24 Ιουλίου 2024

[στην αρχαία Κερύνεια, 23.07.2024] - μέρος ΙΙ


Τη διαδρομή προς τα ερείπια τού δωρικού Ιερού:



















-πίσω από τη θάλασσα αμπελιών, στο βάθος, ο δυτικός κορινθιακός κόλπος και στα όρια τού ορίζοντα οι ακτές τής Φωκίδας:


















---




















Τη θέση του ως ανωτέρω Ιερού:





















Το χωματόδρομο, βόρεια τού μονοπατιού που ανέβηκα, μέσω του οποίου επέστρεψα (στην πρώτη, στο βάθος, προς τα αριστερά στην εικόνα διακρίνεται η Ζήρεια ενώ προς τα δεξιά τα Αροάνια όρη - στην τελευταία διακρίνεται η πόλη του Αιγίου και δυτικά της η Ροδοδάφνη, τα Σελιανίτικα, ο Λόγκος κ.λπ.):




  














---

Αρχαία Κερύνεια

Μια εγχάρακτη πινακίδα με το όνομα «Καρυν»-αίων που βρέθηκε το 1974 κοντά στο σημερινό χωριό Μαμουσιά Αχαΐας μαρτύρησε την ύπαρξή της αρχαίας Κερύνειας, επιβεβαιώνοντας τη θέση της και δίνοντας απάντηση στο αίνιγμα που απασχολούσε για χρόνια τους αρχαιολόγους.
Η ανακάλυψη της χαμένης πόλης αποτελεί πολύτιμο παράθυρο στον αχαϊκό πολιτισμό αφού αποκαλύπτει μυστικά της ιστορίας και της ταυτότητάς της περιοχής. Ανάμεσα στον θρύλο και την αλήθεια η αρχαία πολιτεία που άκμασε κατά το παρελθόν αποτελεί επίσης άλλο ένα σύμβολο της Αχαΐας και συνεχίζει να συναρπάζει.
Η αρχαία πόλη, που αποτελούσε και την ακρόπολη της Ελίκης, ισοπεδώθηκε από έναν καταστροφικό σεισμό το χειμώνα του 373 π.Χ. Τα ερείπια της αποκαλύπτονται βόρεια του χωριού Μαμουσιά, ανάμεσα στις κοιλάδες των ποταμών Κερυνίτη και Βουραϊκού. Σχετική σήμανση θα σας οδηγήσει στον αρχαιολογικό χώρο. Στο ύψωμα Βουνί, ανάμεσα σε δύο βαθιές χαράδρες, απλώνεται η αρχαία πόλη. Η θέση της είναι οχυρή αφού προστατεύεται από απότομους γκρεμούς στη βόρεια, ανατολική και δυτική πλευρά της.
Στους πρόποδες του υψώματος θα συναντήσετε πρώτα σημαντικό ταφικό μνημείο (Hρώο) του 3ου αι. π.Χ. Στο λόφο δίπλα στο Ηρώο σώζονται κατάλοιπα του τείχους, το αρχαίο θέατρο (από το οποίο σώζεται τμήμα του τοίχου της σκηνής και η δεξιά πάροδος), λείψανα δημόσιων κτιρίων και οικιών και μία κρήνη στην είσοδο της πόλης στη θέση Παλιόμυλος. Σε απόσταση 900 μ. βορειοανατολικά της οχυρωμένης πόλης, στη θέση Προφήτης Ηλίας, έχουν βρεθεί τα κατάλοιπα ιερού .
Το σύνολο των αρχαίων αντικειμένων που έχουν βρεθεί στην Αρχαία Κερύνεια εκτίθεται στο Μουσείο Αιγίου.



Ελίκη (αρχαία πόλη)

Η Ελίκη ήταν αρχαία Ελληνική πόλη στην Αχαΐα που όπως πιστεύανε πολλούς αιώνες βυθίστηκε στον Κορινθιακό κόλπο από ισχυρό σεισμό και τσουνάμι (373 π.Χ.). Οι τελευταίες έρευνες ωστόσο ανακάλυψαν ότι είχε βυθιστεί σε μια εσωτερική λιμνοθάλασσα μέσα στο Αχαϊκό έδαφος. Βρισκόταν 40 Στάδια (7,4 χλμ) από το Αίγιο και 12 Στάδια (2,2 χλμ) από τη θάλασσα, πολύ κοντά στη σημερινή πόλη Βούρα η οποία ανήκε επίσης στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Στις προσπάθειές του να προστατέψει την περιοχή από μεγαλύτερες καταστροφές το WMF τοποθέτησε την Ελίκη στον κατάλογο με τις «100 περισσότερο απειλούμενες περιοχές του πλανήτη».

Ίδρυση
Το όνομα της το οφείλει στη βασίλισσα Ελίκη, κόρη του Σελινούντα και γυναίκα του Ίωνα. Ο Ίωνας κληρονόμησε την περιοχή από τον πεθερό του, ίδρυσε την πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του. Μετά την Κάθοδο των Δωριέων στην Αιγιάλεια, οι Ίωνες κάτοικοι της Ελίκης εκτοπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αττική. Έτσι, στην περιοχή αυτή κυριάρχησαν οι Αχαιοί και μάλιστα χτίστηκαν δώδεκα πόλεις στις ίδιες ακριβώς περιοχές που κατοικούσαν προηγουμένως οι Ίωνες. Η Ελίκη ιδρύθηκε την Εποχή του Ορείχαλκου και έγινε σύντομα η μεγαλύτερη πόλη στην Αχαΐα, ο Όμηρος γράφει ότι συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο στο πλευρό του Αγαμέμνονα. Όταν οι Αχαιοί κατέλαβαν την Τροία η Ελίκη δημιούργησε την «Αχαϊκή Δωδεκάπολη», περιείχε 12 πόλεις γύρω από το σημερινό Αίγιο. Έγινε το σημαντικότερο πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και έκοψε τα δικά της νομίσματα.
Μετά την κάθοδο των Δωριέων, στην περιοχή καταφτάνουν ο Τισαμενός ο Λακεδαιμόνιος με Λακεδαιμόνιους, διωγμένους από τη Λακωνία και το Άργος από τον Αριστόδημο. Στους Λακεδαιμόνιους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στην περιοχή και στην πόλη, αλλά η συγκατοίκηση δεν κράτησε πολύ, οι δύο πλευρές ήρθαν σε πολεμική αντιπαράθεση με νικητές τους Αχαιούς. Τα ευρήματα από την Ελίκη περιορίζονται μόνο σε χάλκινα νομίσματα του 5ου αιώνα π.χ. που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Μπόντε στο Βερολίνο. Τα νομίσματα περιέχουν στην μπροστινή όψη την κεφαλή του Ποσειδώνα ιδρυτή και πολιούχου της πόλης με τα ελληνικά γράμματα ΕΛΙΚ και στην όπισθεν την τρίαινα με δελφίνια. Αναφέρεται (Παυσανίας «Αχαϊκά»), ότι υπήρχε μεγαλοπρεπέστατος ναός και άγαλμα σε υπερφυσικές αναλογίες, αφιερωμένο στον Θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα. Η Ελίκη ίδρυσε σημαντικές αποικίες όπως η Πριήνη στη Μικρά Ασία και η Σύβαρις στη νότια Ιταλία. Ο Πανελλήνιος ναός του Ελικώνιου Ποσειδώνα ήταν το σπουδαιότερο λατρευτικό κέντρο του θεού στην αρχαιότητα και το δεύτερο θρησκευτικό ιερό μετά τους Δελφούς.

Ο καταποντισμός
Η πόλη καταστράφηκε από σεισμό όταν άρχων επώνυμος στην Αρχαία Αθήνα ήταν ο Αστείος κατά το τέταρτο έτος της εικοστής πρώτης Ολυμπιάδας, κατά την οποία ο Δάμων ο Θούριος είχε κερδίσει την πρώτη του νίκη (χειμώνας 373 π.X.), μαζί με τη γειτονική Βούρα. Η καταστροφή της πόλης έγινε μία χειμερινή νύχτα περίπου δύο χρόνια πριν από τη Μάχη των Λεύκτρων. Πολλά σοβαρά γεγονότα προειδοποίησαν για την τεράστια καταστροφή, εμφανίστηκαν «γιγαντιαίες στήλες φωτιάς» και πέντε μέρες πριν την καταστροφή όλα τα ζώα και τα έντομα της πόλης έφυγαν για την Ακρόπολη Κερύνεια. Η πόλη και μία έκταση 12 σταδίων βυθίστηκε από τον σεισμό και καλύφτηκε από τη θάλασσα, όλοι οι κάτοικοι σκοτώθηκαν, υπήρχαν μονάχα κάποιες οροφές από ψηλά κτίσματα που διακρίνονταν μέσα στη θάλασσα. Πέντε πλοία από την Αρχαία Σπάρτη που είχαν αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Ελίκης παρασύρθηκαν και βυθίστηκαν μαζί της. Οι Αχαιοί έστειλαν 2.000 άνδρες να ανασύρουν από τον βυθό τα ανθρώπινα σώματα αλλά δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν ούτε έναν νεκρό. Το Αίγιο ιδρύθηκε κατόπιν σε πολύ κοντινή απόσταση για να την αντικαταστήσει. Η πόλη καταστράφηκε από την οργή του θεού Ποσειδώνα επειδή οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν στους απεσταλμένους της αποικίας της Ελίκης στην Ασία το άγαλμα του θεού ή κάποιο αντίγραφο του. Μερικοί συγγραφείς σημειώνουν ότι οι κάτοικοι της Ελίκης και των Βούρων τους θανάτωσαν.

Αρχαίες αναφορές
Ο φιλόσοφος Ερατοσθένης ο Κυρηναίος επισκέφτηκε την περιοχή 150 χρόνια μετά την καταστροφή της, ανέφερε ότι το βυθισμένο τεράστιο χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα «με τον ιππόκαμπο στο χέρι» ήταν επικίνδυνο για τα δίχτυα των ψαράδων. Ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφτηκε μια παραλιακή ακτή με το όνομα Ελίκη επτά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το Αίγιο (174 π.Χ.), διέκρινε στον βυθό τα τείχη μιας πόλης αλλά ήταν διαβρωμένα από το αλάτι. Για πολλούς αιώνες τουρίστες από ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επισκέφτηκαν την περιοχή για να θαυμάσουν τα βυθισμένα ερείπια, η λιμνοθάλασσα καλύφτηκε πιθανότατα στη συνέχεια με τα ιζήματα των ποταμών, η πόλη δεν φαινόταν μέσα στα νερά και ξεχάστηκε.
Ο Αδαλβέρτος Τζιοβαννίνι έγραψε ότι ο καταποντισμός της Ελίκης έδωσε στον Πλάτων την ιδέα να γράψει το έργο του Ατλαντίδα. Πολλοί διάσημοι περιηγητές και αρχαίοι συγγραφείς επισκέφτηκαν τα βυθισμένα ερείπια όπως οι Έλληνες Στράβων, Παυσανίας, Διόδωρος Σικελιώτης και οι Ρωμαίοι Κλαύδιος Αιλιανός και Οβίδιος. Τον 19ο αιώνα συνέβη στην περιοχή παρόμοιος σεισμός και τσουνάμι με τον οποίο βυθίστηκε η Ελίκη, λίγο πριν τον σεισμό ακούστηκε μία έκρηξη που θύμιζε εκπυρσοκρότηση κανονιού. Τα νερά από το τσουνάμι βύθισαν προσωρινά την παλιά πόλη του Αιγίου Βοστίτσα και στη συνέχεια αποτραβήχτηκαν στην κανονική τους στάθμη, σκοτώθηκαν 65 άνθρωποι, ισοπεδώθηκαν τα 2/3 των κτιρίων και πέντε χωριά στην πεδιάδα (23 Απριλίου 1817).

Σύγχρονες αναζητήσεις
Η βυθισμένη πόλη της Ελίκης έγινε ο πιο διάσημος προορισμός όλων των επιστημόνων που ασχολήθηκαν με την υποβρύχια αρχαιολογία, αμέτρητοι ιστορικοί, αρχαιολόγοι, συγγραφείς έχουν γράψει βιβλία, σημειώθηκαν πολλές διαφωνίες σχετικά με την θέση της. Ο Γάλλος αρχαιολόγος και διπλωμάτης Φρανσουά Πουκεβίλ έγραψε το έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» (1826). Ο Γερμανός αρχαιολόγος και ιστορικός Ερνέστος Κούρτιος έγραψε ένα έργο σχετικά με τη θέση της Ελίκης (1851). Ο Διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Ιούλιος Σμιτ έγραψε μια μελέτη (1879) στην οποία έκανε σύγκριση ανάμεσα στον μεγάλο σεισμό που σημειώθηκε στο Αίγιο (28 Δεκεμβρίου 1861) με τον σεισμό που καταποντίστηκε η Ελίκη. Ο Δήμαρχος του Αιγίου Σπύρος Παναγιωτόπουλος έγραψε μία μελέτη σχετικά με την αρχαία πόλη (1883) και ο Έλληνας συγγραφέας Π. Ξυνόπουλος έγραψε το έργο «Η πόλη του Αιγείου μέσω των αιώνων» (1912). Με το θέμα ασχολήθηκε επίσης ο Άγγλος ιστορικός και αξιωματικός Στάνλεϋ Κάσσον που υπηρέτησε στην Ελλάδα (1939).
Άλλοι σημαντικοί αρχαιολόγοι που ασχολήθηκαν με το θέμα ήταν ο Γερμανός αρχαιολόγος Γκέοργκ Κάρο (1948), ο Γερμανός Γεωλόγος και Γεωγράφος Άλφρεντ Φίλιπσον (1950), και ο Έλληνας συγγραφέας και Ακαδημαϊκός Σπυρίδων Δοντάς (1952). Ο Έλληνας συγγραφέας Αρίστος Σταυρόπουλος δημοσιοποίησε το έργο του «Ιστορία της πόλης του Αιγείου» (1954), εργασία έκανε αντίστοιχα και ο Έλληνας καθηγητής Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος (1956). Ο διάσημος αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος (1967) έγραψε εργασίες σχετικά με την Ελίκη (1966) και την Ελίκη-Θήρα-Θήβα (1967). Ο Έλληνας συγγραφέας Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς (1962) και ο αρχαιολόγος Νίκος Παπαχατζής (1967) δημοσιοποίησαν εργασίες σχετικά με το έργο του Παυσανία ‘Ελλάδος Περιήγησις».

Σύγχρονες προσπάθειες
Ο Σπυρίδων Μαρινάτος τόνισε τις μεγάλες δυσκολίες για την ανακάλυψη της Ελίκης (1960), δήλωσε ότι είναι το κορυφαίο πρόβλημα της Ελληνικής αρχαιολογίας που θα μπορούσε να λύσει μονάχα ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Είχε πει επίσης πως όταν η πόλη βρεθεί όλα τα ευρήματα θα ανήκουν στην Κλασσική περίοδο, τότε που ο Σκόπας και ο Πραξιτέλης έφτιαχναν τα αριστουργήματά τους. Ο εφευρέτης του Σόναρ καθηγητής Χάρολντ Γιούτζιν Έντγκερτον (1903 - 1990) αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Αμερικάνο φωτορεπόρτερ Πίτερ Θροσμόρτον (1928 - 1990) για την ανακάλυψη της Ελίκης (1967), είχαν πειστεί ότι βρισκόταν στον βυθό του Κορινθιακού κόλπου. Ο Χάρολντ Γιούτζιν Έντγκερτον τελειοποίησε την ηχοβολιστική συσκευή, το Σόναρ, ακριβώς για τις ανάγκες των ερευνών του για την Ελίκη αλλά οι Ελληνικές αρχές αρνήθηκαν να του δώσουν άδεια. Ο Ζακ-Υβ Κουστώ έκανε μερικές προσπάθειες αλλά χωρίς αποτέλεσμα (1967, 1976). Στον Κορινθιακό Κόλπο και στην ευρύτερη περιοχή του Αιγίου, ο δύτης-ερευνητής Αλέξης Παπαδόπουλος μετά από επτά χρόνια έρευνας έχει ανακαλύψει μια βυθισμένη πόλη. Βρίσκεται σε βάθος 25 μ. - 45 μ. με ευρήματα όπως: τοίχους, πεσμένες στέγες, σπασμένα κεραμίδια, δρόμους, κλπ και όλα αυτά τα καταγράφει σε ένα δεκάλεπτο υποβρύχιο φιλμ ντοκουμέντο. Το περιοδικό «Αρχαιολογία» έγραψε «Σίγουρα αποτελεί μεγάλη ανακάλυψη αλλά το μυστήριο θα μπορούσε να λυθεί μονάχα με μια οργανωμένη υποβρύχια έρευνα, σε κάθε περίπτωση αποτελεί εξαιρετικό εύρημα».

Η ανακάλυψη
Η αρχαιολόγος Ντόρα Κατσωνοπούλου ίδρυσε την "Εταιρεία Φίλων Αρχαίας Ελίκης" με έδρα το Αίγιο (1983) συναντήθηκε με τον Στίβεν Σωτήρ (γεν. το 1943) Διευθυντή στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και αποφάσισαν να προχωρήσουν δυναμικά στην ανακάλυψη της βυθισμένης πόλης (1988). Τα αρχαία κείμενα περιγράφουν ότι η Ελίκη βυθίστηκε σε πορώδες έδαφος, υπέθεταν αρχικά ότι ήταν ο Κορινθιακός κόλπος όπως ήταν μέχρι τότε η κυρίαρχη γνώμη, αποφάσισαν να εξερευνήσουν τη θάλασσα γύρω από το Αίγιο. Στην αρχή, προχώρησαν σε υπερηχητική (Σόναρ) σάρωση της υποθαλάσσιας περιοχής ΝΔ του Αιγίου αλλά δεν βρέθηκε καμία βυθισμένη πόλη. Οι δύο ερευνητές σκέφτηκαν την πολύ λογικότερη εκδοχή να βυθίστηκε στην περιοχή που βρισκόταν χωρίς να μετακινηθεί στον Κορινθιακό, στη συνέχεια την κάλυψαν τα νερά από το τσουνάμι και παρέμειναν εκεί σαν μια εσωτερική λιμνοθάλασσα. Με το πέρασμα των χιλιετιών η λιμνοθάλασσα καλύφτηκε με τα ιζήματα που έφερνε ο ποταμός στις εκβολές του.
Η έρευνα ξεκίνησε στο άνω τμήμα του Δέλτα που σχηματίζεται από τις εκβολές των ποταμών Σελινούντα και Κερυνίτη (1991), ανακάλυψαν στρώματα με κεραμική σε βάθος 15 μέτρων. Οι αρχαιολόγοι σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πατρών, διεξήγαγαν Μαγνητομετρική έρευνα της περιοχής στο μέσο του Δέλτα, η οποία αποκάλυψε το περίγραμμα κτιρίου (1994). Από αυτό το σημείο ξεκίνησαν οι ανασκαφές (1995), οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2005, αποκαλύπτοντας τα ίχνη της Κλασικής και Ελληνιστικής πόλης της Ελίκης, Ρωμαϊκό δρόμο και Ρωμαϊκά και Βυζαντινά κοιμητήρια. Ανακάλυψαν επίσης προϊστορική πόλη της πρώιμης Εποχής του Ορείχαλκου (2400 π.Χ.) διατηρημένη σε πολύ καλή κατάσταση, φαίνεται να είχε την ίδια τύχη με τη μεταγενέστερη Ελληνιστική πόλη. Η πόλη βρέθηκε τελικά θαμμένη σε μιά αποξηραμένη λιμνοθάλασσα κοντά στο χωριό Ριζόμυλος Αχαΐας. Στο στρώμα της καταστροφής του σεισμού του 373 π.Χ. βρέθηκαν πολλά ευρήματα από κεραμική και στέγες που ταιριάζουν απόλυτα με τις περιγραφές των αρχαίων κειμένων τόσο για την πόλη όσο και για τη θέση. Οι ανασκαφές στο Δέλτα των δύο ποταμών έφεραν στο φως ευρήματα από όλες τις ιστορικές περιόδους, από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τη Ρώμη και το Βυζάντιο.


Αρχαία πόλη της Ελίκης

Η χαμένη Ατλαντίδα της Αιγιαλείας εμπνέει μέχρι σήμερα με το κινηματογραφικό σενάριο της.
Η πρωτεύουσα της Αχαϊκής Συμπολιτείας θα συντηρεί στο διηνεκές τον μύθο της αφού η ανάγκη του ανθρώπου να αποδείξει την αλήθεια του θρύλου της είναι μεγαλύτερη από τα ίδια τα ευρήματα. Αυτή η παράδοξη γοητεία του μυστήριου και τα θέλγητρα που κρύβει το ενδεχόμενο της ύπαρξης ενός κόσμου που περιμένει να ανακαλυφθεί.
Η Ελίκη είχε ιδρυθεί από Ίωνες και το όνομα της το οφείλει στην Ελίκη, κόρη του Σελινούντα και γυναίκα του Ίωνα. Αποτέλεσε λατρευτικό κέντρο όλης της Αχαΐας με επίκεντρο τον ναό του Ελικώνιου Ποσειδώνα, στον οποίο αναφέρετε ότι υπήρχε άγαλμα σε υπερφυσικές αναλογίες, αφιερωμένο στον Θεό της θάλασσας.
Πριν την καταπιεί η αιώνια σιωπή, η ιδανική πολιτεία υπήρξε επίσης μεγάλο πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο με το δικό της μάλιστα νόμισμα. Όταν εγκαταστάθηκαν εκεί οι Αχαιοί, διώχνοντας τους Ίωνες, συνέχισαν επίσης τη λατρεία του Ποσειδώνα.
Κατά τον Παυσανία και τον Στράβωνα οι κάτοικοι της Ελίκης προκάλεσαν την οργή του Ποσειδώνα όταν πήραν από το Ιερό και σκότωσαν ικέτες που είχαν καταφύγει σε αυτό. Τότε ένας τρομακτικός σεισμός χτύπησε την πόλη καταστρέφοντας την ολοσχερώς. Αμέσως μετά ακολούθησε κατολίσθηση και στην συνέχεια μεγάλο παλιρροϊκό κύμα. Έκτοτε βρίσκεται θαμμένη ανατολικά του Αιγίου μεταξύ των ποταμών Σελινούντα και Κερυνίτη. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Αχαιοί έστειλαν 2.000 άντρες να βοηθήσουν αλλά δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν ούτε έναν νεκρό. Χρόνια μετά το γεγονός ψαράδες έλεγαν ότι το άγαλμα του Ποσειδώνα έσχιζε τα δίχτυα που μπλέκονταν σε αυτό.
Αρχαιολόγοι και ερευνητές έχουν κατά καιρούς μάταια αναζητήσει λύση στα νερά στο μήκος της παραλίας από Τρυπιά έως Νικολαίικα χωρίς αυτές να καταλήξουν πουθενά για να φθάσουμε το 1988 στο ξεκίνημα των πραγματικών ερευνών από την Αμερικάνικη Σχολή και την Ντόρα Κατσωνοπούλου που έκανε σκοπό της ζωής της την ανεύρεση της Ελίκης. Οι έρευνες αυτές συνεχίζονται μέχρι σήμερα και έχουν φέρει στο φως αρκετά στοιχεία.
Τα ευρήματα από την αρχαία Ελίκη περιορίζονται σε δύο χάλκινα νομίσματα, που στεγάζονται στο μουσείο του Βερολίνου. Ωστόσο η ερευνητική ομάδα Ν. Κατσωνοπούλου στην περιοχή του Ριζόμυλου αποκάλυψε έναν απολύτως οργανωμένο οικισμό, με λιθόστρωτους δρόμους και ευρύχωρα κτίρια. Ο μοναδικός πρωτοελλαδικός οικισμός της χώρας που σώζεται σχεδόν ανέπαφος. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει είναι ένα σπάνιο είδος αγγείου που εντοπίστηκε μέσα σε κτίριο ηγεμονικού χαρακτήρα, παρόμοιο με την αποκαλούμενη Λευκή οικία στην Κολόνα της Αίγινας. Επίσης στην περιοχή των Νικολεΐκων, εντόπισαν ευρήματα που χρονολογούνται από την εποχή ίδρυσης της πόλης στη διάρκεια της μυκηναϊκής περιόδου, αλλά και από την εποχή της ακμής της στους γεωμετρικούς χρόνους. Μια τέτοια ανακάλυψη οδηγεί στο συμπέρασμα μετά τη μεγάλη καταστροφή της αναγεννήθηκε. Ίσως εκεί στο δυτικό τμήμα της περιοχής προς την πλευρά που γειτονεύει με το Αίγιο. Εκεί όπου έχουν εντοπιστεί τάφοι και κατάλοιπα κτιρίων σε εκτεταμένη ζώνη, ένα συγκρότημα βαφής και παραγωγής υφασμάτων, ενώ σε άριστη κατάσταση σώζονται ακόμη και οι τεχνικές εγκαταστάσεις: ρηχές και βαθιές δεξαμενές με επιμελημένα βοτσαλωτά δάπεδα, λουτήρες εμβαπτιστείς, πήλινες εστίες και αποθηκευτικοί χώροι όπου φυλάσσονταν υπερμεγέθη πιθάρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: