20 Δεκεμβρίου 2018

Χρήστος Τουμανίδης – συνέντευξη στον Παναγιώτη Κόρπα – περιοδικό "άΠΕΙΡΟΣ χΏΡΑ"

Η ποίηση δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο
Συζήτηση του Χρήστου Τουμανίδη με τον Παναγιώτη Κόρπα


Χρήστο, ξεκινώντας την συζήτησή μας θα ήθελα να μου πεις πότε, πού γεννήθηκες και ποιες είναι οι πρώτες παιδικές εμπειρίες και βιώματα σου.

Γεννήθηκα στις 17 Μαΐου 1952, στο χωριό Λιθαριά Αλμωπίας του Νομού Πέλλας, στη σκιά του όρους Πάικο. Το βουνό αυτό σημάδεψε για πάντα την παιδική ηλικία μου, κι έγινε έκτοτε «αχώριστος σύντροφος» της ζωής μου. Θρύλοι, οράματα, ομίχλες, βροχές και αστραπόβροντα υπήρξαν τα πρώτα μεγάλα μαθήματα της ζωής και του κόσμου μου. Στη Λιθαριά εκείνα τα χρόνια έπεφταν πολλοί κεραυνοί, λόγω της ιδιαίτερης μεταλλικής σύστασης του εδάφους, όπως έλεγαν οι ειδικοί. Κάποτε οι κεραυνοί έπεφταν πάνω σε σπίτια, μαντριά, αχερώνες. Μια φορά όμως, -θυμάμαι καλά εκείνη τη μέρα- κεραυνός σκότωσε έναν νέο άνθρωπο 18 χρονών, στο χωράφι κατά την διάρκεια αγροτικής εργασίας. Αυτός ο θάνατος και οι θρήνοι που τον συνόδεψαν στο κοιμητήριο του χωριού δεν θα εξαλειφτούν ποτέ απ’ την ψυχή και τη μνήμη μου. Ο Πάλουκας (Παύλος), έτσι τον έλεγαν, μ’ έπαιρνε συχνά μαζί του στις βοσκές, και η χαρά μου ήταν να τον ακούω να παίζει φλογέρα! Τότε δεν πήγαινα ακόμη στο σχολείο. Τότε το σχολείο μου ήταν οι ρεματιές, τα λιβάδια και τα δάση γύρω από το χωριό μας.
Η Λιθαριά είναι ένα από τα πολυάριθμα προσφυγικά χωριά που «ξεφύτρωσαν» σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια, αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφής και τα αλλεπάλληλα κύματα των προσφύγων που την ακολούθησαν (Συνθήκη της Λωζάνης, Ανταλλαγή πληθυσμών, 1923). Στη Λιθαριά έζησα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου (1952-1962), κι εκεί τέλειωσα τις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, στο μονοθέσιο Σχολείο της. Το μικρό αυτό και ασήμαντο χωριό με τον μικρόκοσμό του υπήρξε για μια δεκαετία όλος ο κόσμος μου. Είναι η πρώτη δεκαετία, το ξεκίνημα της ζωής. Αυτά τα χρόνια, παρά την φτώχια και τις πολλές δυσκολίες, είναι τα πιο όμορφα και ανέμελα της ζωής μου. Για κάθε άνθρωπο, ασφαλώς, τα παιδικά βιώματα και οι αναμνήσεις αποτελούν τον πιο μεγάλο συναισθηματικό θησαυρό. Και χωρίς καμιά αμφιβολία, η παιδική ηλικία μας είναι η μόνη αληθινή μας πατρίδα.



Μετά την Λιθαριά πηγαίνετε στη Νάουσα οικογενειακώς, εσύ είσαι μόλις 10 χρόνων, από την εκπαιδευτική μου εμπειρία αλλά και ως πατέρας που είμαι, γνωρίζω πως για ένα παιδί που είναι στην προεφηβεία, δεν είναι και το καλύτερο που μπορεί να του συμβεί, να χάνει δηλαδή ξαφνικά τους φίλους, τις παρέες του, τις συνήθειές του. Μίλησέ μας γι’ αυτά τα χρόνια της Νάουσας.

Από το καλοκαίρι του 1962, λόγω κυρίως προβλημάτων υγείας της μητέρας μου, υποχρεωθήκαμε να εγκαταλείψουμε οικογενειακώς τη Λιθαριά, το καινούργιο σπίτι μας στην άκρη του χωριού, με την υπέροχη θέα στο Πάικο, το οποίο δεν προλάβαμε να χαρούμε, δυστυχώς! Αφήσαμε λοιπόν για πάντα πίσω μας την ζωή του χωριού, κι εγκατασταθήκαμε στη Νάουσα. Μια πόλη μικρή, παραμυθένια, χτισμένη ψηλά στις απολήξεις του Βερμίου. Μια πόλη που πρωτάκουσα για εκείνην, σ’ ένα ποντιακό τραγούδι που το έλεγε η γιαγιά μου: «Έι σ’ η Νάουσαν εσόντζεν, γιαβρί’μ πούλι μ’ γιαρ,/ τη δουλείας ’σης το κέρδος ’κ ελογαριάσες...» (Αχ, στη Νάουσα χιόνισε ψυχή μου, πουλάκι μου/ και της δουλειάς το κέρδος δεν το λογάριασες...». Αυτό το τραγούδι έρχεται, ακόμη και τώρα, στα χείλη μου κάθε φορά που αναπολώ τη Νάουσα. Στη Νάουσα ολοκλήρωσα το Δημοτικό (Πέμπτη κι Έκτη τάξη), την πρώτη Γυμνασίου και το πρώτο τετράμηνο της δεύτερης τάξης, στο περίφημο Αάππειο Γυμνάσιο. Η Νάουσα υπήρξε ο πρώτος μεγάλος σταθμός στη ζωή μου. Εκεί είδα να διευρύνονται οι ορίζοντές μου, να γεμίζει η ψυχή και το πνεύμα μου με νέες πρωτόγνωρες εικόνες κι εμπειρίες. Όλα ήταν διαφορετικά: το περιβάλλον, η ομορφιά της φύσης, οι άνθρωποι, οι καθημερινες· συνήθειες, οι παιδικές παρέες, το παιχνίδι. Διαφορετικές και οι Κυριακές, αφού ήταν Κυριακές! Δηλαδή κάτι σαν γιορτή. Όχι όπως στο χωριό, που δεν ξεχώριζε από τις άλλες μέρες. Και όλα αυτά παρά τις δεδομένες δυσκολίες προσαρμογής στη νέα μας ζωή και παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζαμε στην επιβίωσή μας.
Εκεί, δίπλα σε αγαπημένα συγγενικά πρόσωπα ανακάλυψα τα πρώτα εξωσχολικά αναγνώσματα, τα Εικονογραφημένα Κλασικά, την μυθολογία μας, τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Αυτή την περίοδο ακούω, (χωρίς όπως είναι φυσικό να πολυκαταλαβαίνω) λέξεις, έννοιες όπως: δημοκρατία, ειρήνη, ιδεολογία, κόμματα, αριστερά, δεξιά. Στο σπίτι που μέναμε υπήρχε στον τοίχο, ένα ημερολόγιο με τον Λαμπράκη να κρατά το πανό με το έμβλημα της ειρήνης και δίπλα, η λέξη ΖΗ. Δεν ήξερα ασφαλώς τότε, τι σήμαιναν όλα αυτά. Αλλά είχαν ήδη μπει στην νεανική ψυχή, στο γνωστικό μου πεδίο, για να πάρουν αργότερα το περιεχόμενο και τις πραγματικές διαστάσεις τους. Στη Νάουσα επίσης, εκεί στις όχθες της Αράπιτσας, «σαν ν’ άκουσα» την μακρινή φωνή, το κάλεσμα το μυστικό της ποίησης. Γι’ αυτό και λέω πάντα: Στη Αιθαριά γεννήθηκα, και στη Νάουσα ανα-γεννήθηκα.


Και μετά τη Νάουσα, νέα περιπέτεια ζωής, νέα «μετανάστευση», το Αιγάλεω, η Αθήνα, το νυχτερινό Γυμνάσιο, δουλειά, πνευματικές αναζητήσεις και οι πρώτες ποιητικές απόπειρες, έτσι δεν είναι;

Φθινόπωρο του 1965, φεύγοντας από τη Νάουσα, ήρθαμε οικογενειακώς για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Συγκεκριμένα στο Αιγάλεω, στην περιοχή Νταμαράκια, απέναντι από το Γήπεδο του Αιγάλεω, που χτιζόταν ακόμη. Μόλις έφτασα, η πρώτη μου έγνοια και λαχτάρα ήταν να δω την Ακρόπολη. Πρωί πρωί λοιπόν ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού που θα μέναμε (Ακροπόλεως 34!) και κοιτάζοντας ανατολικά, τα μάτια μου γέμισαν αρχαίες κολώνες και δάκρυα, ασταμάτητα δάκρυα! Μια συγκίνηση πρωτόγνωρη! Ήταν σαν να έβλεπα το σπίτι μου, μετά από πολλά χρόνια... Τις επόμενες κιόλας ημέρες, ένας συγγενής μας, προσφέρθηκε να με ξεναγήσει στον θρυλικό Βράχο, και σε όλα τα σπουδαία μνημεία του. Η μέρα μας έκλεισε με μια βόλτα στην πρωτεύουσα. Εκείνη την ημέρα μπήκα για πρώτη φορά και σε ασανσέρ! Άλλη πρωτόγνωρη εμπειρία κι αυτή. Νόμιζα πως ανέβαινα στον ουρανό. Ή πως κατέβαινα στο κέντρο της Γης!
Η άφιξή μου στην Αθήνα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς. Ο χώρος, οι εικόνες με τα εργοστάσια, τις καμινάδες και τον Κηφισό ποταμό, μου έφερναν πάντα στο νου, τη Νάουσα. Έλειπαν βέβαια οι ομορφιές και η γοητεία της. Ήρθαμε λοιπόν στην Αθήνα «για καλύτερες μέρες» όπως έλεγε ο πατέρας, για περισσότερες δυνατότητες για μας, τα τρία αγόρια του. Να σπουδάσουμε, να μορφωθούμε! Να γίνουμε χρήσιμοι στην κοινωνία, και άξιοι πολίτες μιας χώρας, που φαινόταν από καιρό να κλυδωνίζεται πάνω από την άβυσσο. Και το μεγάλο κακό δεν άργησε να έρθει δυστυχώς! Σε λιγότερο από δύο χρόνια επιβλήθηκε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Η «επταετής νύχτα» της Ελλάδας! Μέσα σε απρόσμενες καταστάσεις, «μεταφυτευμένοι» προσπαθούσαμε να φτιάξουμε μια νέα ζωή. Εν τω μεταξύ, συνεχίζω την Δευτέρα Τάξη στο Γυμνάσιο του Αιγάλεω και αμέσως μετά, στο νυχτερινό της οδού Λιοσίων (Η' Νυχτερινό) για τις υπόλοιπες τάξεις. «Η μαθητεία της νύχτας», όπως έλεγα αργότερα. Δουλειά την ημέρα και το βράδυ σχολείο. Παρ’ όλα αυτά αρχίζει να συντελείται η πνευματική μου αφύπνιση. Οι πρώτες σοβαρές αναζητήσεις, τα εξωσχολικά διαβάσματα, βιβλία των: Ουγκώ, Τολστόι, Ζολά, Χέμινγουεϊ, Χάμσουν, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ! Και κοντά σε αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς, η ποίηση. Ο Διονύσιος Σολωμός, το Δημοτικό Τραγούδι, ο Κρυστάλλης και, παραδόξως, ο Κωνσταντίνος Καβάφης! Τότε, στα δεκαπέντε μου, αρχίζουν και οι πρώτες απόπειρες να γράψω δικούς μου στίχους. Ο πρώτος σοβαρός αναγνώστης των στίχων μου, υπήρξε ο φιλόλογός μας στο Νυχτερινό Γυμνάσιο, ο κ. Ζωγράφος (πόσο λυπάμαι που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του!), ο οποίος με ενθαρρύνει, με θέρμη, να συνεχίσω και όχι μόνον αυτό, στο μάθημα της έκθεσης, μου έλεγε: «Εσύ Τουμανίδη, αντί για έκθεση, θα μου γράφεις κάθε φορά ένα ποίημα...». Εμπειρία αξέχαστη! Αμέσως μετά αναζήτησα κι άλλες γνώμες και συμβουλές, έτσι μια μέρα ανέβηκα τα σκαλιά της Βραδυνής και χτύπησα την πόρτα του Μπάμπη Κλάρα, υπεύθυνου της περίφημης «Φιλολογικής Βραδυνής». Του έδειξα μερικά χειρόγραφά μου, στα οποία τότε χρησιμοποιούσα το ψευδώνυμο «Πέρης Κάλπας!». Τα είδε αμέσως και, μ’ ένα μειδίαμα όλο νόημα, με προέτρεψε: «Να συνεχίσεις να γράφεις, αλλά περισσότερο να διαβάζεις, να διαβάζεις ποίηση των μεγάλων Ελλήνων ποιητών...». Μου έδωσε το χέρι και με αποχαιρέτησε προσθέτοντας: «Να προσπαθείς, δύσκολο δρόμο διάλεξες, παιδί μου αλλά, κοίτα να αλλάξεις αυτό το ψευδώνυμο, δεν σου πάει το... Κάλπας, φέρνει στο νου το κάλπικο, κατάλαβες; Άντε γεια σου και καλή τύχη». Έφυγα με ανάμικτα συναισθήματα, γιατί είχα, ο αφελής, την προσδοκία πως θα έβλεπα κάποια στιγμή ποίημά μου στη «Φιλολογική Βραδυνή». Λίγο μετά όμως συνειδητοποίησα πόσο σημαντική υπήρξε αυτή η ολιγόλεπτη συνάντησή μου με έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες της φιλολογικής δημοσιογραφίας. Στη συνέχεια αυτών των αναζητήσεων μου, μια μέρα μαζί με τον φίλο μου Κώστα Κουκούλη, που έκανε κι εκείνος τα πρώτα σοβαρά βήματά του στην ποίηση, αποφασίσαμε να πάμε στον Οδυσσέα Ελύτη. Με τον αέρα και το θράσος της νεότητάς μας, βρεθήκαμε στο σπίτι του, στην οδό Σκουφά και, πιο τολμηρός εγώ, χτύπησα το κουδούνι. Η ώρα ασφαλώς ήταν ακατάλληλη. Η όμορφη κοπέλα που εμφανίστηκε στην πόρτα, μετά από λίγο μας πληροφόρησε: «0 κύριος Ελύτης δεν μπορεί να σας δεχθεί τώρα, αλλά...», δίνοντας μας τον αριθμό τηλεφώνου του, «είπε να του τηλεφωνήσετε». Και φύγαμε μάλλον ικανοποιημένοι. Για διαφορετικούς όμως λόγους ο καθένας, δεν του τηλεφωνήσαμε. Ούτε εγώ ούτε ο Κώστας! Όλες αυτές οι προσπάθειες αναζήτησης, προετοίμασαν κατά, κάποιο τρόπο την μεγάλη συνάντηση. Μου άνοιξαν τον δρόμο που οδηγούσε, πού αλλού; Στον Γιάννη Ρίτσο βέβαια. Και αυτή η συνάντηση δεν θα ήταν μακριά.


Το 1975 συναντάς τον Γιάννη Ρίτσο και κοντά του μυείσαι στην ποιητική τέχνη. Εγώ και μόνον που το ακούω θεωρώ πως είναι μία συγκλονιστική εμπειρία. Θέλω να μάθω πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η γνωριμία, πώς δουλεύατε μαζί, πώς ήταν σαν δάσκαλος.

Η γνωριμία μου με τον Γιάννη Ρίτσο είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο νιώθω πως υπήρξα τυχερός, αφού κοντά στον μεγάλο μας ποιητή έμαθα όλα όσα μου ήταν απαραίτητα για να προχωρήσω με κάποιαν ασφάλεια στον δρόμο της ποίησης, αλλά και στο δρόμο της ζωής. Πώς όμως έφτασα στον Γιάννη Ρίτσο; Όλα φαίνεται να ξεκίνησαν από την γενέτειρά μου, τη Λιθαριά, και να πως έχουν τα πράγματα. Μια Κυριακή πρωί, πρέπει να ήταν άνοιξη του 1959 (ήμουν μόλις 7 χρονών) και όπως συνέβαινε και άλλες φορές, ήμουν καθηλωμένος στη μαγεία του ραδιοφώνου. Άξαφνα, μέσα από τους παράξενους ήχους των βραχέων κυμάτων, άκουσα μια γυναικεία φωνή που ερχόταν από ένα απροσδιόριστο βάθος να λέει: «Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Σόφιας. Ακούτε το πρόγραμμά μας στα ελληνικά. Σήμερα η εκπομπή μας είναι αφιερωμένη σε έναν μεγάλο Έλληνα ποιητή και αγωνιστή της ελευθερίας, τον Γιάννη Ρίτσο...». Αυτό ήταν! Όλα τα άλλα ήρθαν σιγά σιγά, εδώ στην Αθήνα. Σε προηγούμενη ερώτηση νομίζω πως, σε κάποιο σημείο αναφέρθηκα σε αυτά που προηγήθηκαν της συνάντησής μας, και το πώς κατέληξα να πάρω την απόφαση. Έτσι, μετά από αρκετές προσπάθειες και με την βοήθεια μιας δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη, η οποία μου έδωσε το τηλέφωνό του, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1974 του τηλεφώνησα. Μίλησα μαζί του. Ασύλληπτο! Άκουγα την φωνή του ποιητή που είχε γίνει ήδη προσωπικός μύθος για μένα! Πολύ ευγενικός και γλυκός στο τηλέφωνο, μου είπε, με... παρακάλεσε (!) να ξαναπάρω μερικές μέρες αργότερα, γιατί βρισκόταν σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση: «Πενθώ τον δάσκαλό μου, τον Κώστα Βάρναλη, που ήταν και πατέρας και πολύτιμος φίλος μου...». Μόλις είχε φύγει από την ζωή (14 Δεκ. 1974) ο άλλος μεγάλος ποιητής μας. Έκανα όπως ακριβώς μου ζήτησε και, αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, στις 14 Ιανουάριου 1975, έμπαινα στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου! «Η πιο μεγάλη μέρα της ζωής μου» έγραψα μετά στο ημερολόγιό μου. Στην πρώτη αυτή συνάντησή μας, είχα μαζί μου και αρκετά χειρόγραφα «ποιήματά» μου, τα οποία είχα αντιγράψει μιμούμενος, ο αθεόφοβος, τον βυζαντινίζοντα γραφικό χαρακτήρα του Ρίτσου. Τα διάβασε με προσοχή σε μια απόλυτη σιωπή και μετά, με ήρεμη, ζεστή φωνή είπε: «Κύριε Τουμανίδη, από αυτά που μόλις διάβασα, φαίνεται καθαρά πως διαθέτετε τα βασικά εκείνα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας ποιητής, και γι’ αυτό χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω». Δεν πίστευα στα αυτιά μου: «...χαίρομαι που σας γνωρίζω». Βούρκωσαν τα μάτια μου. Εκείνος χαμογέλασε και παίρνοντας στα χέρια του την περίφημη, μαύρη πένα, άρχισε να... επιτίθεται στα ανυπεράσπιστα στιχουργήματά μου! Όταν ολοκλήρωσε τις διορθώσεις, μού διάβασε αυτό που είχε διαμορφωθεί. «Να το ποίημά σας!». «Μα δεν είναι δικό μου», είπα. «Δικό σας είναι, απάντησε, εγώ δεν έκανα παρά αυτό που... ζητούσε το ίδιο το ποίημα. Με τις δικές σας λέξεις έγινε, δική σας είναι η σύλληψη. Αργότερα, αυτή την απαραίτητη δουλεία θα την κάνετε εσείς, μόνος σας. Θα δείτε». Αυτό γινόταν κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν με τις νέες ποιητικές μου προσπάθειες. Διάβασμα, «έφοδος» της πένας και τελικό αποτέλεσμα. Αλλά, μετά από αυτή την οδυνηρή για μένα διαδικασία, ακολουθούσε συζήτηση. Μου μιλούσα για τα ρήματα («αυτά δίνουν κίνηση στο ποίημα, να αλλάζει διαρκώς ο χρόνος, φωνή, η διάθεση»), για τις πλάγιες πτώσεις («αυτές, καταστρέφουν τον ποίημα»), για τα επίθετα («χρειάζεται οικονομία στην χρήση τους») για τις αφηρημένες έννοιες («μεγάλη προσοχή σ’ αυτές, όχι ανεξέλεγκτα»), και, τέλος, για τις ευφάνταστες, τις... πολύτιμες λέξεις, όπως: χρυσός, διαμάντι, κρύσταλλο κ.λπ. «(να τις αποφεύγετε, να μην φορτώνετε το λόγο με περιττή λάμψη»). Και μετά από αυτά μού μιλούσε για ποιητές, ξένους κι Έλληνες. Για μεγάλους, καταξιωμένους αλλά και για νεότερους. Γνώριζε όλους τους νέους ποιητές και με προέτρεπε να τους διαβάζω, μαζί με τους καταξιωμένους. Ολοκληρώνοντας την αναφορά μου στην μαθητεία μου πλάι στο Γιάννη Ρίτσο. θέλω να καταγράψω το γεγονός και την μεγάλη μου χαρά, την ημέρα δηλαδή που η πένα του ποιητή έμεινε μετέωρη πάνω από τα γραπτά μου! Χωρίς καμιά... επέμβαση! Δεν θα λησμονήσω ποτέ εκείνη την στιγμή, αλλά προπαντός την φανερή ικανοποίηση του ποιητή που έκανε το πρόσωπο του να λάμπει μπρος στα δικά μου μάτια.


Το 1978 βγάζεις την πρώτη σου συλλογή Αστάθμητα. Γιατί Αστάθμητα; Πώς αντιμετώπισαν οι κριτικοί την πρώτη σου ποιητική εμφάνιση; Αλλά, και πώς αντιμετώπισαν την ποίησή σου οι αναγνώστες;

Η πρώτη μου συλλογή Αστάθμητα, εκδόθηκε τρία χρόνια μετά την γνωριμία μου με τον Γιάννη Ρίτσο, και πριν πάω στο τυπογραφείο είχε ήδη εγκρίνει το σύνολο των ποιημάτων, ενθαρρύνοντάς με να προχωρήσω στην έκδοσή τους: «Τώρα ήρθε η στιγμή του μεγάλου ανήφορου. Πρέπει να τον ανεβείτε. Είστε έτοιμος, προχωρήστε...». Δεν ήθελα τίποτε άλλο, ή μάλλον ήθελα! Του ζήτησα, αν γινόταν, να μου προτείνει έναν τίτλο γι’ αυτή την πρώτη μου συλλογή. Μου είπε: «Βρείτε εσείς κάποιον τίτλο που θα θέλατε, και μετά θα σας πω κι εγώ τον δικό μου...». Μετά από πολλά, είχα καταλήξει σε τρεις εκδοχές, μεταξύ αυτών ήταν και το «Αστάθμητα βήματα». Δεν χρειάστηκε πολύ ο Ρίτσος, και αμέσως μου είπε: «Αυτός είναι ο πιο πετυχημένος, αλλά, χωρίς τον προσδιορισμό... βήματα. Πιο περιεκτικός, και ποιητικότερος θα ήταν αν έμενε μόνον η πρώτη λέξη ΑΣΤΑΘΜΗΤΑ». Έτσι έφυγα από το σπίτι του εκείνη την μέρα, έχοντας «βαφτίσει» τον πρώτο μου πνευματικό καρπό. Το «παιδί» μου αυτό το έλεγαν Αστάθμητα!
Όσο για τις κριτικές τώρα, τι να πω, μου αρκούν αυτά που έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης στην Αυγή (13 Απρ. 1978). Η μεγάλη τιμή που μου έκανε να σκύψει πάνω στα ταπεινά πονήματα μου. Ιστορική ασφαλώς για μένα στιγμή! Γράφτηκαν κι άλλες κριτικές, κι αυτές θετικές έως τιμητικές. Ανάλογες υπήρξαν και οι γνώμες των λίγων αναγνωστών μου. Σε γενικές γραμμές, η υποδοχή της πρώτης επίσημης εμφάνισης μου στα Γράμματα, υπήρξε τέτοια, που, χωρίς αμφιβολία, ξεπερνούσε κατά πολύ τις προσδοκίες και τις κρυφές φιλοδοξίες μου.


Στην ποίησή σου, σε όλες σχεδόν τις συλλογές, υπάρχει μια έντονη παρουσία προσώπων, τόπων και πόλεων, στοιχεία τα οποία αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά στο εκάστοτε ποίημα και παίρνουν μια ιδιαίτερη μεταφυσική διάσταση. Είναι έτσι;

Ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σου, Παναγιώτη, χαίρομαι γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να αναφερθώ σε αυτή την ιδιαιτερότητα της γραφής μου. Τα πρόσωπα (οικεία, μυθολογικά, ιστορικά) στα οποία κάνω αναφορές, είτε με τα ονόματα είτε με τις ιδιότητες τους, και οι τόποι, οι πόλεις και οι γεωγραφικές αναφορές (βουνά, λίμνες, ποτάμια), γίνονται πάντοτε με τρόπο συμβολικό, Φορτισμένα με την ιστορική και μυθολογική τους διάσταση. Γίνονται δομικά υλικά του ποιήματος και συνιστώσες της ποιητικής ιδέας. Θα ήθελα λοιπόν να αναφερθώ σε μερικές πόλεις -σύμβολα οι οποίες κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ποίηση μου, όπως η Νάουσα, η Έδεσσα, η Κατερίνη, η Θεσσαλονίκη, η Χαλκίδα, το Αιγάλεω και η Αθήνα. Αξίζει όμως να κάνω ειδική αναφορά στην Χαλκίδα, γιατί με την πόλη αυτή με συνδέουν πολλοί και σημαντικοί δεσμοί που «κτίστηκαν» από τα νεανικά-γυμνασιακά μου χρόνια (1966-1974, Νυχτερινό Γυμνάσιο). Οι πιο σπουδαίοι λόγοι όμως έχουν να κάνουν με δύο λαμπρά πρόσωπα, δύο μεγάλους δημιουργούς του σύγχρονου πολιτισμού μας, οι οποίοι είναι ταυτισμένοι με την Χαλκίδα και με το έργο τους φώτισαν την ψυχή και το πνεύμα μου. Αναφέρομαι στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα, και στον άλλο εξέχοντα πνευματικό δημιουργό, τον Γιάννη Σκαρίμπα. Ο Νίκος Σκαλκώτας είναι ένας από τους συνθέτες που αγαπώ και θαυμάζω. Διαθέτω στη βιβλιοθήκη μου μερικά από τα πιο σημαντικά βιβλία που γράφτηκαν γι’ αυτόν, και μια από τις πιο ενημερωμένες δισκοθήκες με έργα του. Όσο για τον Γιάννη Σκαρίμπα, αρκεί να αναφέρω πως, όταν άρχισα να γνωρίζω το ανατρεπτικό έργο του, θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Έτσι, επικοινώνησα μαζί του τηλεφωνικά, με σκοπό να πάω να του πάρω μια συνέντευξη. Το ραντεβού μας κλείστηκε, για λίγο πριν το Πάσχα του 1983, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λόγω πολυήμερης ασθένειάς μου. Και η μεγάλη μου πίκρα είναι που δεν πρόλαβα εν τέλει να τον συναντήσω, αφού λίγο μετά (21 Ιανουάριου 1984) θα έφευγε από την ζωή σε βαθιά γεράματα! Αντηχούν όμως ακόμη στ’ αυτιά μου, τα σχεδόν ακατάληπτα λόγια του Γιάννη Σκαρίμπα και η αλλοιωμένη από τα χρόνια φωνή του, στο τηλέφωνο: «Ε, Χρηστό μου, ακούς; Όταν έρθεις, μην ξεχάσεις, σε παρακαλώ, να μου φέρεις και καμιά ρέγκα... ρέγκα... ναι;». Δεν πρόλαβα να πραγματοποιήσω την επιθυμία του, κι αυτό με βαραίνει ακόμα! Τελικά, μετά το θάνατό του ταξίδεψα στην Χαλκίδα, να δω το έρημο σπίτι του, στον δρόμο που έχει το όνομα του, στα ριζά του Καράμπαμπα, και το οποίο αργότερα (τον Αύγουστο του 2003) δυστυχώς, το κατεδάφισαν! Να προσθέσω ακόμη δυο λόγια λέγοντας πως, στη Χαλκίδα ολοκλήρωσα την τελική επεξεργασία μιας από τις πιο αντιπροσωπευτικές συλλογές μου: Η ώρα του λιμανιού. Φθινόπωρο του 1985, τρεις μέρες στο ξενοδοχείο ΛΟΥΣΗ, έχοντας απέναντι μου το Κάστρο του Καράμπαμπα, τον τάφο του Γιάννη Σκαρίμπα και τα τρελά νερά του Ευρίπου.


Στην ποιητική σου διαδρομή, εκτός βέβαια από τον Γιάννη Ρίτσο, ποιοι άλλοι ποιητές επηρέασαν ή τροφοδότησαν την δική σου ποίηση;

Απαραίτητη προϋπόθεση για κάποιον που ασχολείται με την ποίηση, με το γράψιμο γενικά, είναι η γνώση και η διαρκής μελέτη της ποίησης και της λογοτεχνίας. Υπάρχουν ασφαλώς ποιητές που αγάπησα ιδιαίτερα και είναι αυτοί κυρίως που διαμόρφωσαν την δική μου αισθητική: Ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης και ο Σινόπουλος, και μαζί τους το Δημοτικό μας Τραγούδι.
Από τους ξένους ποιητές: Ο Ρεμπό, ο Ρίλκε, ο Μαγιακόφσκι, ο Λόρκα, ο Έλιοτ, η Αχμάτοβα, η Σίλβια Πλαθ και ο Γκίνσμπεργκ. Πρέπει να πω ακόμη πως η αρχαία ελληνική ποίηση, ο Όμηρος, οι τρεις τραγικοί ποιητές, όλοι οι λυρικοί, καθώς και οι μεγάλοι Λατίνοι ποιητές, Οράτιος, Βιργίλιος, Κάτουλος, είναι πάντοτε μέσα στις συχνές «επισκέψεις» μου. Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ επίσης και τις νεότερες φωνές των ποιητών και ποιητριών μας. Κάποιους μάλιστα φροντίζω να τους γνωρίζω και να συνομιλώ μαζί τους δημιουργικά. Είναι κι αυτό μέρος της ποιητικής μου ζωής, στο μέτρο πάντοτε του εφικτού.


Τι σημαίνει για σένα ποίηση; Και, μπορεί εν τελεί η ποίηση (η τέχνη γενικότερα) να αλλάξει τον κόσμο μας;

Πριν μιλήσω για το τι σημαίνει ποίηση, θα πω τι μου έδωσε η ποίηση.
Η ποίηση μού έδωσε φτερά, μου επεξέτεινε τα όρια του κόσμου. Μου έμαθε να βλέπω με τα μάτια της ψυχής, να αισθάνομαι με το μυαλό, να σκέφτομαι άφοβα με την άστατη καρδιά, συναισθάνομαι πάσχοντας και να συν-πάσχω δημιουργώντας. Η ποίηση λοιπόν για μένα είναι ο πιο ασφαλής τρόπος να ζω, Ζώνοντας τούς αλλεπάλληλους, καθημερινούς θανάτους. Η ποίηση, τέλος, μού έμαθε να ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά. Να παρατηρώ εμβαθύνοντας το ασήμαντο. Παραφράζοντας μάλιστα τον περίφημο φιλοσοφικό αφορισμό του Ludwig Wittgenstein για την γλώσσα («Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουνε τα όρια του κόσμου μου»), θα έλεγα ότι: Τα όρια της ποίησης σημαίνουνε τα όρια της ύπαρξης και του κόσμου μου.
Όσο τώρα για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, έχω να πω ότι: Όχι, η ποίηση -και η τέχνη γενικότερα- δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να μας δείξει τρόπους και δυνατότητες να βλέπουμε τον κόσμο αλλιώς. Να μας αποκαλύπτει όλα εκείνα που ασχημαίνουν την ζωή και, προπαντός, να μας αποκαλύπτει εκείνα που δεν φαίνονται, ρίχνοντας φως στα βαθύτερα σκοτάδια της ψυχής. Επομένως μέσω της ποίησης θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Και αν όχι να τον αλλάξουμε, τουλάχιστον να τον κάνουμε να μπορεί να βλέπει, εκείνα που δεν έβλεπε πριν, που δεν ήθελε (ή δεν άντεχε) να δει. Τρόπος πλάγιας οπτικής του βάθους, και τρόπος ζωής η ποίηση λοιπόν. Και κλείνω με αυτά τα «δάνεια» λόγια: «Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους.» (Γιάννης Ρίτσος, από τα Μονόχορδα).
«Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα -και τι θα γινόταν, αν η πνοή μας λιγόστευε;» (Γιώργος Σεφέρης, από την ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1963).

-------------------------------------------

Ο Χρήστος Τουμανίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1952, στη Λιθαριά της Πέλλας. Μετά το διάστημα 1962-1965, κατά το οποίο έζησε στη Νάουσα Ημαθίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου έκτοτε ζει και εργάζεται. Στα Γράμματα εμφανίσθηκε το 1978, με την συλλογή Αστάθμητα.
Σταθμός στη ζωή και την ποιητική του πορεία υπήρξε η γνωριμία με τον Γιάννη Ρίτσο (1974), κοντά στον οποίο μαθήτευσε.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, στα αγγλικά, ρωσικά, ισπανικά, σουηδικά, περσικά και αλβανικά.

------------------------------------------

Εργογραφία

1. Αστάθμητα, 1978
2. Απόπειρες, 1981
3. Η ώρα του λιμανιού, 1987
4. Αντίστιξη των άστρων, 1997
5. Κεριά θυέλλης, 2005
6. Η γέφυρα των στίχων, δίγλωσσο (μαζί με τον αλβανό ποιητή Milianov Kallupi), 2009
7. Σαν κομπολόι Λιθαριάς (μικρό ανθολόγιο), εκτός εμπορίου, 2010
8. Ελεγείες της Ανατολής, 2014
9. 3X17X3 (Διάλογος Για Τρεις, με τον τρόπο του χαϊκού), 2015
10. Αθήνα-Μπουένος Άιρες (Ένας Διαδικτυακάς Διάλογος με τον τρόπο του χαϊκού, μαζί με την Αργεντινή ποιήτρια Mirta Gili Gili), 2015
11. Πάνω σε μια χορδή, 2017

Άλλες εκδόσεις
12. Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, 1995
13. Λύρα του Πόντου -Ανθολογία- (Ποιητές Ποντιακής Καταγωγής, μαζί με τον Νίκο Γρηγοριάδη), 2003
14. Ανθολόγιο μικρών θαυμάτων (επιλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου), 2010

Μεταφράσεις
15. Ποιητικά τετράδια, επιλογή, στα Ρωσικά, (μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια), 1998
16. Stundernas Mytologi, Provoles, (επιλογή μετάφραση στα σουηδικά: Κώστας Κουκούλης), Στοκχόλμη, 1999
17. Antologjia e Haikut grek (Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στα αλβανικά, μτφρ. Joan Gjica), Elbasan, 2005
18. Στα αλβανικά επίσης, μεταφράστηκε και εκδόθηκε η συλλογή Κεριά θυέλλης, Dunie Qirijsh, μτφρ. Joan Gjica, Tirane, 2006
19. Hije ye ecin (Η σκιά που προχωράει- Επιλογή από την ποίηση του, στα Αλβανικά, μτφρ. Bardhul Toda ), Τίρανα, 2009
20. Ne krah te Jani Ricos (Δίπλα στον Γιάννη Ρίτσο, μτφρ. Bardhul Toda), Τίρανα, 2010

Για την ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει οι: Τάσος Λειβαδίτης, Γιώργος Βαλέτας, Νίκος Σπάνιας, Γιώργος Μαρκόπουλος, Φώντας Κονδύλης, Κώστας Τσιρόπουλος, Νίκος Ψιλάκης, Ανθούλα Δανιήλ, Γιάννης Κορίδης, Αγγελική Κώττη, Αργυρώ Μαντόγλου, Γιάννης Μπασκόζος, Νίκος Χατζηγιάννης, Λάμπρος Σπυριούνης, Ηλίας Μέλιος, Κώστας Κουκούλης, Σωτήρης Σαράκης, Σπόρος Θεριανός, Χαρά Νικολακοπούλου, Ελένη Χωρεάνθη, Γιώργος Δελιόπουλος, Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Milianov Callupi, και Beatrice Ballici.

Δεν υπάρχουν σχόλια: