Αυγούστου 2023 (*τι ειρωνεία πάντως!), ήτανε ποιητής από τη Παλαιστίνη, δημοσιογράφος, εκδότης και ερευνητής ειδικευμένος στην ιστορία τής αραβικής χερσονήσου προτού επικρατήσει το Ισλάμ. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές, συμπεριλαμβανομένης τής υπό έκδοση συλλογής «The Crow’s Date». Έργα του έχουνε μεταφραστεί στα αγγλικά και τα κορεάτικα. Κατάγεται από την πόλη Ναμπλούς, η οποία βρίσκεται στη βόρεια μεριά τής Δυτικής Όχθης. Το 1994, μετά από 25 χρόνια εξορίας, επέστρεψε στην Παλαιστίνη και έζησε στην πόλη Ραμάλα, στη Δυτική Όχθη. Το 2020 κέρδισε το βραβείο «Mahmoud Darwish for Culture and Creativity».


Πηγή ποιημάτων: thebaffler.com - Poems from Palestine. 
Για τον Zakaria Mohammed: thebaffler.compoetryfoundation.org και arablit.org.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: