14 Ιανουαρίου 2025

Δυο ποιήματα τού John McCrae

Ο John McCrae, 30.11.1872 – 28.01.1918, ήτανε Καναδός ποιητής, γιατρός, συγγραφέας, καλλιτέχνης. Πολέμησε στον Α'Π.Π. Στη 2η μάχη τού Ypres, στο Βέλγιο, ήτανε χειρούργος. Είναι περισσότερο γνωστός για το περίφημο ποίημα «In Flanders Fields», με αφορμή το οποίο καθιερώθηκε η παπαρούνα ως σύμβολο τής θυσίας των στρατιωτών που σκοτωθήκανε στις μάχες κατά τη διάρκεια τού Α’ΠΠ. Ο John McCrea πέθανε από πνευμονία.


Equality

I saw a King, who spent his life to weave
    Into a nation all his great heart thought,
Unsatisfied until he should achieve
    The grand ideal that his manhood sought;
Yet as he saw the end within his reach,
    Death took the sceptre from his failing hand,
And all men said, "He gave his life to teach
    The task of honour to a sordid land!"
Within his gates I saw, through all those years,
    One at his humble toil with cheery face,
Whom (being dead) the children, half in tears,
    Remembered oft, and missed him from his place.
If he be greater that his people blessed
Than he the children loved, God knoweth best.

Πηγή:

Ισότητα 

Είδα έναν Βασιλιά, που πέρασε τη ζωή του με τη σκέψη
να πλέξει σ’ ένα έθνος, τη μεγάλη του καρδιά,
Ανικανοποίητος μέχρι να πετύχει
το μεγάλο ιδανικό, που η αρρενωπότητά του αναζητούσε·
Ο Θάνατος ωστόσο, καθώς πλησίαζε το τέλος του, 
πήρε το σκήπτρο του απ’ το πεσμένο του χέρι,
Και όλοι είπαν: «Τη ζωή του να διδάξει έδωσε,
το καθήκον τής τιμής, σε μια βρόμικη γη!»
Μέσ’ από τις πύλες του είδα, μέσ’ απ’ όλα εκείνα τα χρόνια,
έναν, στον ταπεινό του μόχθο, με χαρούμενο πρόσωπο,
Τον οποίο (όντας νεκρό) τα παιδιά, μισοκλαμένα,
τον θυμόντουσαν συχνά, απ’ τον τόπο του να λείπει.
Αν ήταν μεγαλύτερος, αυτόν που ο λαός του ευλόγησε
απ' ό,τι αγάπησαν τα παιδιά, ο Θεός καλύτερα το ξέρει.


Anarchy

I saw a city filled with lust and shame,
    Where men, like wolves, slunk through the grim half-light;
And sudden, in the midst of it, there came
    One who spoke boldly for the cause of Right.

And speaking, fell before that brutish race
    Like some poor wren that shrieking eagles tear,
While brute Dishonour, with her bloodless face
    Stood by and smote his lips that moved in prayer.

"Speak not of God! In centuries that word
    Hath not been uttered! Our own king are we."
And God stretched forth his finger as He heard
    And o'er it cast a thousand leagues of sea.



Αναρχία 

Είδα μια πόλη με λαγνεία και ντροπή γεμάτη,
όπου οι άνθρωποι, σα λύκοι, σ’ ένα δυσοίωνο ημίφως ήτανε βυθισμένοι·
Και ξαφνικά, στη μέση της, εμφανίστηκε ένας
που μίλησε με τόλμη για του Δικαίου την υπόθεση.

Και καθώς μιλούσε, έπεσε μπροστά σ’ αυτή τη ζωώδη φυλή
όπως κάποιοι φτωχοί τρυποφράκτες όταν τους ξεσκίζουν οι αετοί που ουρλιάζουν,
Την ώρα που η βάρβαρη Ατιμία, με το ματοβαμμένο της πρόσωπο,
Στεκότανε δίπλα και πάτασσε τα χείλη του που προσευχόντουσαν.

«Μη μιλάς για Θεό! Αιώνες τώρα η λέξη αυτή
δεν έχει ειπωθεί! Είμαστε οι θεοί τού εαυτούς μας.»
Και ο Θεός, καθώς άκουγε, το δάκτυλό του τέντωσε
κι έριξε χίλιες λεύγες θάλασσα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: