Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 22, Νοέμβριος 1983) του Στέφανου Ροζάνη.
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ
(Κριτικές παρατηρήσεις στο ύφος και το ήθος μιας «Εισαγωγής»)
Στόχος των παρατηρήσεων που ακολουθούν δεν είναι η ανάπτυξη κριτικών θέσεων πάνω στις σημαντικές εργασίες, που περιλαμβάνονται στο έργο του Γιάννη Μ. Καλιόρη «Παρεμβάσεις» (Κέδρος, 1981). Οι παρατηρήσεις αυτές αποβλέπουν κυρίως στη θεμελίωση ενός κριτικού διαλόγου και μιας γόνιμης αντιφωνίας στον χώρο της πνευματικής βιογραφίας που επιβάλλει το ύφος και το ήθος της «Εισαγωγής» του έργου, επιχειρώντας να σημασιοδοτήσει την δύσκολη, όσο και αγωνιώδη, πορεία του συγγραφέως να διαβεί μέσα από τις συμπληγάδες μιας προσωπικής εμπλοκής σε ένα σύστημα ιδεών και να υπερβεί, συναισθηματικά και βιωματικά, τις δεσμευτικές του συστήματος συμβάσεις, απελευθερώνοντας τον στοχασμό του με μιαν αυθόρμητη κίνηση προς τον ανοιχτόν ορίζοντα ενός προβληματισμού, ο όποιος γνωρίζει πλέον τα όριά του, πληρώνει το ψυχολογικό του τίμημα, αποδέχεται την ένοχή του τιμήματος και εμμένει στην αυθεντικότητά του ως μοναδικής σωστικής ενέργειας, ως τελικού κριτηρίου και αυτοσκοπού της εκφραστικής του περιπέτειας.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του γράφοντος για την «Εισαγωγή» (που, ωστόσο, αποτελεί, κατά την ομολογία του συγγραφέως της, «ένα ακόμα δοκίμιο», το πιο πυκνό, και βιωματικά και νοηματικά, θα προσέθετα), το ενδιαφέρον, λοιπόν, αυτό δεν είναι παράξενο και ούτε υποτιμά τον ρόλο του δοκιμιογραφικού σώματος των «Παρεμβάσεων». Είναι και φυσιολογικό και ευεξήγητο. Φυσιολογικό, διότι η «Εισαγωγή» διασταυρώνεται, περισσότερο από κάθε άλλη δοκιμιακή έκφραση του συγγραφέως, με τα πνευματικά ενδιαφέροντα, τις θέσεις και τις εκφραστικές αγωνίες του γράφοντος. Ευεξήγητο, διότι όλες οι υπόλοιπες εργασίες των «Παρεμβάσεων» υπήρξαν αντικείμενο κριτικής επεξεργασίας, συζητήσεων, ιδεολογικών και πνευματικών ζυμώσεων, συμφωνιών και διαφωνιών, την εποχή ακόμη που εγράφονταν, και έτσι δεν θα είχε νόημα εδώ να επαναληφθούν γνωστές μεταξύ κοινών πνευματικών κύκλων αναφορές, διότι και αναχρονιστικές θα ήσαν και δεν θα διέθεταν την αυθορμησία που η αντιμετώπιση νέων θέσεων και η πρόσβαση σε νέους χώρους βιωματικού προσανατολισμού προϋποθέτει, τουλάχιστον για τον γράφοντα. Επειδή ανήκουμε στην ίδια γενεά με τον συγγραφέα, επειδή παράλληλη αγωνία μας συνείχε στο εντός ή εκτός των ιδεολογικών μας εμπλοκών (σε διάσταση, αλλά ποτέ σε αντιπαλότητα), επειδή πάντα, όπως άλλωστε και ο ίδιος το ομολογεί, διατηρούσαμε σχέσεις «αδιατάρακτης αμφιθυμίας», πιστεύω ότι οι γραμμές που ακολουθούν θα σκιαγραφήσουν αντί μιας, δύο πνευματικές βιογραφίες σε αντιπαράθεση, αλλά όχι σε αντιδιαστολή. Διότι οι κοινές αφετηρίες ήσαν και παραμένουν κοινοί δεσμοί, η δε διάσταση, αντιφωνία κριτική που συντηρεί το ύφος και το ήθος της «αδιατάρακτης αμφιθυμίας» μέσα σε χώρους γόνιμης και έντιμης πνευματικής Ανταλλαγής.
Τρία είναι τα σημεία στα οποία θα κεντροποιηθεί ο κριτικός διάλογος:
α) η διαφοροποίηση μεταξύ κριτικής και δοκιμίου, την οποία με θαυμάσια ενάργεια, πειστικότητα και αναλυτική βαθύτητα επισημαίνει ό συγγραφέας˙
β) η αποδοχή μιας «ολότητας σημασιών», ως στοιχείου εσωτερικής ζωής και κίνησης του καλλιτεχνικού μορφώματος, όπως αυτή εντοπίζεται στην μελέτη της λογοτεχνίας, με αναφορά στην κλασσική μυθιστορία˙ και
β) η αποδοχή μιας «ολότητας σημασιών», ως στοιχείου εσωτερικής ζωής και κίνησης του καλλιτεχνικού μορφώματος, όπως αυτή εντοπίζεται στην μελέτη της λογοτεχνίας, με αναφορά στην κλασσική μυθιστορία˙ και
γ) η αναζήτηση (και γιατί όχι η καταφυγή) σε έναν χώρο «ηθικής της λογοτεχνίας», την οποία ο συγγραφέας επιχειρεί να θεμελιώσει ως ουσία και βάθος των εστιών της «πνευματικής του ανυποταξίας».
Το πεπρωμένο μέσα στις μορφές.
«Αν θα μπορούσε κανείς», γράφει ο Georg Lukẚcs, «να συγκρίνει τις μορφές της λογοτεχνίας με το ηλιακό φως που διαθλάται μέσα από ένα πρίσμα, τότε τα γραπτά του δοκιμιογράφου θα ήσαν οι υπεριώδεις ακτίνες» («Ψυχή και Μορφές»). Έχω την αίσθηση ότι αυτές τις υπεριώδεις ακτίνες στο φάσμα της εκφραστικής αγωνίας, που κατ’ εξοχήν συνιστούν την περιπέτεια του δοκιμιογραφικού σώματος, αναζητά ο Γ.Μ. Καλιόρης. Και τις διερευνά και εύστοχα τις εντοπίζει με μια σύλληψη ολοκληρωμένη των λειτουργικών διαδικασιών της δοκιμιακής γραφής, ανασύροντας τες μέσα από ένα σύνολο παρανοήσεων, ψευδομορφικών στοιχείων, ιδεολογικών διαστρεβλώσεων, ή απλώς χυδαίου επιστημονισμού και επιφυλλιδογραφίας που, επί χρόνια τώρα, επικαλύπτουν και αποκρύβουν την καθαρή μορφή και τον λειτουργικό προσανατολισμό του δοκιμίου. Η διάσταση ανάμεσα στην κριτική και την δοκιμιακή έκφραση, τα όρια της όποιας διαγράφει με ενάργεια ο συγγραφέας, είναι μια κρίσιμη λειτουργική ποιότητα, πέρα από την απλουστευτική διαδικασία που η λέξη «διάσταση» είναι σε θέση να περιγράψει. Είναι μια ποιότητα που προσδιορίζει άλλα και καθορίζει με τρόπο μοναδικό, την πολυδιάστατη και αμφίδρομη σχέση, η οποία διαμορφώνεται ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο, τον ποιητή του και τον αποδέκτη του, με βαθύτερο κριτήριο τον «βαθμό και το είδος της προσωπικής εμπλοκής στο κρινόμενο αντικείμενο — την εσωτερική προσχώρηση στο θέμα και τη δυνατότητα για προσωπική έκφραση και προβληματισμό», σύμφωνα με τη διατύπωση του Γ.Μ. Καλιόρη (σ. 15). Πρόκειται, θα προσέθετα, για ένα πεπρωμένο που αναζητείται και ανασύρεται μέσα από τις λογοτεχνικές μορφές. Ένα πεπρωμένο, που ανήκει τόσο στον ίδιο τον δοκιμιογράφο, ο όποιος δοκιμάζει τον εαυτό του μέσα στο λογοτεχνικό έργο, όσο και στο ίδιο το έργο, που δημιουργεί για τον εαυτό του, μέσα από την δοκιμιογραφική πρόσβαση, τις δυνατότητες να λειτουργήσει, αναμετρούμενο με ένα καινούργιο πεπρωμένο, το όποιο ενεργοποιείται και ανασύρεται εξ αιτίας της δημιουργικής προσέγγισης μιας άλλης ιδιοσυγκρασίας (εκείνης του δοκιμιογράφου) με τα ενεργήματα «εν κόσμω» της εσωτερικής ζωής και κίνησης του έργου.
Αύτη την μη-γραμμική σχέση, την αμφίδρομη και πολυδιάστατη άλλα συγχρόνως και την μόνη αυθεντική, αποκαλύπτει το γραπτό του Γ.Μ. Καλιόρη, μέσα από έναν καλά οργανωμένο λόγο που η διατύπωσήτου προϋποθέτει μια βαθειά βίωση του λογοτεχνικού κειμένου:
«Σ’ αντίθεση λοιπόν με τον λόγο του κριτικού, ο λόγος ο4 δοκιμιακός συνιστά πράξη βαθύτερης προσωπικής έκφρασης, η οποία οικειώνεται το έργο επενδύοντάς το με τις σημασίες που το ίδιο έκανέ να γεννηθούν (ή να συνειδητοποιηθούν ή να κρυσταλλωθούν) ως εσωτερική αναγκαιότητα στον κόσμο του δοκιμιογράφου — και κυρίως προβάλλοντας πάνω του την προβληματικότητα των ίδιων των σημασιών ως δυνατοτήτων αυθεντικού βιώματος μέσα στον κόσμο» (σ. 17). Έτσι, «η ίδια η πράξη της διατύπωσης, εκδήλωση καίρια της προσωπικής ζωής του δοκιμιογράφου, προστίθεται στο έργο ως ενδεχόμενο στοιχείο της δικής του ζωής και συνάμα επιστρέφει στον δοκιμιογράφο ως δημιουργική ε κ δ ή λ ω σ η α υ τ ο ύ του κάτι άλλου — ως συνειδητοποίησή του σαν κάτι άλλο από τον δοκιμιογράφο και ως αυτοσυνείδηση του δοκιμιογράφου μέσα σ’ αυτό» (σ. 17). Με τον τρόπο αυτόν, «η δοκιμιακή έκφραση υψώνεται σε χειρονομία αυθεντική, σε αναζήτηση ή κατεργασία νοήματος μέσα από τη βασανισμένη σχέση προς την απόλυτη διάσταση μιας ολότητος (ή και την απουσία ολότητος), με τη διαφορά πως αυτή η σχέση αναζητεί τον εαυτό της ανιχνεύοντας την ουσία μιας άλλης εκφραστικής μορφής (ενός μυθιστορήματος λ.χ.) κατά τη δική της σχέση προς τη δική της εστία νοήματος» (σ. 18).
Αν παρέθεσα σε έκταση τα αποσπάσματα αυτά είναι όχι μόνον διότι θέλω να δείξω την αναλυτική βαθύτητα με την οποία διατυπώνεται ο στοχασμός, αλλά κυρίως για να υποδείξω ότι η πνευματική μαρτυρία του Γ.Μ. Καλιόρη είναι μια βασανισμένη μαρτυρία που έχει αφήσει πίσω της και διαγράψει τελειωτικά τα θετικιστικά και ψευδοεπιστημονικά ή ιδεολογικά ράκη, με τα οποία, σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, είναι ενδεδυμένη η κριτική σκέψη, ενώ ταυτόχρονα, μέσα από την βάσανο της, έχει κατορθώσει να αποκαταστήσει μιαν όντως αυθεντική σχέση με το λογοτεχνικό έργο, σχέση η οποία θεμελιώνεται πάνω στην ουσία του λογοτεχνικού έργου και στην εις βάθος διείσδυση μέσα στις λειτουργικές διαδικασίες που καθορίζουν το φάσμα της δημιουργικής πρόσβασης στις δομές του καλλιτεχνικού μορφώματος. Και για κεκριμένα τους όρια, ανταλλάσουν την μαγεία τους και αντιμετατίθενται: τα σκιερά μέρη λούζονται από το φως, ενώ τα φωτεινά χάνουν την φωτεινότητα τους από την προβολή των φωτοσκιάσεων επάνω τους. Πρόκειται για μιαν αυθόρμητη ανταλλαγή δυναμικών, που δεν θα είχε νόημα να την περιορίσουμε στην αναζήτηση μιας αυτοσυνειδησίας μέσω της ανίχνευσης της ουσίας «μιας άλλης εκφραστικής μορφής κατά τη δική μας σχέση προς τη δική της εστία νοήματος», αφού έτσι στενεύουμε τα όρια της οικειώσεως και από ουσία ερωτική, που αναντίρρητα είναι, την εγκλωβίζουμε στην αναζήτηση σημασίας ή νοήματος, έστω και αν έχουμε αποδεχθεί την βιωματική αυθεντικότητα και την βασανισμένη σχέση μας προς την σημασία και προς το νόημα.
Η αναζήτηση ενός πεπρωμένου μέσα στις μορφές είναι το έσχατο όριο προς το όποιο διαρκώς κατατείνει η αυθεντική πράξη της οικειώσεως. Ενός πεπρωμένου, που είναι διαφορετικό από το πλέγμα σημασιών ή την αναζήτηση αυτοσυνειδησίας. Διότι αυτό το πεπρωμένο είναι που καθίστα τελικά το έργο τέχνης ομόλογο προς την ερμηνευτική πράξη ή διεργασία, και την ερμηνεία ομόλογη προς το έργο τέχνης. Και, βέβαια, δεν νοώ εδώ την ερμηνεία ως απόδοση ή επένδυση σημασιών μέσα στο ενδεχόμενο του έργου, αλλά ως μία ολοκληρωμένη λειτουργία ψυχικής και/ή βιωματικής ανταλλαγής που πλουτίζει το έργο με α γ ω ν ι ώ δ η π ε π ρ ω μ έ ν α μ έ σ α σ τ ο ν χ ρ ό ν ο, χωρίς τα οποία το ίδιο το έργο καθίσταται ανίκανο να παίξει λειτουργικό ρόλο και η προσωπική σχέση με αυτό αδυνατεί να μορφοποιηθεί. Όχι πως δεν αποδέχομαι την επένδυση με σημασίες ως πράξη αυθεντική αυτογνωσίας, ή ακόμη ως πράξη ύψιστης δημιουργικής εκδηλώσεως που καταξιώνει την σημασία και την εδραιώνει ως στοιχείο αυτοσυνείδησης μέσα στα ενδεχόμενα του έργου. Αλλά πιστεύω ότι η οικείωση βρίσκεται μέσα στην ερωτική ταύτιση με το λογοτεχνικό έργο, που είναι ταύτιση πεπρωμένων μέσα από μιαν εκκρεμή σχέση. Και αν ονομάζω την σχέση δοκιμιογράφου και λογοτεχνικού κειμένου εκκρεμή, είναι διότι θέλω να τονίσω την αλληλοδιείσδυσή τους σε μια κατάσταση όπου το ερώτημα προϋποθέτει την απάντησή του, ενώ η απάντηση διαγράφει το καινούργιο ερώτημα κατά την σχέση των ψυχικών και/ή βιωματικών δυναμικών τα όποια ανταλλάσσονται, και όχι μ ό ν ο ν κατά την σχέση σημασιών ή νοημάτων που προστίθενται στο ενδεχόμενο του λογοτεχνικού (ή άλλου) έργου. Υπό αυτή την έννοια, τουλάχιστον, λέγω ότι το έργο τέχνης είναι ομόλογο προς την ερμηνευτική του, η οποία ενσωματώνεται μέσα στο έργο και αποκαθιστά μιαν ισορροπία ή και σύγκρουση ψυχικών δυναμικών ή πεπρωμένων μέσα στον χρόνο, ο όποιος είναι άλλωστε και το μοναδικό πεδίο λειτουργίας του έργου. «Κάθε γραφή», αποφαίνεται ο Ceorg Lukẚcs, «αντανακλά τον κόσμο με συμβολικούς όρους μιας σχέσεως πεπρωμένου˙ παντού, το πρόβλημα του πεπρωμένου καθορίζει το πρόβλημα της μορφής» («Ψυχή και Μορφές»).
Η ολότητα των σημασιών.
Αλλά η άποψη του Γ.Μ. Καλιόρη για την δοκιμιακή γραφή αναφέρεται άμεσα και σχεδόν αποτελεί συνέπεια μιας άλλης θέσεώς του σχετικά με την φύση και την εσωτερική δομή του λογοτεχνικού έργου. Η θέση αυτή εκφράζεται ως λόγος περί του κλασικού μυθιστορήματος, όμως υποψιάζομαι ότι ο συγγραφέας θα ήταν πρόθυμος να την εφαρμόσει και γενικότερα στην αντίληψή του περί άλλων εκφραστικών μορφών, ή περί του μυθιστορήματος πέραν του κλασικού, αν και μέσα στην «Εισαγωγή» του, τουλάχιστον, μιλώντας για την λογοτεχνία περιορίζει το φάσμα των επιλογών του στην μορφή του κλασικού μυθιστορηματικού λόγου. Και είναι ακριβώς αυτή η εκφραστική ακροβασία που μου υποβάλλει την υποψία, διότι από την μια μεριά ο συγγραφέας θέλει να ομιλήσει περί του λογοτεχνικού έργου, θέλει δηλαδή να εκφέρει μιαν αισθητική κρίση με γενικότατη ισχύ, από την άλλη όμως καταφεύγει στον χώρο του κλασικού μυθιστορήματος προκειμένου να εδραιώσει την κρίση του. Αυτό γίνεται φανερό από την απλή παράθεση της διατύπωσής του: «Αναζητώντας, πριν απ’ όλα, την αλήθεια του βιώματος ίσαμε τις πιο λεπτές του πτυχές, [ή λογοτεχνία] προσανατολίζεται σε ό,τι μπορεί να φωτίσει το εσωτερικό τοπίο στην πυκνή βλάστηση των σημασιών του: θραύσματα εμπειρίας, στιγμές φευγαλέες με βάρος ειδικό, πάθη ατομικά, ευαισθησίες ανεπανάληπτες κλπ., κερδίζουν το νόημά τους ως στοιχεία εσωτερικής ζωής και καταξιώνονται ως αυτουσιωμένες αποχρώσεις του ανθρώπινου δράματος. Και ακριβώς επειδή η λογοτεχνία συλλαμβάνει αυτό το δράμα και στη μικροσκοπική και στη μακροσκοπική του διάσταση, συνιστά ολότητα σημασιών στην οποία το ιδιαίτερο συνυφαίνεται με το καθολικό, και αποτελεί πλήρη στάση και όχι απλή τοποθέτηση. Αν λ.χ. στο κλασικό μυθιστόρημα οι ήρωες αποχτούν αντιπροσωπευτικότητα, είναι ακριβώς διότι έχουν αναπτυχθεί σε υψηλό βαθμό προσωπικής ζωής, έχουν δοθεί σ’ όλο τον πλούτο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, και έτσι μόνο μπορούν να φθάνουν σε καθολικότητα και να αποβαίνουν νόημα αντικειμενικό, χωρίς να στεγνώνουν σε σύμβολα. Γιατί σ’ αυτό, ο κόσμος των αντικειμενοποιημένων σχέσεων επιδίδεται στην ροϊκότητα και την ετερογένεια των στοιχείων του, και οι ανθρώπινες συνάφειες που κρυσταλλώθηκαν σε σχήματα θεσμών και ρόλους ανώνυμους, επανακάμπτουν στην πηγή τους και δοκιμάζονται στην αλήθεια των προσώπων που είναι πραγματικότητες χωρίς ισοδύναμο» (σ.σ. 35-36).
Ώστε το ζητούμενο του λογοτεχνικού έργου είναι, κατά τον συγγραφέα, μια ολότητα σημασιών, η οποία είναι σε θέση να συνυφαίνει τις ιδιαίτερες στιγμές του ανθρώπινου δράματος με την καθολικότητα, δημιουργώντας ένα «νόημα αντικειμενικό» μέσα από την «ροϊκότητα και την ετερογένεια» των στοιχείων που απαρτίζουν τις ανθρώπινες στάσεις. Αλλά με αυτό το ζητούμενο ένα ευρύ πεδίο παραμορφωτικών κατόπτρων εισάγεται στην ερμηνευτική και απειλεί την λειτουργική ακεραιότητα του έργου: το φάντασμα ενός πλέγματος σημασιών, μιας απαιτήσεως αντικειμενικού νοήματος ορθώνεται μπροστά στην ύπαρξη του λογοτεχνικού έργου για να την σημασιοδοτήσει ως εκφραστική περιπέτεια, ως περιπέτεια δηλαδή μορφής. Και μαζί, το φάντασμα μιας ολότητας που συμβιβάζει το ατομικό (θραύσματα εμπειρίας, στιγμές φευγαλέες, πάθη ατομικά) με την αντιπροσωπευτικότητα μιας καθολικής στάσης, επικρέμαται στο λογοτεχνικό έργο, ζητώντας να το προσδιορίσει ως ποιότητα λειτουργική του κόσμου, με το αίτημα μιας τυπικότητος, ενός «υψηλού βαθμού προσωπικής ζωής» που συνθέτει την τυπική εικόνα μιας υπερπραγματικής υπάρξεως μέσα από την ατομικότητα και την αποσπασματικότητα της ζωντανής κίνησης του εκφραστικού γεγονότος.
Θα έλεγα πως αυτή η αντιμετώπιση της λειτουργικής του λογοτεχνικού έργου αποτελεί αισθητική πλασματικότητα. Στην ουσία, αίτημα επιβολής σημασίας επάνω στο λογοτεχνικό κείμενο και όχι φυσική απόρροια της γλώσσης που το κείμενο ομιλεί ή της φυσικής θέσεως που αυτό διεκδικεί μέσα στην εμπειρία και στην βίωση του ανθρώπινου δράματος. Η ολότητα των σημασιών (ή το αντικειμενικό νόημα) δεν συνιστά το λογοτεχνικό κείμενο. Αντίθετα, συνιστά μιαν αισθητική και/ή περιεχομενική γενικότητα, μιαν αισθητική και βιωματική αναζήτηση γλώσσης πέραν της γλώσσης του κειμένου και εναντίον της.
Διότι το ζητούμενο της ολότητος των σημασιών δεν είναι παρά μια μ ε ρ ο λ η π τ ι κ ή στάση απέναντι στο λογοτεχνικό κείμενο. Μια μεροληπτική και πολλές φορές εχθρική στάση απέναντι στη γλώσσα του κειμένου, την οποία η αναζήτηση της τυπικότητος επιχειρεί να καθυποτάξει στον δικό της ρυθμό, στην δική της εσωτερική λογική, που όχι μόνον διίσταται με την λειτουργική του κειμένου αλλά και αντιτίθεται θεμελιωδώς προς αυτήν, ανάγοντάς την σε μια δ ι α μ ά χ η γ ε ν ι κ ο τ ή τ ω ν, όπως αυτή μεταξύ του ιδιαίτερου και του καθολικού, ή του ατομικού και του τυπικού, και παραβλέποντας την «ιερότητα των επί μέρους λεπτομερειακών όντων», που είναι η αυθεντικότητα του λογοτεχνικού έργου. Το ζητούμενο της ολότητος των σημασιών ή της τυπικότητος των ηρώων δεν είναι παρά ένας αισθητικός ορισμός και για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του R. Bambrough «Κανείς δεν αιχμαλωτίζει ποτέ την αγριόχηνα του ορισμού, αλλά το κυνήγι μεταφέρει τον κυνηγό ακριβώς πάνω από το τραχύ και ανώμαλο έδαφος, του οποίου τα σύνορα πρέπει να επιθεωρήσει». Η γλώσσα που το λογοτεχνικό κείμενο ομιλεί, μας μεταφέρει σ’ αυτό το τραχύ και ανώμαλο έδαφος, το όποιο πρέπει πράγματι να επιθεωρήσουμε πριν εκφέρουμε χρίσεις γενικές.
Πού βρίσκεται λοιπόν η ιδιαιτερότητα της ιερότητος των επί μέρους λεπτομερειακών όντων, πού είναι το λογοτεχνικό κείμενο; Λέγω ότι η λογοτεχνία δεν συνιστά κατά κανέναν τρόπο ολότητα σημασιών, αλλά αντίθετα άρνηση ολοτήτων. Είναι το Κιρκεγκαρντιανό «άσυλο για παράφρονες» που ο Dean Swift έχτισε (στα νιάτα του) για να το κατοικήσει ο ίδιος (στα γεράματά του). Και, καθώς έλεγα παλαιότερα, «αυτή είναι η μοίρα της γραφής του κόσμου, αυτής της ελάχιστης πρόζας που θέλει ν’ ανέβει στον ουρανό»: Αυτή είναι η ιερότητα των επί μέρους λεπτομερειακών όντων, θα προσέθετα τώρα.
Στην γλώσσα που το λογοτεχνικό κείμενο ομιλούσε και ομιλεί ο ήρωας δεν είναι «νόημα αντικειμενικό», υπερπραγματικότητα δηλαδή που αποκτά αντιπροσωπευτικότητα μέσω της τυπικότητας των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του. Αντίθετα, β ρ ί σ κ ε τ α ι δ ι α ρ κ ώ ς σ τ ο σ τ α υ ρ ο δ ρ ό μ ι τ ο υ κ ό σ μ ο υ, μέσα σε έναν αγώνα να αναγνωρίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, να ερωτήσει περί του κόσμου μέσω της ατομικότητός του, μέσω των θραυσμάτων της εμπειρίας του, και όχι να δεχθεί ο ίδιος ένα ερώτημα περί του κόσμου μέσω της αναγωγής του σε καθολικότητα, σε συμβιβασμό δηλαδή με μιαν απόδοση σημασιών στον κόσμο. Ο ήρωας αγωνίζεται, εκφράζει τον σπαραγμό του τραγικού διλήμματος που του επιβάλλει το πεπρωμένο του, αυτό το ιερό ατομικό πεπρωμένο που τον τοποθέτησε μέσα στον κόσμο και ενάντια σ’ αυτόν. Και αγωνίζεται χωρίς να επιδέχεται ερώτημα περί του νοήματος αυτού του αγώνος, διότι σκοπός του πεπρωμένου του δεν είναι η τάξη και η μέσω της εννοιολογήσεως απόδοση μιας σημασίας ή ενός νοήματος, αλλά η άρνηση του νοήματος, η ενσωμάτωση του διλήμματός του μέσα στο δίλημμα του κόσμου, μέσα σε μιαν «ανεικονικότητα όλων των εικόνων», για να δανεισθώ την διατύπωση του Lukẚcs. Και η Έμμα Μποβαρύ και Ο Φρεντερίκ Μορώ, και ο Ραγκόζιν και η Ναστάσια Φιλίποβνα, και ο Νάφτα και ο Σετεμπρίνι, και όλοι οι ήρωες που το μυθιστόρημα μας παρέδωσε μέσα στον χρόνο, δεν αγωνίζονται παρά για να σφραγίσουν τον κόσμο με την ατομικότητά τους, με την αλήθεια των παθών τους, με το δίλημμά τους που το απευθύνουν στον κόσμο. Δημιουργούν τον κόσμο, ίσα-ίσα, επειδή ε ί ν α ι και π α ρ α μ έ ν ο υ ν ατομικότητες που αρνούνται την ένταξή τους μέσα στην ολότητα, που αρνούνται να γίνουν άλλοι έξω από αυτό που είναι: πεπρωμένα που σέρνονται μέσα στον κόσμο των ζωντανών, μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των πραγμάτων που τους περιβάλλει, μέσα στην απελπιστικά στερημένη πραγματικότητα των σημασιών και του νοήματος. Η ύπαρξή τους είναι η βίωση και συνταρακτική αποκάλυψη του πεπρωμένου τους, είναι ο εκβιασμός που ασκούν στον κόσμο να αποδεχθεί την ανεικονικότητα της εικόνας τους, να σταθούν μόνοι κατέναντι στο πεπρωμένο τους, ιερές ιδιαιτερότητες, και να ερωτήσουν για το δικό μας πεπρωμένο, για την δική μας ύπαρξη.
Ένα ερώτημα που απαρνείται την απάντησή του, μια μοίρα που αποδέχεται την ατομικότητα της σαν εμβολή στους νόμους των πραγμάτων, μια κατάρα που κομίζει στον κόσμο την δική της οίηση, την δραματική της θέση να ακυρώνει την τυπική θέαση των ανθρωπίνων σχέσεων και να ανάγει την δική της βιωμένη σχέση σε υψηλό ιδανικό: αυτό είναι το πεπρωμένο του ήρωος που η γλώσσα του λογοτεχνικού κειμένου ομιλεί. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η άρνηση των ολοτήτων, η άρνηση της ολότητος των σημασιών, ο κόσμος μέσα στον κόσμο, η ποίηση της ποιήσεως, η ανεικονικότητα της εικόνας που κομίζει η λογοτεχνική γλώσσα.
Διότι αν μπορεί και λειτουργεί η γλώσσα αυτή, είναι επειδή απο-οικειοποιεί την πραγματικότητα, αποσυνθέτει την σύλληψη της ολότητος, την κατατεμαχίζει σε παράξενες ατομικότητες, επισωρεύει άξενα πεπρωμένα πάνω στα καθημερινά πάθη των ανθρώπων. Η ιερότητα της γλώσσης του λογοτεχνικού κειμένου είναι η ψυχική της εκκρεμότητα που εξαναγκάζει τα μάτια μας να βλέπουν υπάρξεις εκεί που μονάχα ατομικά πεπρωμένα διασύρουν την ψυχική μας σταθερότητα, τον εφησυχασμό μας μέσα στη σημασία και μέσα στο νόημα. Η ζωή ή ο θάνατος των ηρώων δεν σημασιοδοτούνται. Απορρίπτουν την σημασιοδότηση και μας παρασύρουν μέσα στον δικό τους ρυθμό που είναι η προσωπική ζωή και ο προσωπικός θάνατος. Και βγαίνοντας εμείς, παραζαλισμένοι, μέσα από τέτοια αναπάντεχα πεπρωμένα μπορούμε να σταθούμε στο ίδιο σταυροδρόμι με τον ήρωα, να βιώσουμε το δικό μας πεπρωμένο κατά την σχέση του πεπρωμένου του ήρωος, βυθιζόμενοι στην αλήθεια μιας και μόνης ζωής, ενός και μόνον θανάτου.
Η Αναζήτηση της ηθικής ή η ένοχή των ορίων.
Αλλά εκεί που ο συγγραφέας πληρώνει πράγματι το ψυχολογικό τίμημα των ορίων είναι, πιστεύω, η καταφυγή του στην αναζήτηση μιας ηθικής της λογοτεχνίας, μιας δικαιοσύνης την οποία η καλλιτεχνική δημιουργία αποδίδει στον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς την «λογική της πολιτικής ως τεχνικής της εξουσίας». Και όσο μεν για τις επιλογές και τα ολοκληρωτικά μεγέθη της πολιτικής, ο συγγραφέας με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο με την εμπεριστατωμένη του ανάλυση. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η αντιδιαστολή οδηγεί τον συγγραφέα σε έναν χώρο, όπου η απαίτηση ενός άλλου ήθους παρεμβαίνει ως διαμορφωτικός παράγων της συναναστροφής του με το λογοτεχνικό έργο, ήθους το οποίο επιχειρεί να εντάξει μέσα σε μια γενική αισθητική και βιωματική κατηγορία, που αποκαλεί (ίσως συμβατικά, όπως ομολογεί) ηθική της λογοτεχνίας;
Η ένστασή μου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο προβληματισμός που δημιούργησε τα εσωτερικά ρήγματα στο συμπαγές του ιδεολογικού συστήματος, που ενετόπισε τις «εστίες εσωτερικής ανυποταξίας» του συγγραφέως, είχε ως τελική κατάληξη την αναζήτηση μιας άλλης π ε ι θ α ρ χ ί α ς, μιας άλλης συστηματοποιημένης ηθικής, η οποία τώρα πλέον διερευνάται μέσα στην γλώσσα του λογοτεχνικού κειμένου, ως αίτημα του ίδιου του καλλιτεχνικού μορφώματος, ως απόδοση, εκ μέρους του, της δικαιοσύνης εκείνης που στερείται η άσκηση της εξουσίας και οι μηχανισμοί εμπλοκής στις τεχνικές της εξουσίας, που είναι η πολιτική. Και αν η άσκηση της εξουσίας δικαιούται να ομιλεί την γλώσσα μιας ηθικής ή μιας δικαιοσύνης, κατά τον τρόπο που αυτή συλλαμβάνει τις έννοιες αυτές, στ’ αλήθεια δεν είναι δυνατόν η γλώσσα του κειμένου να τοποθετείται μέσα σε ένα τέτοιο ερώτημα υπέρ ή εναντίον της ηθικής, υπέρ ή εναντίον της αποδόσεως δικαιοσύνης (της οποιασδήποτε δικαιοσύνης).
Γράφει ό Γ.Μ. Καλιόρης: «Η ίδια η ηθική της αισθητικής δημιουργίας, αποβλέποντας σε μια καθολικότερη αλήθεια, υψώνει την κάθε περίπτωση στο απόλυτο σημείο της και εν συνεχεία την επαναφέρει στη σχετικότητά της, αφού όμως εν τω μεταξύ της έχει αποσπάσει τον ανεπανάληπτο πυρήνα που κομίζει ως μοναδικό συγκεκριμένο — αφού, δηλαδή, την έχει αναπτύξει σε μια οριακότητα ζωής και δυνατοτήτων και εξ αυτού έ χ ε ι α π ο ν ε ί μ ε ι δικαιοσύνη, ακόμα κι όταν χρειάζεται να την υποτάξει τελικά σε μια άλλη αλήθεια, σύμφωνη με την προσωπική ηθική του δημιουργού, η όποια καλείται να τιθασεύσει νοηματικά τα όλον και να του δώσει ενότητα πνευματική» (σ.σ. 37-38).
Πιστεύω ότι χωρίς ίσως ό συγγραφέας να τα καταλαβαίνει και παρόλη την αντίθετη πρόθεση του, μια άλλη «άλγεβρα» έρχεται να υποκαταστήσει την «άλγεβρα των μεγεθών και των δυνάμεων» στο πλαίσιο της όποιας λειτουργεί, κατά την διατύπωση του συγγραφέως, η πολιτική: η «άλγεβρα της λογοτεχνίας». Διότι, πράγματι, όταν ομιλούμε εξ ονόματος μιας ηθικής της αισθητικής δημιουργίας, η οποία μάλιστα αποβλέπει στην καθολική αλήθεια και στην απονομή δικαιοσύνης μέσω της οριακότητος ζωής και δυνατοτήτων, ομιλούμε την γλώσσα ενός συστήματος εννοιολογήσεων, την γλώσσα μιας ορθοδοξίας κατά την σχέση προβολής ιδεολογικοποιημένων κατηγοριών, εκεί ακριβώς όπου τα όρια της ζωής και των δυνατοτήτων αναστρέφονται μέσα από την ανυποταξία της ίδιας της γλώσσης του λογοτεχνικού κειμένου, η οποία αρνείται εξ ολοκλήρου να υπαχθεί και εν τέλει να υποταχθεί στο δέον της ηθικής, της δικαιοσύνης, της καθολικής αλήθειας και της οριακότητος.
Στην γλώσσα της λογοτεχνίας, το σύνολο δεν ισούται με το άθροισμα των μερών του και αυτό, ασφαλώς, σημαίνει ότι το λογοτεχνικό έργο κατά καμία έννοια δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει σύνολο εφοδιασμένο με στοιχεία όπως ηθική, δικαιοσύνη, αλήθεια, οριακότητα. Διότι τα στοιχεία αυτά βρίσκονται σε συγκεκριμένη σχέση μεταξύ τους, που είναι σχέση ισότητος ή ισοτιμίας, σχέση αιτίου και αιτιατού. Και μόνο από αυτό το γεγονός προκύπτει ότι η στάση μας απέναντι στο λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα τέτοιο σύνολο, το όποιοόχι μόνον δεν αποδίδει τις σχέσεις των αισθητικών και βιωματικών ποιοτήτων που η γλώσσα του κειμένου αναπτύσσει, αλλά και παραμορφώνει συγχρόνως τις σχέσεις αυτές αποδίδοντάς τους χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετους προς εκείνους που διαμορφώνουν την εσωτερική ύπαρξη και κίνηση τους.
Διότι η γλώσσα του λογοτεχνικού κειμένου δεν βρίσκεται μέσα στην ηθική ή εναντίον της ηθικής. Είναι μια γλώσσα θεμελιωδώς έξω από την ηθική, μια γλώσσα που υπερβαίνει τα όρια της ηθικής με την «αδιαφορία» της, που είναι μια αγωνιακή «αδιαφορία» προς το ηθικό γεγονός και ακόμη προς το γεγονός της αλήθειας. Η γλώσσα του λογοτεχνικού κειμένου είναι η άρνηση του οποιουδήποτε ηθικού ζητουμένου, διότι γι’ αυτήν το ηθικό ζητούμενο είναι ο ορισμός του αγνώστου δια του αγνώστου. Μέσα στην αγωνιακή του φύση, το λογοτεχνικό έργο πραγματώνει την λειτουργική του υπέρβαση, όχι επωμιζόμενο την «αλήθεια του κάθε πεπρωμένου» αλλά δικαιώνοντας το κάθε πεπρωμένο πέραν της οποιασδήποτε αλήθειας ή του οποιουδήποτε ψεύδους, όντας το ίδιο έξω από την εννοιολόγηση, δηλαδή υπερβαίνοντας την αλήθεια ή το ψευδός δια της αγωνιακής του φύσεως και της υπαρκτικής του αυτονομίας. Αν ο συγγραφέας δεν προϋπέθετε μιαν ηθική της λογοτεχνίας τότε, αναμφισβήτητα, θα ήταν συγκλονιστικά αληθής η απόφανσή του ότι η μόνη δικαίωση των φορέων του πεπρωμένου μέσα στο λογοτεχνικό έργο είναι «το ίδιο το πάθος που τους κατοικεί, η γνησιότητα της αξίωσης που τους κινεί και τους αναλώνει, τα σιωπηλά τους βάθη που επωάζουν μια θέληση δικής τους αλήθειας, ο ίδιος τους τέλος ο θάνατος, που είναι αυθεντικός ως υπόθεση απόλυτα προσωπική, ως τέλος μοναδικό μιας ύπαρξης μοναδικής, ακόμα κι όταν είναι αντικειμενικά ανώφελος» (σ.σ. 36, 37) Αλλά η αναμφισβήτητη αλήθεια της απόφανσης αυτής διακυβεύεται και εν τέλει χάνεται όταν η ηθική, η δικαιοσύνη και η οριακότητα τίθενται ως όροι εκ των οποίων η αλήθεια οφείλει να προκύψει μέσα από την γλώσσα του λογοτεχνικού κειμένου. Και θα ήθελα να προσθέσω ότι η έκφραση «ηθική της λογοτεχνίας» είναι το ίδιο εννοιολογημένη και αντιφατική όσο και η έκφραση «ηθική της επαναστάσεως». Αυτός που αποζητα μιαν ηθική της επαναστάσεως είναι μέσα στην ηθική αλλά έξω από την επανάσταση, και εκείνος που συνδιαλέγεται με μιαν ηθική της λογοτεχνίας είναι, με όμοιο τρόπο, μέσα στην ηθική αλλά έξω από την λογοτεχνία. Διότι επανάσταση και λογοτεχνία έχουν τούτο το κοινό πεπρωμένο: δεν είναι ούτε υπέρ ούτε εναντίον της ηθικής, δεν εμπλέκονται στην ηθική. Είναι πέραν της ηθικής. Η ηθική δεν αποτελεί πρόβλημά τους, δεν «γράφεται» μέσα στις σελίδες τους. Η ηθική δεν διαπέρνα ούτε την λογοτεχνία ούτε την επανάσταση. Το μόνο που γι’ αυτές μπορούμε να μαρτυρήσουμε είναι αυτοί οι στίχοι του Keats:
I am certain of nothing but the holiness of the
Heart's affections and the trouth of imagination
[για τίποτε δεν είμαι βέβαιος πάρεξ για της καρδίας
τα αισθήματα και την αλήθεια της φαντασίας]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου