25 Μαΐου 2019

Ελ Ντάμπα (το πρώτο κεφάλαιο) [Μίμης Φωτόπουλος]


180 χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου βρισκόταν το RAF EL Daba, στρατιωτικό αεροδρόμιο / στρατόπεδό της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Βρετανίας. Μοίρα κακή το έφερε σε τούτο το στρατόπεδο να φυλακιστούν 8.000 - 10.000 Έλληνες πατριώτες, φίλοι ή μέλη του ΕAM. Το Δεκέμβρη του 1944 ο Αγγλικός Στρατός που βρισκόταν στην Ελλάδα, βοηθώντας την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, αποφάσισε να «καθαρίσει» την περιοχή από τους «ενοχλητικούς» εαμίτες και να αποδυναμώσει σημαντικά την αντίσταση στην Αθήνα. Γι’ αυτό απήγαγε και μετέφερε στα κρυφά εκτός Ελλάδας τους δημεγέρτες του αντιστασιακού αγώνα. Οι κρατούμενοι δεν ενημέρωσαν κανένα από τους οικείους τους, μεταφέρθηκαν και κρατήθηκαν με απάνθρωπες συνθήκες στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου. Αυτή την προσωπική περιπέτεια καταγράφει ο Μίμης Φωτόπουλος σε τούτο το εκπληκτικό έργο.

Γιώργος Δαμιανός.


-ΚΑΙ καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι;
-Ναι.
Αυτό το «ναι» μου ’φυγε σαν πονεμένη ανάσα. Το ’πα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αφτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα στη νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γεμάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε έτσι, σαν ψαλμό, σαν μοιρολόι:
-Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κάψανε το σπίτι;
-Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα πάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ.
-Τότε, γιατί;
-Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώσουν.
-Από τους Γερμανούς;
-Όχι, αυτοί τους... ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε...
-Τότε από ποιους;
-Ήρθαν να μας ελευθερώσουμε από τον «ΕΛΑΣ».
-Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;
-Να μας ελευθερώσει από τους Εγγλέζους.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Ούτε κι εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».
-Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;
-Όχι, για την ελευθερία.
-Ποια ελευθερία;
-Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες είναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιότατων χρόνων σκοτώσουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.
Τότε μπήκες στην κουβέντα και η γιαγιά μου, που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθάριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια, για το μεσημέρι.
-Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθαν και μας κάψανε το σπίτι μας;
-Από την Αγγλία!
-Και μετά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;
-Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφίμι -κι έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά- αμολάει αεροπλάνα και καράβια, και πέφτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.
-Χριστός και Παναγιά! Κι ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;
-Ε, είναι ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καίνε τα ξένα, και τα πολύ μακρινά σπίτια.
Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρίζει τα ρεβίθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.
Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυνομικών, εθνοφυλάκων και «πατριωτών», είχαμε... διεκπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυράς, που ήταν στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παιδιών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η... μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομακτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή του. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σαν να γίνεσαι κι εσύ αλλιώτικος. Κάτι είχε καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σε μας τους μικροαστούς, τα μικρά, τα δύσκολα αποκτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας το άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας...
Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπίδες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.
Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβίθια, που τα είχαμε αγοράσει με «μέσον» πανάκριβα.
Η γιαγιά μου ήταν δακρυσμένη· της χάιδεψα τα κάτασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγιάδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;
Κι οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.
[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: