Νότια τής παραλίας «Μαρίκες», στη Ραφήνα, βρίσκεται ο λοφίσκος – μικρή χερσόνησος Ασκηταριό, στην πεπλατυσμένη κορυφή τού οποίου βρίσκεται ένας σημαντικότατος αρχαιολογικός χώρος: ο περιτειχισμένος οικισμός ο οποίος ανάγεται στα νεολιθικά χρόνια, ήδη από την Πρωτοελλαδική Περίοδο (ΠΕ) Ι.
Στην επιφάνεια ήρθε με τις ανασκαφές στα χρόνια 1954-5 από τον, πολύ σπουδαίο για το έργο του κυρίως στη Θεσσαλία, αρχαιολόγο Δημήτρη Θεοχάρη.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μεταγραμμένο, από τον ιστολόγο, σε πιο οικεία γλώσσα, με βάση τη δημοσιευμένη εργασία τού ir.lib.uth.gr και συγκεκριμένα από τα κεφάλαια:
Εισαγωγή
Η Θέση – Στρωματογραφία
Αρχιτεκτονικά λείψανα
Κεραμεική
Διάφορα ευρήματα,
τα τρία πρώτα.
Οι χάρτης, που υπάρχει και στην ανωτέρω εργασία, από τη ιστοσελίδα: searchculture.gr, καθόσον είναι σε πολύ ευκρινέστερη μορφή. Στον εν λόγω χάρτη, για να φαίνονται καλύτερα, έχω χρωματίσει τις χρονικές περιόδους / φάσεις τις οποίες αφορούν τα ευρήματα.
Στον υπόψη αρχαιολογικό χώρο θα επανέλθω με πρώτη ευκαιρία παρουσιάζοντας εικόνες .
----
ΑΣΚΗΤAPIO (Πρωτοελληνική Ακρόπολη δίπλα στη Ραφήνα)
Δυο χιλιόμετρα νοτιότερα από τη Ραφήνα, αριστερά στο δρόμο προς την αλυκή τού Αγ. Σπυρίδωνα – τις αρχαίες Αραφηνίδας Αλάς – και τη Λούτσα, στο δεξί μέρος πολύ γραφικού ορμίσκου, προβάλλει από τη θάλασσα το ψηλό ακρωτήρι τού Ασκηταριού (το όνομα οφείλεται στο λαξευτό σπήλαιο – ίσως αρχαίο τάφο – που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, στο δεξί άκρο τού όρμου, το οποίο μοναχός από τη Μονή Πεντέλης είχε μετατρέψει σε ασκητήριο. Το τοπωνύμιο αποδίδεται εκτός από το ακρωτήρι και στον όρμο. Ενίοτε, το ακρωτήρι, λέγεται και «Καλόγερος» ή «Αετός».)
Από ψηλά στο ακρωτήρι, από σημείο που μπορεί να εποπτεύσει κανείς, ανοίγεται ευρύτατη η θέα τού Νότιου Ευβοϊκού, κατά μήκος τής ακτής, από το βάθος τού όρμου τού Μαραθώνα και την Πεντέλη προς βορρά μέχρι τα βουνά πάνω από το Πόρτο Ράφτη (του όρμου των Πρασιών) και τη Μακρόνησο προς νότο. Ανατολικά ο ορίζοντας φτάνει στην Εύβοια, στην Καρυστία οροσειρά, με ψηλότερο σημείο της την επιβλητική Όχη.
Η αρμονία τού τοπίου και η ομορφιά τής ακτής και της παρακείμενης λόχμης πεύκων και θάμνων, παραδόξως, δεν διαταράζεται ούτε από τη βέβηλη παρουσία ενός τουριστικού περίπτερου ούτε από την ασχήμια των σπιτιών μες στους ποικιλώνυμους «οικοδομικούς συνεταιρισμούς», που προσπερνά κανείς ερχόμενος στο Ασκηταριό.
Για χιλιετίες όλα παρέμειναν άθικτα, μέχρι τις ανασκαφές των ετών 1954 και 1955, μέσω των οποίων αποκαλυφθήκανε στο ακρωτήρι τα λείψανα οικισμού και ακρόπολης που ανάγονται στην πρώιμη περίοδο τής Εποχής τού Χαλκού.
[Κατά το έτος 1953 πραγματοποίησα την πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή στο ακρωτήρι, με δαπάνες τού Υπουργείου Παιδείας, αλλά από την επόμενη χρονιά τη χορήγηση των μέσων ανασκαφής ανέλαβε η Αρχαιολογική Εταιρία, προς το Συμβούλιο τής οποίας καθώς και τον Έφορο Ι. Παπαδημητρίου εκφράζω και εδώ την ευγνωμοσύνη μου.]
Περιληπτικές εκθέσεις έχουν ήδη δημοσιευθεί στα Πρακτικά τής Αρχαιολογικής Εταιρίας (ΠΑΕ 1954, 104 εξ. και 1955), αλλά επειδή, λόγω διακοπής των εργασιών, η οριστική δημοσίευση ενδέχεται να καθυστερήσει, παρέχεται εδώ μια συνοπτική εικόνα των αποτελεσμάτων των ανασκαφών, ως ταπεινή προσφορά στη μνήμη τού πολύ αγαπητού πανεπιστημιακού δασκάλου, του αείμνηστου Γεωργίου Π. Οικονόμου.
Η Θέση – Στρωματογραφία
Η επίπεδη κορυφή τού ακρωτηρίου «Ασκηταριό», εμβαδού πέντε περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει τριγωνικό σχήμα, περίπου ισόπλευρου, με μήκος πλευράς περί τα 100 μ. (σημείωση: πρόκειται περί λάθους. Το εμβαδό τής επίπεδης κορυφής είναι περί τα 5,5 με 6 στρέμματα και όχι 5.000 στρέμματα = 5 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Οι δύο από τις πλευρές, η βορειοδυτική και η ανατολική, πέφτουν απότομα προς τη θάλασσα ενώ η τρίτη, η νοτιοδυτική, η μόνη προσπελάσιμη, συνδέεται με την ξηρά μέσω στενού αυχένα. Έτσι λοιπόν από τη φύση τής θέσης της είναι οχυρή και απροσπέλαστη.
Ανατολικά και ελαφρά βορειότερα τής βορειότερης γωνίας τής κορυφής, χαμηλότερα προς τα όρια τού ακρωτηρίου, κατά τη διάρκεια τής κατοχής, κατασκευαστήκανε στα βράχια οχυρώματα και παρατηρητήρια και η περιορισμένη αυτή επέμβαση ήταν η μοναδική διαταραχή των επιχώσεων, που στα υπόλοιπα σημεία διατηρήθηκαν άθικτες. Όπως αναμενόταν, η επίχωση στην κορυφή έχει γενικά μικρό πάχος, από λίγα εκατοστά τού μέτρου μέχρι 1,45 μ. Στις θέσεις πάντως που αποκαλυφτήκανε σπίτια, ο μέσος όρος τού πάχους τής επίχωσης ξεπερνά το ένα μέτρο.
Λεπτή επιφανειακή επίχωση, βάθους ενίοτε 30 εκ. σε κάποια σημεία τού χώρου, περιείχε μυκηναϊκά λείψανα, μάλλον πρώιμα. Κυρίως όμως, το πρωτοελλαδικό στρώμα έβγαινε στην επιφάνεια, ιδίως η περίμετρός του, εκεί που η αποχωμάτωση ήτανε μεγαλύτερη. Το στρώμα τής Πρωτοελλαδικής Περιόδου διαιρείται σε τρία μέρη, από τα οποία το κατώτερο είναι πολύ λεπτό (μόνο σε ένα σημείο έφτανε τα 40 εκ.) και όχι πάντοτε σαφές, διότι μεταγενέστερα κτίσματα είχανε θεμελιωθεί σε αυτό. Το κατώτερο αυτό στρώμα, που στηρίζεται στο βράχο, περιέχει μεγάλες ποσότητες στάχτης, οστά ζώων και όστρακα αγγείων και σε ένα σημείο λείψανα ελαφρά κυρτού τοίχου. Στις επόμενες φάσεις ανάγονται λιθόκτιστα επάλληλα σπίτια και πολλά αγγεία.
Με βάση τα στρωματογραφικά δεδομένα διακρίνονται τρεις φάσεις τής Πρωτοελλαδικής Περιόδου (ΠΕ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ). Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, μόνο για την τελευταία έχουμε επαρκή στοιχεία για την αρχιτεκτονική και την κεραμική, διότι αφενός ήτανε δύσκολο να παραμεριστούνε τα υπερκείμενα λείψανα (όπως δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών) αφετέρου η ανασκαφή δεν ολοκληρώθηκε ώστε να γίνει δυνατή ο κλιμακωτή αποκάλυψη των οικιών και των τριών φάσεων. Άλλωστε, εξ αιτίας του μικρού πάχους των επιχώσεων, οι μεταγενέστερες οικίες είναι κτισμένες πάνω στα ισοπεδωμένα λείψανα των παλαιότερων και ενίοτε με υλικά από αυτά.
Αρχιτεκτονικά λείψανα
Όπως προαναφέρθηκε, από την παλαιότερη φάση τής Πρωτοελλαδικής Περιόδου (ΠΕ Ι) δεν βρέθηκαν οικοδομικά λείψανα, πλην τμήματος τοίχου, πάχους 60 εκ. ελαφρά κυρτού, σωζόμενου σε μήκος 2,5 μ. στο βόρειο άκρο τής οικίας Ε. Επίσης στον πυθμένα τάφρου, στο μέσο τής ακρόπολης, διαπιστώθηκε η παρουσία ορύγματος μες στο στερεό, χωρίς συνάφεια προς κάποιο τοίχο, αποτελώντας ίσως το δάπεδο πρωτόγονης καλύβας.
Από τη μέση Πρωτοελλαδική φάση (ΠΕ ΙΙ) τα αρχιτεκτονικά λείψανα δεν είναι επίσης πολλά και αποτελούνται από τμήματα δυο οικιών με λιθόκτιστα θεμέλια (η ανωδομία αποτελούνταν πάντοτε από ωμούς πλίνθους), ευθύγραμμης και ορθογώνιας κάτοψης (οικίες Γ και Ε). οι τοίχοι των οικιών αυτών έχουνε το συνηθισμένο πάχος (50 – 60 εκ.) και είναι χτισμένοι με επιμέλεια. Σε κάποια σημεία οι λίθοι είναι τοποθετημένοι λοξά (herring – bone wall), σύμφωνα με οικοδομικό σύστημα γνωστό στην Αττική και από το οικισμό τού Αγ. Κοσμά.
Στο μέσο τής οικίας Ε, της ΠΕ ΙΙ, βρέθηκε εστία αποτελούμενη από απλό κοίλωμα περιβαλλόμενο από μονή σειρά λίθων, ενώ κατά μήκος τού δυτικού τοίχου τού δωματίου ανακαλυφτήκανε πέντε «βοθρίσκοι», δηλαδή κοιλότητες, μέσου βάθους και διαμέτρου 25 εκ., μες στις οποίες βρέθηκαν υπολείμματα τροφών (τριμμένοι κοχλίες, οστό ζώου), τμήματα αγγείων και τέφρα.
Από την τρίτη φάση (ΠΕ ΙΙΙ) ανασκαφήκανε λείψανα πολλών οικιών καθώς και τμήματα τού οχυρωματικού περίβολου, ο οποίος προστάτευε την ακρόπολη από τη μόνη ευκολοδιάβατη βορειοδυτική πλευρά (σημείωση: προφανώς γράφτηκε από παραδρομή διότι η μόνη ευκολοδιάβατη πλευρά είναι η νοτιοδυτική). Από το εν λόγω τείχος, το οποίο είναι το πρώτο αξιόλογο λείψανο πρωτοελλαδικής οχύρωσης στη Στερεά Ελλάδα [Οχυρωμένος με τείχος ήτανε και ο ΠΕ οικισμός τής Ραφήνας (βλέπε ΠΑΕ 1953, 105 εξ.). Τείχος το οποίο επίσης περίκλειε οικίες ανακάλυψα πρόσφατα και στον ΠΕ οικισμό στη Μάνικα, βόρεια τής Χαλκίδας. Από τα εν λόγω παραδείγματα προκύπτει ότι οι ηπειρωτικοί οικισμοί ήταν οχυρωμένοι, όπως οι νησιωτικοί (Κυκλάδες, Αίγινα).], ανασκάφηκε τμήμα 32 μ. μήκους. Είναι χτισμένο με μέτριου μεγέθους αργούς λίθους, το πάχος του φτάνει τα 2,5 μ. ενώ το ύψος των λίθινων θεμελίων (διότι η ανωδομία και αυτού ήτανε πλίνθινη), υπολογίστηκε ότι θα υπερέβαινε κατά τι τα τρία μέτρα στο εξωτερικό του μέρος. Παρατηρήθηκε επίσης ότι το τείχος έπαιζε το ρόλο αναλημματικού τοίχου για τις οικίες στην πλευρά αυτή τής ακρόπολης.
Αν η ακρόπολη περιβαλλότανε και από τις άλλες πλευρές με τείχος δεν είναι γνωστό· Αυτό όμως φαίνεται πολύ πιθανό για την ολοκλήρωση τής οχύρωσης, αλλά στην περίπτωση αυτή τα λείψανα τού τείχους δεν ήτανε δυνατό να έχουνε περισωθεί μιας και τμήματα από την ακρόπολη, από τις δύο αυτές πλευρές, έχουνε καταπέσει στη θάλασσα όπως αποδεικνύεται από τα θεμέλια οικιών, τα οποία σήμερα βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού.
Από τις οικίες τού ΠΕ ΙΙΙ οικισμού ανασκαφήκανε τελείως πέντε (οι οικίες Α, Β, Γ, Ε και Θ) και τμήματα άλλων τριών στην περιοχή του κύριου τομέα των ανασκαφών, δηλαδή στο μέσο της ΒΔ πλευράς τής ακρόπολης· μάλιστα άλλες, μάλλον δοκιμαστικές, ανασκαφές και τάφροι σε όλη την έκταση της αποκάλυψαν ότι ολόκληρη η έκταση καλύπτεται από οικίες. Δεδομένου μάλιστα ότι οι οικίες αυτές βρίσκονται σχεδόν αμέσως κάτω από την επιφάνεια, η ανασκαφή τους γίνεται εύκολα και χωρίς μεγάλες δαπάνες, η εργασία μου στο «Ασκηταριό» απέβλεπε στη συνολική ανασκαφή ενός πλήρους πρωτοελλαδικού οικισμού και μάλιστα οχυρωμένου, έτσι ώστε να δοθεί ξεκάθαρη εικόνα για τη ζωή μιας μικρής πόλης από την αρχαιότερη περίοδο τής Εποχής τού Χαλκού και κυρίως το πολεοδομικό της σχέδιο.
Αναφορικά με τις οικίες παρατηρείται γενικά ότι είναι μικρές (κάτι που εξηγείται εύκολα λόγω τής στενότητας τού χώρου στην ακρόπολη), αυτοτελείς και ανεξάρτητες, γενικά με ευθύγραμμες κατόψεις και κατά βάση μεγαροειδείς (σ.σ. δηλαδή δεν αποτελούνταν από έναν χώρο αλλά από περισσότερα, εν προκειμένω από δύο δωμάτια). Διότι τα κύρια συστατικά των πιο σπουδαίων από αυτές, ήτοι των οικιών Α και Ε, είναι: ο τετράγωνος θάλαμος με εντός του μικρή εστία, ο στενός πρόδρομος και η υποτυπώδης αίθουσα μεταξύ παραστάδων, οι οποίες ενίοτε επεκτεινόμενες περιβάλλουνε την αυλή τής οικίας, στην οποία άλλοτε υπάρχει «ιπνός» (σ.σ. φούρνος ή κλίβανος) άλλοτε «βόθρος» (σ.σ. λάκκος στο έδαφος για πλύσιμο ρούχων).
Τα δωμάτια επικοινωνούνε μέσω πορτών, οι οποίες είναι τοποθετημένες η μια πίσω από την άλλη, όχι όμως κατά τον άξονα, αλλά πιο κοντά στο άλλο τοίχο. Οπωσδήποτε αυτή η επιμονή τής τυπικής αυτής διάταξης και μορφής των επιμέρους στοιχείων τής οικίας, η οποία καταφανώς θυμίζει το μυκηναϊκό μέγαρο, μαρτυρά την ύπαρξη ενός παραδεκτού αρχιτεκτονικού τύπου, τις πρώτες αρχές τού οποίου βρίσκουμε στα νεολιθικά μέγαρα, τη συνέχεια δε και την ολοκλήρωση στον κύριο πυρήνα των μυκηναϊκών ανακτόρων. Διότι και του μυκηναϊκού ανακτόρου τα κύρια στοιχεία είναι ο τετράγωνος θάλαμος (η αίθουσα τού θρόνου), ο στενός πρόδρομος και η μεταξύ των παραστάδων αίθουσα δώματος, μπροστά από την οποία ανοίγεται η κεντρική αυλή. Οι μεγάλες διαστάσεις των μυκηναϊκών μεγάρων, και νεολιθικών όπως του Διμηνιού και του Σέσκλου, καταστήσανε αναγκαία την χρήση κιόνων για την υποστήριξη τής στέγης, κάτι που βέβαια ήτανε περιττό στις μικρές πρωτοελλαδικές οικίες τού Ασκηταριού.
Στις οικίες Α και Ε οι παραστάδες τής πρόσοψης είναι πραγματικά υποτυπώδεις. Αφενός της οικίας Α η μια έχει μήκος 1,5 μ. ενώ η άλλη πολύ μικρότερο, γιατί διακόπτεται από το θύρωμα (σ.σ. κούφωμα), κατόπιν δε επεκτείνεται και κυρτώνεται για να περιλάβει και τον ίπνον αφετέρου της οικίας Ε μόλις 50 εκ., αλλά το τέλος της υπογραμμίζεται από αντίστοιχη εγκοπή τού πλακόστρωτου δαπέδου. Και εδώ οι παραστάδες φαίνονται κατά κάποιο τρόπο να προεκτείνονται με πολύ λεπτό τοίχο, ο οποίος περιβάλλει την υπαίθρια αυλή. Ο τοίχος τής αυλής διαφέρει, είναι χαμηλότερος από τους τοίχους τής οικίας και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Το διάγραμμα τής οικίας Γ παρουσιάζεται λίγο διαφορετικό. Και σε αυτή ο τετράγωνος θάλαμος και ο στενός διάδρομος είναι τα κύρια δωμάτια, η μπροστά τους όμως αίθουσα κλείνεται μπροστά με τοίχο, επειδή παρεμβάλλεται άλλη οικία (Θ) και η είσοδος είναι πλάγια. Αλλά είναι προφανές, νομίζω, εδώ ότι την αλλαγή την επέβαλε η γειτνίαση με την παρακείμενη οικία, με την οποία συνδέεται όχι με μεσοτοιχία αλλά με ξεχωριστούς τοίχους. Η συνήθεια αυτή, η χρήση δηλαδή διπλών τοίχων μεταξύ παρακείμενων οικιών, είναι χαρακτηριστική τού Ασκηταριού.
Άλλη σπουδαία διαπίστωση είναι η ύπαρξη μόνιμων εστιών μες στους θαλάμους των οικιών και μάλιστα στο κέντρο τού δωματίου (οικίες Ε και Ζ). Ως μόνιμη θέση για το άναμμα τής φωτιάς στη μεν οικία Ε χρησιμοποιούταν επίμηκες πεταλόσχημο πλαστήρι, το οποίο βρέθηκε μπηγμένο στο δάπεδο, στη δε οικία Ζ κυκλικό τηγάνι, επίσης μπηγμένο στο δάπεδο. Ο θάλαμος τής οικίας Α ήτανε κατ’ εξαίρεση λιθόστρωτος, αλλά επειδή το μισό τού δαπέδου δεν σώζεται, η θέση τής εστίας δεν είναι βέβαιη. Από τις υπόλοιπες οικίες μόνον η οικία Θ ανασκάφτηκε τελείως, το διάγραμμα της οποίας φαίνεται διάφορο των υπόλοιπων. Άλλα μικρότερα δωμάτια, βοηθητικοί χώροι κ.λπ. φαίνονται ανώμαλα, με τοίχους λοξούς ή κυρτούς· αποφράξεις μάλιστα στις πόρτες, διασκευές και προσθήκες είναι συνηθισμένες στις οικίες τής ακρόπολης, οι οποίες φαίνεται πως καλύπτουνε μακρά περίοδο, όπως αποδεικνύεται και από τις πολλές αλλεπάλληλες στρώσεις των δαπέδων.
Τέλος, στη νοτιοδυτική πλευρά τής ακρόπολης και κοντά στα τείχη ανασκάφθηκε το σωζόμενο μισό μικρού πεταλόσχημου κτίσματος, ενώ κατά τη δοκιμαστική εκσκαφή στη θέση «Σκαλοπάτι», που απέχει 500 περίπου μ. δυτικά από την ακρόπολη, αποκαλύφτηκε το λάξευμα θεμελίων αψιδωτής καλύβας που περιέχει εστία και πλήθος θραυσμάτων πρωτοελλαδικών ΙΙΙ αγγείων. Η καλύβα δεν ήταν λιθόκτιστος αλλά από πλίνθους ή κλαδιά. Όμοια δε ευτελή κτίσματα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχανε αρκετά γύρω από την ακρόπολη, χρησιμοποιούμενα ίσως από ποιμένες ή ως εργαστήρια του οικισμού και πρόσκαιρες αποθήκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου