[...]
Ο Μαξ Μπροντ έχει πει: «Ο κόσμος των πραγματικοτήτων εκείνων που του ήταν σημαντικές ήταν αόρατος». Αυτό που ο Κάφκα θα μπορούσε λιγότερο από κάθε άλλο να δει ήταν το gestus. Κάθε χειρονομία αποτελεί καθ’ εαυτήν ένα γεγονός -ένα δράμα θα μπορούσε κανείς να πει. Η σκηνή πάνω στην οποία παίζεται αυτό το δράμα είναι το Θέατρο του Κόσμου το όποιο ανοίγεται προς τον ουρανό. Από την άλλη μεριά, αυτός ο ουρανός είναι μόνο το υπόβαθρο˙ το να τον εξερευνήσει κανείς σύμφωνα με τους δικούς του νόμους θα ήταν σαν να κορνιζάρει το ζωγραφισμένο σκηνικό μιας θεατρικής σκηνής και να το κρέμα στον τοίχο μιας γκαλερί. Όπως ο Ελ Γκρέκο, ο Κάφκα ξεσκίζει ορθάνοιχτο τον ουρανό πίσω από κάθε χειρονομία˙ αλλά όπως συμβαίνει και στον Γκρέκο -που υπήρξε ο προστάτης άγιος των Εξπρεσιονιστών- η χειρονομία παραμένει το αποφασιστικό θέμα, το κέντρο του γεγονότος. Οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει την ευθύνη να χτυπήσουν την πύλη του πύργου περπατούν πλάι-πλάι από φόβο. Ένας Κινέζος ηθοποιός έτσι απεικόνιζε τον τρόμο, όμως κανείς δεν θα ‘κανε την αρχή. Σε κάποιο άλλο σημείο ο ίδιος ο Κ. παίζει λιγάκι θέατρο. Χωρίς να το καταλαβαίνει εντελώς, «αργά [...] με τα μάτια του να μην κοιτάζουν κάτω αλλά προσεκτικά να ατενίζουν προς τα πάνω, πήρε ένα χαρτί απ’ το γραφείο, το τοποθέτησε στην παλάμη του χεριού του και σιγά-σιγά το σήκωσε μέχρι πού να φτάσει τούς κυρίους, ενώ την ίδια στιγμή σηκωνόταν κι αυτός. Δεν είχε τίποτε συγκεκριμένο στο μυαλό του, όμως άρπαξε μονάχα με το αίσθημα ότι αυτό ήταν που θα έπρεπε να κάνει μιας και είχε συμπληρώσει την μεγάλη αίτηση που θα τον δικαίωνε πλήρως». Αυτή η ζωώδης χειρονομία συνδυάζει το ανώτατο σημείο του μυστηρίου με την ανώτατη απλότητα. Είναι δυνατό να διαβάζει κανείς για αρκετό καιρό τις ιστορίες ζώων του Κάφκα χωρίς να καταλαβαίνει ότι δεν αφορούν καθόλου ανθρώπινα όντα. Όταν κανείς αναλογισθεί το όνομα του ζώου -πίθηκος, σκυλί, τυφλοπόντικας-, κοιτάζει με τρόμο και αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται ήδη πολύ μακριά από την περιοχή του ανθρώπου. Όμως είναι πάντα ο Κάφκα˙ αυτός αποσπά την ανθρώπινη χειρονομία από τα παραδοσιακά της στηρίγματα κι έτσι έχει ένα θέμα για να το συλλογίζεται ατέλειωτα.
Αρκετά παράδοξα, αυτές οι σκέψεις δεν έχουν τέλος ακόμη κι όταν η αφετηρία τους είναι ένας από τούς φιλοσοφικούς μύθους του Κάφκα. Ας πάρουμε για παράδειγμα, την παραβολή «Μπροστά στον Νόμο». Ο αναγνώστης που τη διαβάζει στο «Ένας γιατρός του χωριού» πιθανόν να ξαφνιάζεται από τον νεφελώδη συμβολισμό της. Ωστόσο θα έφτανε άραγε στην ατέλειωτη σειρά των συλλογισμών που γίνονται αισθητοί σ’ αυτή την παραβολή στο μέρος εκείνο όπου ο Κάφκα αναλαμβάνει να την ερμηνεύσει; Αυτό γίνεται, από τον Ιερέα στη Δίκη και σε μια τέτοια σημαντική στιγμή όπου φαίνεται σαν το μυθιστόρημα να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ξεδίπλωμα της παραβολής. Η λέξη «ξεδίπλωμα» έχει διττή έννοια. Ένα μπουμπούκι ξεδιπλώνεται σε άνθος, όμως το καραβάκι που μαθαίνει κανείς τα παιδιά να φτιάχνουν διπλώνοντας ένα χαρτί, ξεδιπλώνεται και γίνεται επίπεδο φύλλο χαρτιού. Αυτό το δεύτερο είδος «ξεδιπλώματος» ταιριάζει πραγματικά στην παραβολή˙ είναι ευχαρίστηση του αναγνώστη να τη λειαίνει ώστε να κρατά το νόημά της στην παλάμη του χεριού του. Ωστόσο, οι παραβολές του Κάφκα, ξεδιπλώνονται με την πρώτη έννοια, με τον τρόπο που ένα μπουμπούκι γίνεται άνθος. Αυτός είναι ο λόγος που το αποτέλεσμα τους μοιάζει με ποίηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αφηγηματικά του κομμάτια ανήκουν πλήρως στην παράδοση των δυτικών αφηγηματικών μορφών˙ έχουν μάλλον μια παρόμοια σχέση προς το δόγμα όπως η Haggadah προς την Halackah (Haggadah: ραβινικός προφορικός σχολιασμός της Παλ. Διαθήκης που μαζί με τη Halackah συνιστούν το ερμηνευτικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το Midrash). Δεν είναι παραβολές, κι επιπλέον δεν επιδέχονται μια ερμηνεία με βάση την επιφανειακή τους αξία˙ μπορεί κανείς να τις τσιτάρει και να τις χρησιμοποιήσει για επεξηγηματικούς σκοπούς. Όμως έχουμε άραγε πράγματι το δόγμα που ερμηνεύουν οι παραβολές του Κάφκα και που επεξηγούν οι στάσεις του Κ. και οι σωματικές κινήσεις των ζώων του; Τέτοιο δόγμα δεν υπάρχει˙ όλο κι όλο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι εδώ κι εκεί έχουμε κάποιον υπαινιγμό δόγματος. Ο Κάφκα θα μπορούσε να πει ότι όλα αυτά είναι λείψανα που μεταδίδουν το δόγμα, αν και θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε το ίδιο καλά σαν πρόδρομους που προετοιμάζουν το δόγμα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση πρόκειται για ένα ερώτημα σχετικά με το πως η ζωή και η εργασία οργανώνονται μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα αυτό όλο και περισσότερο απασχολούσε τον Κάφκα καθώς δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Αν ο Ναπολέων, στην περίφημη συζήτηση του με τον Γκαίτε στην Ερφούρτη, Αντικατέστησε την πολιτική μΕ τη μοίρα, ο Κάφκα, παραλλάζοντας την πρόταση αυτή, θα μπορούσε να είχε ορίσει την οργάνωση ως πεπρωμένο. Δεν την αντιμετωπίζει μόνο στην εκτεταμένη ιεραρχία της υπαλληλίας στη Δίκη και στον Πύργο, αλλά ακόμη περισσότερο συγκεκριμένα στα δύσκολα και έξω από κάθε υπολογισμό κατασκευαστικά σχέδια των οποίων το σεβάσμιο μοντέλο περιγράφει στο «Σινικό Τείχος».
Το τείχος έπρεπε να εξασφαλίζει την προστασία για αιώνες˙ κατά συνέπεια, η πλέον ευσυνείδητη φροντίδα στην κατασκευή, η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής σοφίας όλων των γνωστών εποχών και λαών, ένα σταθερό συναίσθημα προσωπικής ευθύνης εκ μέρους των κατασκευαστών, ήσαν απαραίτητες προϋποθέσεις για το έργο. Βέβαια, για τις παρακατιανές εργασίες, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανίδεοι μεροκαματιάρηδες μέσα από τον όχλο, άντρες, γυναίκες και παιδιά, οποιοσδήποτε ήθελε να προσφέρει τις υπηρεσίες του με καλό μεροκάματο˙ όμως για την επίβλεψη χρειάζονταν ένας άνθρωπος ειδικευμένος στις κατασκευές [...] Εμείς -και δω μιλάω εξ ονόματος πολλών— δεν γνωρίζαμε πραγματικά τον εαυτό μας μέχρι που να εξετάσουμε προσεκτικά με κάθε λεπτομέρεια όλα τα διατάγματα της ανώτατης διοίκησης· τότε ανακαλύψαμε ότι χωρίς την ηγεσία ούτε οι θεωρητικές μας γνώσεις ούτε ο κοινός μας νους θα μπορούσαν να επαρκέσουν για το ταπεινό έργο που προσφέραμε στο μεγάλο σύνολο.
Αυτού του είδους η οργάνωση μοιάζει με μοίρα. Ο Μετσνίκοφ που υπογράμμισε το γεγονός αυτό στο περίφημο βιβλίο του «Ο Πολιτισμός και οι Μεγάλοι Ιστορικοί Ποταμοί», χρησιμοποιεί μια γλώσσα που θα μπορούσε να ήταν του Κάφκα.
Τα κανάλια του Γάγγη και τα φράγματα του Κίτρινου Ποταμού, γράφει, είναι κατά πάσα πιθανότητα το αποτέλεσμα της επιδέξιας οργανωμένης συνολικής εργασίας των [...] γενεών. Η μικρότερη απροσεξία στην εκσκαφή μιας τάφρου ή στο αντιτοίχισμα ενός φράγματος, η ελάχιστη αμέλεια ή εγωιστική συμπεριφορά εκ μέρους ενός ατόμου ή μιας ομάδας στη συντήρηση του κοινού υδραυλικού πλούτου γίνεται, κάτω από τέτοιες ασυνήθιστες περιστάσεις, η πηγή κοινωνικών κακών και κοινωνικής δυστυχίας με πολλές επιπτώσεις. Κατά συνέπεια, ένας ζωοποιός ποταμός απαιτεί επί ποινή θανάτου μια στενή και σταθερή αλληλεγγύη ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων που είναι συχνά ξένοι μεταξύ τους ή ακόμη και εχθρικοί˙ καταδικάζει τον καθένα σε μόχθους των όποιων η κοινωφελής χρησιμότητα αποκαλύπτεται μόνο με την πάροδο του χρόνου και των όποιων ο σκοπός αρκετά συχνά παραμένει εντελώς απροσπέλαστος από το συνηθισμένο άτομο.
Ο Κάφκα επιθυμούσε να συναριθμείται ανάμεσα στα συνηθισμένα άτομα. Έσπρωχνε κάθε φορά τον εαυτό του στα όρια της κατανόησης, και ήθελε να σπρώχνει και τους άλλους παρόμοια. Μερικές φορές φαίνεται να πλησιάζει τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέβσκι: «Έτσι έχουμε μπροστά μας ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Και ακριβώς επειδή είναι μυστήριο είχαμε από πάντα το δικαίωμα να το κηρύξουμε, να διδάξουμε τους ανθρώπους ότι εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ούτε η ελευθερία, ούτε η αγάπη, αλλά το αίνιγμα, το μυστικό, το μυστήριο που μπροστά του πρέπει να σκύβουν το κεφάλι - χωρίς σκέψη κι ακόμη ενάντια στη συνείδηση τους». Ο Κάφκα δεν απέφυγε πάντα τους πειρασμούς του μυστικισμού. Υπάρχει μια ημερολογιακή καταγραφή σχετικά με τη συνάντησή του με τον Ρούντολφ Στάινερ˙ στην τυπωμένη της μορφή τουλάχιστον δεν αποκαλύπτει τη στάση του Κάφκα απέναντι του. Απέφυγε άραγε να πάρει θέση; Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα γραφτά του δεν αποκλείει μια τέτοια πιθανότητα. Ο Κάφκα είχε μια σπάνια ικανότητα να δημιουργεί για τον εαυτό του παραβολές. Κι όμως οι παραβολές του ποτέ δεν εξαντλούνται απ’ ό,τι είναι ερμηνεύσιμο, αντίθετα, έπαιρνε όλες τις κατανοητές προφυλάξεις ενάντια στην ερμηνεία των κειμένων του. Πρέπει κανείς να βρίσκει τον δρόμο του μέσα απ’ αυτές επιφυλακτικά, προσεκτικά και με πολλές προφυλάξεις. Πρέπει κανείς να έχει κατά νου τον τρόπο με τον οποίο διαβάζει ο Κάφκα, όπως αυτός δείχθηκε στο παράδειγμα της ερμηνείας του στην παραβολή που αναφέραμε πιο πάνω. Η διαθήκη του είναι μια άλλη περίπτωση για διερεύνηση. Δεδομένης της προϊστορίας της, η εντολή με την οποία ο Κάφκα διέταξε την καταστροφή των φιλολογικών καταλοίπων του είναι τόσο ανεξιχνίαστη, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με τις απαντήσεις του θυρωρού μπροστά στον Νόμο. Ίσως ο Κάφκα, που η κάθε μέρα του όσο ζούσε τον έφερνε αντιμέτωπο με άλυτα προβλήματα συμπεριφοράς και με ανεξιχνίαστες επαφές, κατά τον θάνατο του να θέλησε να δώσει στους συγχρόνους του μια γεύση απ’ τα δικά τους γιατρικά.
Ο κόσμος του Κάφκα είναι ένα παγκόσμιο θέατρο. Γι’ αυτόν, ο άνθρωπος απ’ το ξεκίνημά του βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Η απόδειξη για την πουτίγκα είναι το γεγονός ότι όλοι είναι αποδεκτοί από το Φυσικό Θέατρο της Οκλαχόμα. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την αποδοχή, είναι κάτι που δεν μπορεί να προσδιορισθεί. Το δραματικό ταλέντο, το πλέον προφανές κριτήριο, φαίνεται να μην έχει σημασία. Ωστόσο αυτό μπορεί να εκφραστεί και αλλιώς: όλο κι όλο που αναμένεται από τους υποψήφιους είναι η ικανότητα να παίζουν τους εαυτούς τους. Δεν είναι πια μέσα στην περιοχή της πιθανότητας ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, οσάκις παρουσιάζεται ανάγκη, όντας αυτό που δηλώνουν πως είναι. Με τους ρόλους τους οι άνθρωποι αυτοί ψάχνουν για μια θέση στο Φυσικό Θέατρο, όπως ακριβώς τα έξι πρόσωπα του Πιραντέλο αναζητούν συγγραφέα. Για όλους αυτούς η θέση αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο, το όποιο δεν αποκλείεται να είναι η σωτηρία τους. Η σωτηρία δεν είναι η επιβράβευση της ύπαρξης, αλλά η τελευταία διέξοδος για κείνον του οποίου ο δρόμος, όπως λέει ο Κάφκα, «είναι μπλοκαρισμένος[...] από το ίδιο του το μέτωπο». Ο νόμος αυτού του θεάτρου περιέχεται σε μια πρόταση από την «Ανακοίνωση σε μια Ακαδημία: «Μιμούμουνα τους ανθρώπους γιατί γύρευα διέξοδο, όχι για κάποιον άλλο λόγο». Πριν να τελειώσει η δίκη του, ο Κ. φαίνεται να κάνει κάποια μίμηση όλων αυτών των πραγμάτων. Ξαφνικά στρέφεται προς τους δυο κυρίους πού φορούν ψηλά καπέλα και οι όποιοι έχουν έρθει γι’ αυτόν και τους ρωτά: «Σε ποιό θέατρο παίζετε; "Θέατρο;" ρώτησε ό ένας, συστρέφοντας τις γωνίες του στόματός του καθώς κοίταζε να πάρει κάποια συμβουλή απ’ τον άλλο, που φερότανε σαν μουγγός που αγωνίζεται να ξεπεράσει μια μόνιμη ανικανότητα». Οι δυο άνθρωποι δεν απαντούν σ’ αυτή την ερώτηση, όμως υπάρχουν πολλά που δείχνουν πως η ερώτηση έχει βρει τον στόχο της.
[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου