19 Δεκεμβρίου 2015

Περί Ερμηνείας [Βασίλης Λαμπρόπουλος] ( IV )

./..

Εν τούτοις, δεν υπάρχει άλλος δρόμος διαφυγής της ερμηνευτικής διαδικασίας από την προέκταση του λαβύρινθου. Κάθε νέα ερμηνεία είναι αναγκασμένη να δώσει ξανά τη «μάχη των βιβλίων» τη μάχη Αρχαίων και Συγχρόνων, όπου τίποτε δεν είναι βέβαιο ή τελεσίδικο. Κάθε ερμηνεία είναι μια νέα (ανα)διάταξη του χάους, του παρελθόντος, των γενεών και της βιβλιοθήκης. Μπορεί όμως, να αποφύγει την ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας και το φανατισμό του κομματισμού με δυο τρόπους, που πρέπει να αναχθούν σε αρχές συμπεριφοράς:
Α) Εκθέτοντας ποια είναι η δική της θέση στο παιχνίδι και πως και ή θέση αυτή προβλέπεται από τους κανονισμούς και εξυπακούεται για την τέλεση του αγώνα. Δείχνοντας επίγνωση της ρητορικής φύσης της, υποδεικνύει ότι σκοπός (και αξία) της Ερμηνευτικής είναι η προαγωγή της κριτικής σκέψης. (Εδώ η σημασία μιας ιδιαίτερης μορφής βίας, της παρωδίας, μπορεί να
σταθεί αποφασιστική). Αφού η ερμηνεία αποτελεί μέρος του παιχνιδιού, είναι και αυτή αισθητική δραστηριότητα.
Β) Εκθέτοντας τη θεσμική φύση του παιχνιδιού της αισθητικής επικοινωνίας και τονίζοντας την εξάρτηση των άξιων (που οι άλλοι χειροκροτούν) από τις δοσμένες συμβάσεις. Επισημαίνοντας ότι οι αξίες είναι εγωιστικές επιδόσεις, που μετρώνται με την καθιερωμένη βαθμολογική κλίμακα (και δεν έχουν αυτόνομη ισχύ). αποκαλύπτει τη μερικότητα τωνv αρχών της Αισθητικής και επιτρέπει το πέρασμα απτό τη σημανάλυση στη σημιοκλασία.

Ο ερμηνευτής πρέπει να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει χώρος σημασιολογικά προνομιούχος˙ πρέπει ο ίδιος να εφεύρει τη δομή και να αποδώσει το νόημα, καλλιεργώντας παράλληλα την πολυδυναμία και την αμφισημία του: οφείλει να αντισταθεί στη γοητεία της υπόθεσης ενός ακέραιου όλου και να μη δώσει απολυτότητα / οριστικότητα στην ερμηνεία του. Επισύροντας την προσοχή στη στοιχειακή συμβατικότητα πρέπει αποτρέψει την αυτοματοποίηση, που επέρχεται από την αγκύλωση της κατανόησης σε μορφές φαντασιακής συνοχής και φυσικότητας, όπου σημείο και αντικείμενο ταυτίζονται. Βέβαια η κατανόηση είναι κατ’ ανάγκη μια τελεολογική διαδικασία˙ αν, όμως, κανείς αφεθεί και πεισθεί από τα ρητορικά σχήματα, και θεωρήσει την ακολουθία των νοημάτων λογική και την αλληλουχία τους αυτονόητη, αν θεωρήσει τα μέρη ισόρροπα και το όλον άρτιο, τότε επιτελεί μια ιδεαλιστική ανάγνωση. Αλλά στην ερμηνεία δεν διακυβεύεται η αλήθεια του έργου παρά η διαθεσιμότητά του. Γι’ αυτό ο ερμηνευτής πρέπει να διευκολύνει τον εννοιολογικό πληθωρισμό και τη σημασιολογική ευφορία κάνοντας το έργο διαρκώς αλλόκοτο, αιφνιδιάζοντας τις προσδοκίες (και τις επιθυμίες) που προκαλούν την αδρανή πρόσληψη, δείχνοντας πως η περίσσεια του πλεονάζει από κάθε πολιτισμικό πρότυπο της τέχνης.

Το έργο δομείται από τη σχέση του με τις περιστάσεις της πρόσληψης του και από τις συμβάσεις του γένους και του είδους του όπως ενσαρκώνονται στις αισθητικές προσδοκίες του παραλήπτη. (Και η εκπλήρωση του πόθου είναι γλωσσικό φαινόμενο: η σύμπτωση προσδοκίας και χρήσης). Η Ρητορική της τέχνης μελετά τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα και περιγράφει την αισθητική μας ικανότητα — τις σημασιοδοτικές διαδικασίες με τις οποίες χαρακτηρίζουμε και ερμηνεύουμε τα  καλλιτεχνήματα˙ περιγράφει τους εκάστοτε κανόνες κατά τους οποίους διάφορες μονάδες και στοιχεία αναπτύσσουν μεταξύ τους σχέσεις και λειτουργούν ως πολιτιστικά φαινόμενα (δηλαδή σημεία), και ειδικότερα τους όρους πρόκυψης των αισθητικών από τα  σημειωτικά αντικείμενα. Η Ρητορική συνιστά τη μέθοδο (και την αυτογνωσία) της Ερμηνευτικής. Θεωρεί το νόημα προβληματικό και έρευνα τις συνθήκες και παραμέτρους της πρόσληψης του καλλιτεχνήματος — δηλαδή την αισθητική προσληπτικότητα: ποιοι όροι και περιορισμοί καθιστούν διάφορες σημαίνουσες πρακτικές δυνητικές αναγνώσεις που εναποθέτουν τάξη και σημασία στο έργο. Η Ρητορική, ως θεωρία της πρόσληψης, εξετάζει τη σύγκρουση των δυνητικών αναγνώσεων, που αλληγορικά προτείνει το καλλιτέχνημα, με τις τεχνικές εννοημάτωσης που επιστρατεύει ο δέκτης — σύγκρουση από την οποία κάθε φορά προκύπτει το «έργο» ως η ερμηνεία του. Η Ρητορική θέτει τις προϋποθέσεις της πολλαπλής ανάγνωσης, που δεν επιτρέπει να αναχθεί σε κάποιο στατικό υπερβατικό «περιεχόμενο», αλλά συμβάλλει στη διαδικασία διάχυσης και πολλαπλασιασμού του νοήματος.

Η νοσταλγία του κόσμου, μέσα στη γλώσσα, που θέτει ως υπαρκτικό μας τρόπο την έλλειψη συνιστά τη ρητορική της Πτώσης: μια θρηνωδία για την απώλεια του πράγματος, του έργου, του σημαινομένου, του υποκειμένου, του άλλου — μια αποκαλυπτική προφητεία της Πρώτης Αρχής˙ μια εβραϊκή τύψη. Και όμως, ότι ξέρουμε είναι η γλώσσα και αυτό που έχουμε να πούμε αναφέρεται (μεταφορικά) στη γλώσσα — γιατί μόνο αν κατέχεις μια γλώσσα έχεις κάτι να πεις˙ όλα τα άλλα είναι μεταφορά και μετάφραση. Η γλώσσα θεωρήθηκε σαν τίσις της ύβρεως και λόγος της Βαβέλ, καταδικάστηκε σαν υποκατάστατο της γνώσης και φυλακή του πνεύματος. και όμως, η ίδια η γλώσσα που προτείνει την αναγκαιότητα δίνει και την (υποτιθέμενη) δυνατότητα (και τους όρους) της κριτικής της. Η θεολογία της στέρησης και της εγκόσμιας εξορίας, που σήμερα έχει τη φωνή του γλωσσοκεντρικού υπαρξισμού και της αυτιστικής ειρωνείας μάταια επιμένει να αγνοεί ή να διαψεύδει την ανθηρότητα της γραφής της και να επιδεικνύει τον μηδενισμό της. Η σύγχρονη κριτική κρίση έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δυο κύρια ρεπερτόρια: τα αποκαλυπτικά παιχνίδια και τα ερμηνευτικά παιχνίδια. Σπάνια η διάκριση / διάσταση θεολογίας και φιλοσοφίας είχε γίνει οξύτερη.

Το ανοιχτό έργο και η γόνιμη, ασύμβατη προς αυτό ερμηνεία, επαναθέτουν διαρκώς το πρόβλημα της αξίας, παρακάμπτοντας τον πειρασμό της οριστικής βαθμολόγησης και αναφερόμενοι σε θεσμικούς κανόνες και πολιτιστικά παιχνίδια, δηλαδή σε ρητορικές καταστάσεις. Η Ερμηνευτική προβάλλει τη σχετικότητα των άξιων — το γεγονός της αποσπασματικότητας και συμβατικότητάς τους — και καταδεικνύει ότι αυτός είναι γενικά ο μοναδικός χώρος όπου δρα / νοεί το ανθρώπινο πνεύμα: ότι οι αλήθειες, τα γεγονότα, τα δεδομένα, οι ιδέες δεν είναι παρά αξιολογικοί «τρόποι», δηλαδή ερμηνευτικοί τροπισμοί. Μια αντιθετική και αντίπαλη Ερμηνευτική είναι οπωσδήποτε παράβαση και παραβίαση των αποδείξεων: η αποκάλυψη της αξιολογικής φύσης κάθε ερωτήματος, μια επιστημολογική κριτική του δικαιϊκού συστήματος που κάθε φορά επικρατεί και διεκδικεί (δηλαδή επιζητεί να ταυτιστεί με) την πραγματικότητα. Η αληθινή αντίσταση δεν ασκείται στο σύστημα — γιατί τότε θα είχε εξουσιαστικό χαρακτήρα και θα έτεινε να σφετεριστεί αισθητικές λειτουργίες — αλλά στη συστηματικότητα, που οργανώνει σε πειθαρχίες τον κόσμο. Η αντίσταση αντιβαίνει στην επιβολή κάθε αλήθειας και ασκείται ως κατάδειξη των κατηγοριών των προϋποθέσεών της. Η αντίσταση αποτελεί το ρητορικό ήθος της Ερμηνευτικής, αφού η Ρητορική ως επιστημολογία του λόγου καταδεικνύει τους «τρόπους» και τα «σχήματα» τα όποια σχηματοποιούν και μεταμφιέζουν τη μίμηση σε αναπαράσταση, τη σχέση σε ιδιότητα, την αξία σε οντολογική κατηγορία. Αν η ερμηνεία δεν μπορεί ποτέ να τελειωθεί, αυτό οφείλεται στην έλλειψη αντι-κειμένου, αφού κάθε σημείο συνιστά ήδη εξ ορισμού ερμηνεία κάποιου άλλου, έτσι ώστε κάθε διασάφηση να καταλήγει σε διαστροφή. Το απατηλό βάθος του έργου, που αποκαλείται «μήνυμα» ή «περιεχόμενο» δεν είναι παρά η άβυσσος των επάλληλων μεταφραστικών επιπέδων, που χάνει κάτω από κάθε σημασιοδότηση. Η αντίσταση είναι μια απεγνωσμένη πράξη αυτοσυντήρησης της σκέψης μέσα στον απειλητικό κλοιό των αντικρυστών καθρεφτών, της ταυτολογίας της γλώσσας — μια πράξη ελευθερίας που θέτει τη ζωή πάνω από κάθε ορισμό και περιγραφή της, το παίξιμο πάνω από κάθε παιχνίδι.

Η αξιολογία είναι η αναπόφευκτη ιεράρχηση που έπεται κάθε συστηματικής διάταξης. Η Ερμηνευτική ως επιστημολογία της γνωσιολογίας λειτουργεί κριτικά σαν μια Ρητορική της αξιολογίας και προσπαθεί να αναπτύξει έναν κριτικό λόγο χωρίς προνόμια καταγωγής, τάξης και ταυτότητας, ο οποίος να υπενθυμίζει τη γλωσσική φύση κάθε δήλωσης: το αναπόφευκτο και ανυπέρβλητο του ορίζοντα της γλώσσας, που είναι ο ορίζοντας της σκέψης. Στο τέλος μιας τέτοιας έρευνας (που είναι μόνο μια φαινομενική στάση) δεν καιροφυλακτεί ό μηδενισμός της εγωπαθούς αναδίπλωσης της ερμηνείας στον εαυτό της, αφού και η ταυτολογία και η έσχατη επίγνωσή της επιτρέπονται και πάλι από μια άπειρη και ανεξάντλητη γλώσσα, που ακόμα και όταν (προσποιητά) θέτει ως πρόβλημα τη φύση της, ομιλεί και έτσι επιβεβαιώνεται / επαληθεύεται. _

Δεν υπάρχουν σχόλια: