Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Καρλ Μανχάιμ: «Μια κατάσταση πνεύματος είναι ουτοπική όταν είναι ασυμβίβαστη με την κατάσταση της πραγματικότητας μέσα στην οποία τοποθετείται. Αύτη η ασυμφωνία είναι πάντοτε καταφανής από το γεγονός ότι μια τέτοια κατάσταση πνεύματος στην εμπειρία, στη σκέψη και στην πρακτική προσανατολίζεται προς αντικείμενα τα όποια δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να θεωρούμε ως ουτοπική κάθε κατάσταση πνεύματος η οποία είναι ασυμβίβαστη ή υπερβαίνει τα άμεσα δεδομένα (και με την έννοια αυτή «αναχωρεί από την πραγματικότητα»). Θα αναφέρουμε ως ουτοπικούς μόνον εκείνους τους προσανατολισμούς που υπερβαίνουν την πραγματικότητα, οι όποιοι όταν διαπερνούν τη συμπεριφορά τείνουν να συντρίψουν είτε εν μέρει είτε εν όλω την επικρατούσα κατά την εποχή τους τάξη πραγμάτων» (Karl Mannheim, Ideology and Utopia, Routledge 1966, σ. 173).
Ο ορισμός αυτός είναι πολλαπλά σημαντικός: όχι μόνον αποκαλύπτει τον θεμελιώδη πυρήνα της ουτοπικής σύλληψης του κόσμου, δηλαδή τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα, αλλά συγχρόνως αποσυνδέει το ουτοπικό πνεύμα από την αντιφατικότητα με την οποία ο παραδοσιακός μαρξισμός το αντιμετώπισε. Η στάση που ο μαρξισμός υιοθέτησε απέναντι στην Ουτοπία είναι ασφαλώς απορριπτική στο σύνολο της. Όπως σημειώνει Ο Maynard Solomon: «Ο μαρξισμός ισχυρίσθηκε πως έχει προχωρήσει από την Ουτοπία στην επιστήμη, πως έχει εξορθολογίσει τα αλόγα στοιχεία όλων των προηγούμενων συστημάτων. Στη συνέχεια, η ουτοπική σκέψη απορρίφθηκε ως αντιεπιστημονική, φανταστική και αντιδραστική» (Maynard Solomon: «Marx and Bloch-Reflections on Utopia and Art», περιοδικό Telos, τεϋχος 13, Φθινόπωρο 1972, σ. 68).
Η απόρριψη αυτή συνιστά τον κεντρικό άξονα της κριτικής του Ένγκελς. Παρ’ όλο που ο Ένγκελς αναγνωρίζει στους ουτοπικούς σοσιαλιστές «τα σπέρματα των μεγαλοφυϊών που κρύβονται κάτω από τις χίμαιρες» τους, δεν παύει να θεωρεί τις ουτοπικές τους διαθέσεις ως τίποτε περισσότερο από απλές χίμαιρες και φαντασμαγορίες που ανήκουν αμετάκλητα στον χώρο του φανταστικού: «Ωστόσο τα καινούργια αυτά κοινωνικά συστήματα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν ουτοπίες. Κι όσο περισσότερο τα επεξεργάζονταν στις λεπτομέρειές τους τόσο αναγκαστικά αυτά αποσύρονταν μέσα στην καθαρή φαντασία» (Φρειδερίκου Ένγκελς, Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός, εκδόσεις Α. Ματαράγκας, Αθήνα 1945, σ. 11. Στο απόσπασμα που παρατίθεται ακολουθώ την αγγλική έκδοση).
Από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο ότι η σκέψη του Μαρξ επηρεάστηκε σημαντικά από τους ουτοπιστές (Leszek Kolakowski: Main Currents of Marxism, τόμος 1, μτφρ. P.S. Falla, Oxford University Press, σ. 323). Πιστεύοντας ο Μαρξ, μαζί με ολόκληρο τον δέκατο ένατο αιώνα, στην προτεραιότητα και στην ακατάβλητη δύναμη της Φαντασίας ως πρωταρχικού διαμορφωτικού στοιχείου της ανθρώπινης εσωτερικότητας, αλλά και της ανθρώπινης πράξης, ήταν φυσικό μέσα από την Ουτοπία να διαβλέπει τη δημιουργική υπεροχή του Φανταστικού στο όνειρο και στην ελπίδα του ανθρώπου για έναν καινούργιο κόσμο: «στις ουτοπίες ενός Φουριέ, ενός Όουεν κλπ υπάρχει η πρόβλεψη και η φαντασιακή έκφραση ενός καινούργιου κόσμου» (Από γράμμα του Μαρξ στον Κούγκελμαν, με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 1866. Αναφέρεται από τον Maynard Solomon, ο.π., β. 69). Παράλληλα όμως ο Μαρξ απέρριπτε τα ουτοπικά συστήματα ως αποπροσανατολιστικά ιδεώδη που παρά την κριτικότητά τους κατέληγαν σε αντιδραστικές αιρέσεις μέσα στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, το όποιο οραματιζόταν ως έκφραση της αυτεπίγνωσης του προλεταριάτου και της συνειδητής του επιλογής να ανατρέψει την κρατούσα κατάσταση πραγμάτων μέσα από την επαναστατική πράξη. για τον Μαρξ, «ο ουτοπικός σοσιαλισμός ή κομμουνισμός όπως τον διακήρυξαν οι Σαίν-Σιμόν, Όουεν και Φουριέ, ενώ έχει επίγνωση της πάλης των τάξεων και της καταπίεσης του προλεταριάτου, αποτυγχάνει να συλλάβει τον ιστορικό ρόλο-κλειδί που διαδραματίζει το προλεταριάτο, και το μεταβάλλει σε ένα παθητικό αντικείμενο μεταρρυθμιστικών σχεδίων. Οι θεωρητικοί αυτοί απορρίπτουν την προοπτική της επανάστασης και συγκεντρώνουν το βλέμμα τους πάνω στις προνομιούχες τάξεις. Έπαιξαν έναν χρήσιμο ρόλο στην κριτική της αστικής κοινωνίας και στη συνηγορία των μεταρρυθμίσεων, αλλά, επιχειρώντας να ανυψωθούν πάνω από την πραγματική πάλη των τάξεων, οι διάδοχοι τους στις επόμενες γενεές μετεστράφησαν προς αντιδραστικές αιρέσεις των οποίων ο στόχος είναι να εξαφανίσουν τούς ταξικούς ανταγωνισμούς και να εμποδίσουν την ανεξάρτητη πολιτική δράση του προλεταριάτου (Leszek Kolakowski: ο.π., σ. 231). Mε την έννοια αύτη, η κριτική του Μαρξ δεν στρέφεται πλέον προς την ουσία της Ουτοπίας ως φαντασιακής έκφρασης του νέου κόσμου, αλλά προς την πολιτική της διάσταση την οποία θεωρεί ως εγχείρημα συμβιβασμού των ταξικών ανταγωνισμών και κατά συνέπεια ως ισοπεδωτικό ιδεώδες αντιδραστικού συντηρητισμού: «Εξακολουθούν να ονειρεύονται την πειραματική υλοποίηση των κοινωνικών τους Ουτοπιών, την ίδρυση απομονωμένων φαλανστηρίων, την εγκαθίδρυση «αποικιών στο εσωτερικό», την οργάνωση μιας «Μικρής Ικαρίας» —μικροσκοπικές εκδόσεις της Νέας Ιερουσαλήμ— και για να στήσουν όλα αυτά τα κάστρα στον αέρα, είναι αναγκασμένοι να κάνουν έκκληση στα συναισθήματα και στα βαλάντια της αστικής τάξης. Σιγά-σιγά βυθίζονται στην κατηγορία των αντιδραστικών συντηρητικών σοσιαλιστών» (Karl Marx-Friedrich Engels: «Manifesto of the Communist Party», εις Selected Works, τόμος I, Μόσχα 1962, σ. 63).
Σε αντίθεση προς την αμφιθυμία του μαρξισμού, ο Μανχάιμ αποκαθιστά μια διαλεκτική σχέση μεταξύ Ουτοπίας και πραγματικότητος, μια σχέση κατά την οποία ο προσανατολισμός της σκέψης και της πράξης προς αντικείμενα που υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα οδηγεί συγχρόνως στη δημιουργία ενός συνόλου θεωρίας και πρακτικής, το όποιο εισερχόμενο στο πεδίο της ανθρώπινης συμπεριφοράς συντρίβει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, την αποτρέπει και μεταστοιχειώνει το μη υπάρχον σε ενεργό στοιχείο μιας νέας πραγματικότητος. Από την άποψη αυτή, λέγει ο Μανχάιμ, η Ουτοπία διακρίνεται από την ιδεολογία ακριβώς εξαιτίας του ανατρεπτικού της περιεχομένου, αν και η διάκριση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Διότι οι ιδεολογίες δεν είναι παρά «οι καταστασιακά υπερβατικές ιδέες οι όποιες ποτέ δεν επιτυγχάνουν de facto στην πραγματοποίηση των προβαλλόμενων περιεχομένων τους. Αν και συχνά γίνονται καλής προαιρέσεως κίνητρα για την υποκειμενική συμπεριφορά του άτομου, όταν ενεργά ενσωματώνονται στην πρακτική οι έννοιές τους κατά κανόνα διαστρέφονται» (Karl Mannheim: ο.π., σ. 175). Έτσι, οι ιδεολογίες παραμένοντας μέσα στο δεδομένο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, εμποδίζουν το άτομο να έχει επίγνωση του αντιθετικού χαρακτήρα των ιδεών του προς την πραγματικότητα, επικαλύπτουν και αποκρύβουν την επίγνωση αύτη και τέλος εκπίπτουν σε σκόπιμα ψεύδη, σε «ψευδείς συνειδήσεις» σύμφωνα με τη μαρξιστική έκφραση. Αντίθετα, «οι Ουτοπίες υπερβαίνουν την κοινωνική κατάσταση, διότι προσανατολίζουν τη συμπεριφορά προς στοιχεία τα όποια η κατάσταση, στον βαθμό που έχει πραγματωθεί στον συγκεκριμένο χρόνο, δεν εμπεριέχει. Όμως δεν είναι ιδεολογίες στο μέτρο και στον βαθμό που επιτυγχάνουν μέσω της αντιθετικής δραστηριότητος να μετασχηματίζουν την υπάρχουσα ιστορική πραγματικότητα σε μια καινούργια πραγματικότητα σύμφωνη με τις δικές τους συλλήψεις» (Karl Mannheim: ο.π., σ. 176).
Με τον Ερνστ Μπλοχ, η ουτοπική σύλληψη του κόσμου μεταβάλλεται σε αρχετυπική συνείδηση του άτομου, σε οντολογία της πιθανότητος που υπολανθάνει μέσα στο εγώ και του επιτρέπει, μέσω της ενεργού δράσεως, να καταστεί αυτό που ακόμη δεν είναι, να καταστεί δηλαδή η εκπλήρωση του πραγματικού του Είναι. Το άτομο αποκαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τη μη εμπειρική πραγματικότητα, μέσα από τη δράση του που κατευθύνεται προς το μέλλον, μέσα από την ισχύ της φαντασιακής προβολής αυτού που ακόμη δεν είναι, αλλά που μπορεί να είναι και που συνιστά το όραμα της νέας πραγματικότητος η οποία θα γεννηθεί.
Η ουτοπική συνείδηση υπερβαίνει τη δεδομένη πραγματικότητα και την ανατρέπει μέσω μιας βασικής πιθανότητος που περιέχεται εν δυνάμει στην ανθρώπινη οντότητα: το άτομο είναι η θεμελιώδης μονάδα που υποστασιώνει το όραμα της ουτοπικής του ενέργειας. «Εμείς οι ίδιοι έχουμε κληθεί, εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζουμε ακόμη αυτήν την αλήθεια και την τελειότητα αυτήν που γεννάται μέσα μας και μέσα στον κόσμο εν εξελίξει. Είμαστε ακόμη μέσα σε μια παραβολή του εαυτού μας, «μέσα στην ωχρή προσποίηση», μέσα στα σκότη του στιγμιαίως ζην» (Francesco Copellotti: «Ernst Bloch- II Terzo Evangelo e il suo Regno», στο βιβλίο του Ernst Bloch: Ateismo nel Cristianesimo, Fel-trinelli Editore, Μιλάνο, σ. 808). Είναι κατά συνέπεια αυτός ο στόχος της φιλοσοφίας: να αποκαλύψει στο άτομο την ουτοπική του διάσταση, να άπελευθερώσει την πιθανότητα που κρύβεται εντός του και να το ενεργοποιήσει προς την πράξη η όποια κατατείνει στο μέλλον, υπερβαίνοντας την εμπειρική πραγματικότητα, υπερβαίνοντας το υπαρκτό εν ονόματι αυτού που ακόμη δεν υπάρχει. Έτσι, η φιλοσοφία, γίνεται οντολογία του μη-είναι-ακόμη (Noch - Nicht - Sein).
Η ουτοπική σύλληψη του Μπλοχ τείνει προς μία καθολική σύνθεση του κόσμου, προς ένα προφητικό όραμα του μέλλοντος που συντρίβει τα δεσμά του παρόντος και καθοδηγεί το παρόν στην αυτεπίγνωση της ανατρεπτικής του ουσίας, η οποία είναι η αυτεπίγνωση της συνείδησης ότι μπορεί να γίνει αυτό που επιθυμεί να είναι και που ως πιθανότητα το πραγματώνει πέρα από και ενάντια στην εμπειρική πραγματικότητα. Ο ουτοπικός κόσμος του μη-είναι-ακόμη στηρίζεται επάνω στη φαντασιακή διάσταση που τον αποκαλύπτει ως εκπλήρωση, ως τελειότητα ως έσχατον (Ultimum) το όποιο αναδύεται μέσω των πράξεων που κατατείνουν προς το μέλλον: «τέτοιες πράξεις, των όποιων η "ελπίδα" αποτελεί την πλέον γενικευμένη περιγραφή, είναι τόσο γνωστικές όσο και συναισθηματικές, αλλά είναι επίσης η ενεργός δημιουργία μιας ελπιζόμενης πραγματικότητος, μιας κίνησης του σύμπαντος προς την κατεύθυνση της εντελέχειάς του» (Leszek Kolakowski: δ.π., τόμος 3, σ. 421).
Κατά τον Μπλοχ, η αλήθεια αυτής της εντελέχειας του σύμπαντος βρίσκεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος ως αρχετυπική υπόσταση είναι ένα ουτοπικό υποκείμενο. Είναι δηλαδή το σύνολο των μη πραγματωμένων ακόμη δυνατοτήτων του, αλλά και η πιθανότητα της αφύπνησής του μέσα από την εμπειρική πραγματικότητα και καθ’ υπέρβασή της. Αλλά η ανάδυση στο φως της επίγνωσης των υπολανθανουσών πιθανοτήτων του μη-είναι-ακόμη δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς την ανθρώπινη δραστηριότητα: «Οι ψυχές μας περιέχουν στρώματα του μη-συνειδητού-ακόμη, του κρυμμένου μας μέλλοντος ολοκλήρου του όντος˙ δεν είμαστε ακόμη αυτό που πραγματικά και ουσιωδώς είμαστε, και το ίδιο το σύμπαν δεν έχει ακόμη φθάσει στην ουσία του και το κάλεσμα του. Αυτό που είναι η ουσία και το πεπρωμένο του σύμπαντος δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί από την εμπειρική παρατήρηση και τους επιστημονικούς κανόνες, όμως η φαντασία μας είναι ικανή να περικλείει τον κόσμο όπως μπορεί να είναι, αν και ακόμη δεν είναι» (Leszek Kolakowski: ο.π., τόμος 3, σ. 423).
Το προφητικό ύφος και η απολαυστική φύση της ουτοπικής ενόρασης του Μπλοχ δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο μέσω της βιβλικής τους καταγωγής και επιπλέον ενός οράματος που συμπλέκει την ταλμουδική σύλληψη του κόσμου με νεοπλατωνικές και εγελιανές κατηγορίες. Ιδιαίτερα η σύλληψη της μη - εμπειρικής πραγματικότητος επάνω στην όποια εδράζεται το έργο του Μπλοχ, αποτελεί τυπική έκφραση των νεοπλατωνικών και εγελιανών αυτών κατηγοριών (Leszek Kolakowski: ο.π., τόμος 3, σ. 433). Έτσι, μέσα στην οντολογία του μη-είναι-ακόμη η καββαλιστική ενσωμάτωση της νέας ψυχής σε μια ψυχή που διέρχεται το στάδιο της παρούσας ζωής της (ib-bur) βρίσκεται σε έναν μόνιμο διάλογο με την πλατωνική σύλληψη της αναμνήσεως και την αριστοτελική έννοια της εντελέχειας, ενώ παράλληλα ο διάλογος αυτός διαμορφώνεται μέσα από τη γλώσσα της μυστικής του Μάιστερ Έκκαρτ και του Ιάκωβου Μπαίμε, καθώς και της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.
Κατά τον Μπλοχ, το ίδιο το σύμπαν λειτουργεί και δρα ως ένα σύνολο σημάτων, αλληγοριών και συμβόλων μέσα από τα όποια η πιθανότητα του μη-είναι-ακόμη μιλά την άμεση γλώσσα της, τη γλώσσα που συνθέτει την Ουτοπία των υπολανθανόντων στοιχείων που είναι κρυμμένα και όμως παρόντα. Και είναι με αυτήν ακριβώς τη γλώσσα των σημείων και των συμβολικών μορφών που η τέχνη, λειτουργώντας πάντοτε και διαχρονικά ως ένα έσχατο όριο, κατ’ εξοχήν αποκαλύπτει την ουτοπική διάσταση του σύμπαντος και του ατόμου σε μία ενιαία και καθολική σύνθεση. Έτσι, η τέχνη είναι διαρκώς ένα κάλεσμα του ανθρώπου και μια πρόκληση που τον παρασύρει στην αυτεπίγνωση της πιθανότητός του να μεταλλάξει το μη υπάρχον, το κρυμμένο σήμα, σε ελπίδα και όραμα του μέλλοντος. Είναι εμφανές ότι εφόσον η σύλληψη του μη-είναι-ακόμη αναδύεται μόνο μέσω της ανθρώπινης δράσης, υπερβαίνοντας την εμπειρική πραγματικότητα, προϋποθέτει τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα, προϋποθέτει δηλαδή το βασίλειο της Ελευθερίας και το όραμα του καινούργιου κόσμου, ο όποιος γεννιέται ως τόπος ουτοπικής φαντασιακής προβολής της ανθρώπινης ελπίδας: «Το όχι - ακόμη είναι επίσης το εδώ - και - τώρα: παρεισδύει μέσα στο παρόν ως επαναστατική συνείδηση, ως η υποθετική νίκη μιας μοναδικής επαναστατικής στιγμής» (Maynard Solomon: ο.π., σ. 84). Αυτή η θεμελιώδης σχέση του μη-είναι-σκόμη με το παρόν και την επαναστατική μεταστοιχείωση της κρατούσας τάξης πραγμάτων, προσεγγίζει το ουτοπικό πνεύμα του Ερνστ Μπλοχ σε μιαν επαναστατική γλώσσα, της οποίας έκφραση αποτελεί η μαρξιστική αντίληψη του κόσμου. Ωστόσο, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ενορατική ουσία της σύλληψης του Μπλοχ απορρέει από κάποια μαρξική θεώρηση. Βέβαια, η γλώσσα του Μπλοχ θέλει να ενσωματώσει, και ως έναν βαθμό το επιτυγχάνει, το μαρξικό ιδεώδες της επαναστατικής αυτεπίγνωσης, του κριτικού και επαναστατικού στοιχείου της ανθρώπινης δραστηριότητος μέσα από το όποιο αναδύεται το όραμα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπλοχ αποκαλεί την ουτοπική του σύλληψη «συγκεκριμένη Ουτοπία», θέλοντας με τη σειρά του να την αντιδιαστείλει προς την αφηρημένη Ουτοπία, τις πολιτικές διαστάσεις της οποίας καταπολεμούσε ο Μαρξ ως φανταστικές και αντιδραστικές. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο μαρξισμός παραμένει για την οντολογία του Μη-Είναι-Ακόμη ένα εξωτερικό περίβλημα, ένας επιπρόσθετος χώρος ο όποιος επικάθεται επάνω στη γλώσσα του Μπλοχ ως μια «ξεχωριστή πολιτική ιδεολογία» (Leszek Kolakowski: ο.π., τόμος 3, σ. 423).
Η οντολογία του μη-είναι-ακόμη, η βιβλική κοσμογονία που το ουτοπικό πνεύμα του Ερνστ Μπλοχ ευαγγελίζεται μέσα από την ελπίδα της μη - εμπειρικής πραγματικότητας διατηρεί ακέραια την αυτόνομή της έκφραση, το αποκαλυπτικό της ύφος, και ίσως ένα όραμα μεσσιανικό που όσο και αν επιχειρεί την ταύτισή του με το μαρξικό ιδεώδες, μόνον αποσπάσματα (ενδεχομένως τα πιο πολύτιμα) της μαρξικής γλώσσας είναι δυνατόν να συντηρήσει.
[ΟΥΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το κείμενο των συζητήσεων που ακολουθεί δημοσιεύθηκε από τον Μ. Λάντμαν στο τεύχος 25 του περιοδικού Telos, το φθινόπωρο του 1975. Οι συζητήσεις έγιναν στο νησί Κορτσιούλα στις ακτές της Δαλματίας, και οργανώθηκαν από τους έκδοτες του περιοδικού Praxis. Οι συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από 14 μέχρι 24 Αυγούστου 1968, προκειμένου να τιμηθεί η 150η επέτειος από τη γέννηση του Μαρξ. Θέμα του καλοκαιρινού αυτού σεμιναρίου ήταν: «Ο Μαρξ και η Επανάσταση». Το κείμενο των συζητήσεων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Telos μεταφράστηκε από τα γερμανικά από τον David Parent.
Θέλοντας να κρατήσουμε τη συνοχή του κειμένου των συζητήσεων, παραλείψαμε ορισμένα περιγραφικά μέρη του Λάντμαν, καθώς και βιογραφικές αναφορές του Ερνστ Μπλοχ. Επίσης, δεν περιλάβαμε τέσσερις βιβλιογραφικές αναφορές, οι όποιες δεν προσθέτουν τίποτε σε ένα ζωντανό κείμενο συζητήσεων. Πιστεύουμε ότι το κείμενο των συζητήσεων παρουσιάζεται έτσι με μια ενιαία μορφή, αν και ο προφορικός χαρακτήρας του το εξαναγκάζει πολλές φορές σε άλματα και θεματικές μεταπτώσεις.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου