Ο Νουμάς - Τεύχος 656 (1919)
Το άλογο
Αράπικα ή ίδια λέξη σημαίνει μαζί κι άλογο και κάστρο˙ και μήπως για τον καβαλάρη τ’ άλογο δεν είναι αληθινό ταμπούρι! Η σφαίρα, πονώντας ανάμενα απ’ τ' αυτιά του αλόγου του, πηγαίνει και χτυπάει τον εχτρό, ενώ σύχρονα το γοργό του τρίξιμο τον προφυλάει απ’ τη σφαίρα του εχτρού.
Γιατί αυτό το κάστρο χτίστηκε στον άνεμο κι αλλάζει θέση με όση γληγοράδα η αστραπή στην καταιγίδα.
Μα κ’ η καρδιά του αλόγου στολίστηκε απ’ τον Προφήτη με αιστήματα όμοια μ’ εκείνα πού στολίζουνε την καρδιά του ανθρώπου στον όποιο θα χρησιμέψει για σύντροφος αχώριστος.
Ο Μπεν Μερζούγκ πήρε το παράνομα του Μπεν Αουντά, Γιού της Φοράδας, γιατί η μάννα του, αφού τόνε βύζαινε, τον μπιστευότανε στη ράχη μιανής φοράδας που τόνε βαστούσε και τόνε λίκνιζε σα μάννα.
Κ’ έτσι, πριν μάθει ακόμα να περπατά ήτανε σωστός καβαλάρης.
Πιο ύστερα, όταν έγινε άντρας, πάνω στον πιστό του Αζρέγκ, που το φόρεμα του ήτανε γκρίζο, στολισμένο που και που με πέτρες του ποταμού, έγινε ξακουστός από τα πολλά του κατορθώματα σ’ όλο τον Οντνά.
Έπρεπε να τόνε βλέπατε, ολόρθο πάνω στα ζεγγιά, να παίζει το παιγνίδι του μπαρουτιού και να γεννάει με την τόλμη του τις ενθουσιώδικες κραυγές των γυναικών!
Έπρεπε να τόνε βλέπατε σαν ήξερε πως η πεταχτούλα Φεραόχα, η ξαδέρφη του, τον παρακολουθούσε με τα βλέμματα της, παραμερίζοντας τις κουρτίνες του φορείου της!
Kι αυτός ο Άζρέγκ ένιωθε τα μάτια της αγαπημένης του κυρίου του στηλωμένα απάνω του κι άφηνε πολύ μακριά, ξοπίσω του, όλα τα’ άλλα αλόγα του Γκουμ, για να ‘ρθει να γονατίσει μπροστά της.
Έπειτα τραβούσε τον κύριό του σε κυνηγετικές εκδρομές και σε τρομαχτικά καθρεφτίσματα στους δρόμους της έρημου.
Βρισκόντουσαν στα περίχωρα του Μδουκάλ, στην εποχή που οι προσκυνητές μαζώνονται να επισκεφτούνε τον τάφο του Σιντί Μαωμέτ ελ Αντζ, όταν πήρε γράμμα από το Μπου Σααντά, την πατρίδα της ξαδέρφης του.
«Βρέξε την κεφαλή σου, του γράφανε, και προσπάθησε να φτάσεις, εδώ πριν στεγνώσει, α θέλεις να ξανάδεις για στερνή φορά την ξαδέρφη σου, που είν’ έτοιμη να κατέβει στον τάφο και να χαθεί για πάντα εκεί».
Κατατρομαγμένος απ’ αύτη την είδηση ο Μπεν Μερζούγκ σέλωσε χωρίς να χασομερίσει στιγμή το άλογό του και του ‘πε: «Είναι η νυχτιά σου Αζρέγκ» Και τ’ άλογο αποκρίθηκε: «Ω, κύριέ μου, θα ‘σαι στο Μπου Σααντά την αυγή ή να μη με λένε «Αζρέγκ το Χλιμιντριστή».
Κ’ έτσι έφτασαν, ξεπερνώντας δυο μακρινούς σταθμούς σε μια και μόνη νυχτιά.
Το φως του ήλιου μόλις απλωνότανε σε χρυσά στρώματα μπρος στην μπασιά του σπιτιού όταν ο Αζρέγκ χρεμέτιζε, κ’ η Φεραόχα, που ψυχομαχούσε, ανασηκώθηκε κραυγάζοντας: «Το χρεμέτισμα του Αζρέγκ χτύπησε τ’ αυτιά μου.»
Ο αδερφός της δεν πίστεψε, μα βγήκε όμως όξω και χαιρετώντας τον ξάδερφο του του ‘πε με κατάπληξη:
-Πώς μπόρεσες να ‘ρθεις τόσο γλήγορα; Απ' το δρόμο του αγέρα ήρθες ή απ’ της γης;
—Βλόγησε τον Αζρέγκ που κοντένει τις μακρινές απόστασες και περιποιήσου τον πριν ασκοληθείς με μένα.
Κι ο Μπεν Μερζούγκ γεμάτος ευγνωμοσύνη φίλησε τ’ άλογό του στην κάτασπρη βούλα του μετώπου του. Έπειτα τ’ άφησε στις φροντίδες του αράπη Καμές και μπήκε στο σπίτι. Όταν τα μάτια του αντίκρισαν τα μάτια της Φεραόχας, η δυστυχισμένη ανασηκώθηκε, άλλα έπεσε πάλι εξαντλημένη.
Ο Μπεν Μπερζούγκ της ανασήκωσε το κεφάλι τ’ ακούμπησε στο στήθος του και της είπε:
—Όλος ο κόσμος πληρώνει κάποιο σκληρό φόρο στην αρρώστια, αγάπη μου. Αλλά η άνοιξη φτάνει και θα σου φέρει καινούρια δύναμη˙ σε λίγο, α θέλει ο Θεός, θα ταξιδέψουμε μαζί ο ένας κοντά στον άλλο, μαζί θ’ αναπνέψουμε το ζωογόνο αέρα των απέραντων κοιλάδων: εσύ στο φορείο σου με τις ολόχρωμες φράντζες η εγώ απάνω στον πιστό μου Αζρέγκ. Και θα πατούμε απάνω σ’ ολοπράσινο χαλί σπαρμένο με τα πιο μοσκομύριστα λουλούδια. Μ’ αυτή τη στιγμή, σε τι τροφή τονωτική φυσά ο άνεμος της πιθυμιάς σου;
—Για το κυνήγι, αγαπημένε μου, και μάλιστα για το κυνήγι ενός τέτοιου κυνηγού σαν και σε.
Χωρίς να ξεκουραστεί ούτε στιγμή, ο Μπεν Μερζούγκ σέλωσε τον Αζρέγκ ακόμα γεμάτο ιδρώτα κι αφρούς, ζητώντας του μια καινούρια χάρη. Πήδησε στη ράχη του και φεύγοντας φώναξε στην ξαδέρφη του: «Μείνε ήσυχη, απόψε θα σου φέρω κυνήγι ποτισμένο μ’ όλα τα αρώματα της Σαχάρας.»
Έφυγε˙ άλλα δεν είχε προφτάσει να βγει όξω απ’ την πόλη κ’ είδε να πετούνε πάνω απ’ την κεφαλή του κοράκια που σκούζανε θλιβερά. Ένιωσε μέσα του ένα θανάσιμο προαίστημα, ακούγοντας το κρώξιμο του πουλιού με τ’ άσκημα φτερά, πού όλοι το θεωρούνε για χωριστή των φίλων.
Άλλα σε λίγο, μια ζώνη από βουναλάκια, καταφύγιο κυνηγιού, τον περικύκλωσε˙ η συγκίνηση που αιστάνεται ένας κυνηγός σε παρόμοιες στιγμές κυριάρχησε στις θλιβερές ιδέες και το όπλο του σκόρπισε το θάνατο στις πέρδικες με τις όποιες γιόμισε το σάκο του.
Έπειτα πήρε το δρόμο για να γυρίσει πίσω. Αντάμωσε ένα βοσκό που ότι είχε τσακώσει μια νεαρή Ριμ, χαριτωμένο λευκό, ολόλευκο ζαρκάδι της ερήμου, που τα παραπονιάρικα μάτια της του θύμισαν τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της Φεραόχας του.
Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του σ’ αυτή τη θύμηση. Έδωσε δυο τετράπαχες πέρδικες στο βοσκό για το δειλό ζαρκάδι, το φίλησε στα μάτια και τ’ άφησε λεύτερο λέγοντάς του: «Μείνε λεύτερο, μείνε, για χάρη εκείνης που σου μοιάζει.»
Ζυγώνοντας προς την πόλη, αναγκαστικά πέρασε απ’ το βορεινό νεκροταφείο που παρατήρησε ένα λάκκο νεοσκαμμένο.
Στις τρεις ορθές πλάκες αναγνώρισε πως ήταν γυναικείος τάφος˙ τα θανάσιμα προαισθήματα του ξανάρθαν τρομερώτερα και του σπάραξαν την καρδιά: γιατί η καρδιά μαθαίνει τα νέα πολύ πριν να τα ιδούν τα μάτια και να τ’ ακούσουν τ’ αυτιά.
Του φάνηκε πως αυτός ο τάφος είτανε ο τάφος ενός πλάσματος που μόλις είχε προφτάσει να ζήσει λίγο απάνω στη γη για να ξανάμπει πάλι σ’ αυτή.
Άρχισε να κλαίει ενώ ο Αζρέγκ στήλωνε τα μάτια του απάνω στη γη σα να ‘θελε κει μέσα να τα βυθίσει.
Και καθώς απομακρυνόντουσαν, βιαστικοί για να μπούνε στην πόλη, ένα χόρτο που ‘χε πρασινίσει κάτω απ’ την υγράδα των φιλικών βλεμμάτων μαράθηκε και ξεράθηκε απότομα.
Ο Μπεν Μερζούγκ έφτασε αντίκρυ στο σπίτι˙ σωρός ζητιάνοι περίμεναν μπρος στην πόρτα να τους μοιράσουν το φαγί που έχουνε συνήθεια να προσφέρνουν από μέρους εκείνων που μπήκανε στον άλλο κόσμο.
Κατάλαβε... κάθε δύναμη του τον άφησε και κύλησε απ’ τα πλευρά τ’ αλόγου του που γονάτισε για να τον αφήσει μαλακά πάνω στη γη.
Έπειτα αναστέναζε: «Ο κόσμος έγινε για μένα πιο στενός απ’ το δαχτυλίδι μου˙ μόνο ο τάφος θα ‘ναι αρκετά φαρδύς για να χωρέσει την απελπισιά μου!»
Άξαφνα ένα πένθιμο χρεμέτισμα αντήχησε, σειώντας κι αυτούς τους τοίχους, και ο Αζρέγκ αφού χτύπησε λυσσώδικα με το πόδι του την καταραμένη γη που στέρησε τον κύριό του απ’ το μόνο θησαυρό του, έπεσε αμέσως νεκρός.
Ο Αζρέγκ ήταν η ενέργεια˙ τα θάρρητα του καβαλάρη.
Δεν μπορούσε πια να ζήσει. Τι θα μπορούσε πια να κάνει σ’ αυτόν τον κόσμο, μακριά από κείνη που του θέρμαινε τόσα ευγενικά πάθη;
Ο Μπεν Μερζούγκ έθαψε τον πιστό του φίλο, αφού τον τύλιξε σε ολομέταξο πράσινο σάβανο πού το χρώμα συμβόλιζε τη δροσιά της περασμένης χαράς. Έπειτα, αφού είπε ένα τελευταίο χαίρε στο θάρρος του που το εγκατέλειπε σ’ αυτό το σάβανο, πήγε και ξαπλώθηκε πάνω στον άλλο τάφο που κλειούσε μέσα του την καρδιά του.
Κι όταν πήγαν ναν τον σηκώσουν, δεν εσήκωσαν παρά ένα σώμα χωρίς καρδιά, χωρίς ενέργεια, χωρίς πνοή και που η γη, αχόρταγη, αλύπητα τ’ αποζητούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου