Maniérisme (la rébellion mélancolique)
Le maniérisme est un mouvement artistique qui s'étend entre 1520 (mort du peintre Raphaël) et 1580. C'est une réaction amorcée par ''le sac de Rome de 1527'' (œuvre de Johannes Lingelbach [1622-1674], peintre néerlandais) qui ébranla l'idéal humaniste de la Renaissance. Contrairement aux précédents mouvements artistiques, la diffusion s'amorçant, il n'est plus circonscrit à l'Italie. Il se manifeste essentiellement en peinture: la sculpture, libérée déjà de toute entrave, suit simplement son cours, et il n'y a guère d’architecture strictement maniériste, sauf à jouer sur les mots.
Maniérisme d’ Anvers
Les œuvres attribuées à Jan de Beer, celles du Maître de 1518 (probablement Jan Mertens le Jeune, dit Jan van Dornicke), et certaines peintures de Jan Gossaert et Adriaen Isenbrant sont caractéristiques du maniérisme anversois. Ces tableaux associent les styles de la peinture flamande du XVe siècle et de la Renaissance du nord, et incorporent à l'intérieur de mêmes compositions les traditions flamande et italienne.
L'Adoration des mages et La Nativité sont des sujets fréquemment représentés dans ces compositions2, se déroulant souvent le soir en éclairant les figures avec une certaine intensité dramatique. Les scènes de l'Adoration étaient très populaires parmi ces artistes qui aimaient représenter les motifs élaborés des vêtements portés par les mages et le caractère ornemental des ruines formant le cadre architectural de ces scènes.
Le maniérisme se caractérise par l'importance donnée au mouvement, à l'exubérance de la décoration et des drapés, aux expressions des personnages.
Ο Μανιερισμός (ιταλ.: Manierismo) είναι καλλιτεχνικό ρεύμα, το οποίο αναπτύχθηκε κατά την ύστερη Αναγέννηση, και ειδικότερα το χρονικό διάστημα, από τη δεκαετία του 1520 (θάνατος του μεγάλου Ιταλού ζωγράφου Ραφαέλ Σάντι) ως το 1580 περίπου. Ο Μανιερισμός είχε ως καταγωγή την Ιταλία, με κέντρα τη Ρώμη και τη Φλωρεντία και αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο μία αντίδραση στην αισθητική της ώριμης Αναγέννησης, σηματοδοτώντας παράλληλα τη μετάβαση στη μπαρόκ εποχή. Στη Βόρεια Ευρώπη συνεχίστηκε κατά την πρώτη περίοδο του 17ου αιώνα.
Πρόκειται για μιαν αντίδραση στην μέχρι τότε επικρατούσα τεχνοτροπία των ιδεωδών της αρμονίας, από τα οποία διαπνεόταν τα έργα των Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ραφαέλ Σάντι και του πρώιμου Μιχαήλ Άγγελου, Στη Βόρεια Ευρώπη το κίνημα αυτό πυροδότησε ο πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάννες Λίνγκελμπαχ (1622-1674) με τον τίτλο «Η λεηλασία της Ρώμης κατά το 1527». Το κίνημα του μανιερισμού κλόνισε το ανθρωπιστικό ιδεώδες της Αναγέννησης. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα καλλιτεχνικά κινήματα, και όσο διαρκούσε η διάδοση των ιδεών αυτών, δεν περιορίστηκε στην Ιταλική επικράτεια.
Εκδηλώνεται κυρίως στη ζωγραφική. Η γλυπτική, ήδη απελευθερωμένη από κάθε δέσμευση ή εμπόδιο, ακολουθεί απλά τη δική της πορεία και επίσης δεν υπάρχει αρχιτεκτονική αυστηρά μανιεριστική, εκτός αν θέλουμε να κάνουμε λογοπαίγνιο.
Στην ώριμη Αναγέννηση, η τέχνη δίδει έμφαση στις αναλογίες, τις ισορροπίες και το κλασικό ιδεώδες του κάλλους. Αντίθετα, ο μανιερισμός υπερβάλλει αυτές τις ιδιότητες, συχνά δε το αποτέλεσμα είναι συνθέσεις ασύμμετρες ή αφύσικα κομψές. Το ύφος αυτό είναι αξιοπρόσεκτο σε ότι αφορά τη διανοητική του εκλεπτυσμένη ιδιότητα και τα τεχνητά του χαρακτηριστικά (σε αντίθεση με τα νατουραλιστικά πρότυπα). Το καλλιτεχνικό αυτό ύφος ευνοεί την ένταση και αστάθεια των συνθέσεων, σε αντίθεση με την ισορροπία και τη σαφήνεια της ζωγραφικής της ώριμης Αναγέννησης. Ο μανιερισμός στη λογοτεχνία και τη μουσική είναι αξιοπρόσεκτος για την υπερβολικά ερυθριάζουσα μορφή των έργων και το διανοητικό εκλεπτυσμένο ύφος του.
Ο ορισμός του μανιερισμού και οι διάφορες φάσεις του συνεχίζουν να είναι μέχρι τις μέρες μας θέμα συζήτησης μεταξύ των ιστορικών της τέχνης. Για παράδειγμα, μερικοί ακαδημαϊκοί έχουν προσάψει αυτή την ετικέτα σε ορισμένες σύγχρονες μορφές της λογοτεχνίας (ιδιαίτερα την ποίηση) και μουσική του 16ου και 17ου αιώνα. Ο όρος επίσης χρησιμοποιείται σαν αναφορά σε μερικούς Γότθους ζωγράφους της ύστερης εποχής, οι οποίοι εργάσθηκαν στη Βόρεια Ευρώπη μεταξύ των χρόνων 1500 και 1530, ιδιαίτερα τους Μανιερίστες της Αμβέρσας – κύκλος ζωγράφων οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το Ιταλικό κίνημα του μανιερισμού. Ο όρος, τέλος, έχει κατ’ αναλογίαν αποδοθεί στην Αργυρή Εποχή της Λατινικής λογοτεχνίας.
(το πρώτο μέρος τού πρωτότυπου κειμένου έχει εμπλουτιστεί από τον μεταφραστή)
(το πρώτο μέρος τού πρωτότυπου κειμένου έχει εμπλουτιστεί από τον μεταφραστή)
Ο Μανιερισμός του κύκλου της Αμβέρσας
Χαρακτηριστικά του μανιερισμού του κύκλου της Αμβέρσας είναι τα έργα, τα οποία αποδίδονται στον Γιαν ντε Μπέερ, εκείνα του Αρχηγού του 1518 (πιθανόν του Γιαν Μέρτενς του Νεώτερου, δηλαδή του Γιαν φαν Ντόρνικε) καθώς και μερικές ζωγραφιές των Γιαν Γκόσαερτ και Άντριαν Ίσενμπραντ. Αυτοί οι πίνακες συνδυάζουν το ύφος της Φλαμανδικής ζωγραφικής του 15ου αιώνα και εκείνο της Αναγέννησης του Βορρά, ενσωματώνοντας στο εσωτερικό των αυτών συνθέσεων την φλαμανδική και ιταλική παράδοση. Η Προσκύνηση των μάγων και η Γέννηση του Χριστού είναι από τα θέματα, τα οποία πολύ συχνά αναπαριστώνται σ’ αυτές τις συνθέσεις, οι οποίες κυρίως διαδρα-ματίζονται κατά τις βραδινές ώρες, φωτίζοντας τις μορφές με συγκεκριμένη δραματική ένταση.
Οι σκηνές της Προσκύνησης ήταν πολύ δημοφιλείς στους κύκλους των καλλιτεχνών, στους οποίους άρεσε να αναπαριστούν τα λεπτοδουλεμένα μοτίβα των ενδυμάτων, τα οποία φορούσαν οι μάγοι, καθώς και ο διακοσμητικός χαρακτήρας των ερειπίων, τα οποία σχημάτιζαν το αρχιτεκτονικό πλαίσιο αυτών των σκηνών.
Ο Μανιερισμός χαρακτηρίζεται από τη σημασία την οποία αποδίδει στην κίνηση, την υπεραφθονία της διακόσμησης, τα ριχτάρια, τις κουρτίνες και τα καλύμματα, καθώς και στις εκφράσεις των χαρακτήρων.
Maniérisme littéraire
À l’optimisme conquérant de la première Renaissance, qui espérait en un prochain retour de l’âge d’or, succède une amertume mélancolique posée sur un fond de sentiment d’insécurité. Au luxe, au goût des fêtes, à la foi dans le progrès qui avaient marqué le temps de François Premier, succèdent le doute, le scepticisme, et l’expérience de l’instabilité sous toutes ses formes. Les Essais constituent, en France, l’expression la plus saisissante de ce désarroi, mais on en trouve aussi, outre-Manche, sous la plume de John Donne, des formulations tout aussi aiguës.
Des écrivains maniéristes étaient dès l’antiquité et après en France et en outre-Manche les suivants: Lucrèce, Virgile, Horace, Michel de Montaigne, Pontus de Tyard, Joachim du Bellay, Pierre de Ronsard, William Shakespeare, John Donne.
Un portrait maniériste est caractérisé par les trois formes: flux, reflux, labyrinthe.
Les caractéristiques des œuvres de ces écrivains étaient: «Variam semper: les chimères et les monstres», «Bien mal formé: distorsions et inconstance» et L’amour néo-pétrarquiste: une quête spirituelle (spiritualisme platonicienne).
Ο Μανιερισμός στη λογοτεχνία
Το κατακτητικό αισιόδοξο πνεύμα της ώριμης Αναγέννησης, η οποία προσδοκούσε μιαν άμεσα επικείμενη επιστροφή στη χρυσή εποχή, διαδέχεται μια μελαγχολική πικρία, βασισμένη σ’ ένα συναίσθημα ανασφάλειας. Την πολυτέλεια, τις απολαύσεις των εορτών και πανηγύρεων, την εμπιστοσύνη στην πρόοδο, που σημάδεψαν τα χρόνια του Φραγκίσκου του 1ου, διαδέχονται η αμφιβολία, ο σκεπτικισμός και το βίωμα της αστάθειας και αβεβαιότητας με όλες τις μορφές τους. Τα Δοκίμια του Μονταίνιου αποτελούν για τη Γαλλία την πιο συναρπαστική έκφραση αυτής της αποσταθεροποίησης, αλλά μπορούμε να τη συναντήσουμε επίσης, πέραν του στενού της Μάγχης, στη γραφίδα του Τζων Ντονν, ο οποίος χρησιμοποιεί οξύτατες εκφράσεις.
Μανιερίστες συγγραφείς, ήδη από την αρχαιότητα κι ύστερα στη Γαλλία και πέραν της Μάγχης ήταν οι ακόλουθοι: Λουκρήτιος, Βιργίλιος, Οράτιος, Μισέλ ντε Μονταίν, Ποντύς ντε Τυάρ, Ζοασίμ ντυ Μπελαί, Πιέρ ντε Ρονσάρ, Γουίλλιαμ Σαίξπηρ, Τζων Ντονν.
Στη ζωγραφική ένα μανιεριστικό πορτραίτο χαρακτηρίζεται από τρεις φόρμες: παλίρροια, άμπωτη, λαβύρινθος.
Τα χαρακτηριστικά των έργων αυτών των συγγραφέων ήταν: «Διαρκής μεταμόρφωση: οι χίμαιρες και τα τέρατα», «Κακοσχηματισμένο καλό: στρεβλώσεις και αστάθεια» και τέλος, «η νέο-πετραρχική αγάπη: μια πνευματική αναζήτηση (πλατωνική πνευματικότητα)».
Maniérisme (santé)
En médecine, le maniérisme est une attitude systématique de manière d’être, de parler et d’agir (mimiques, propos et action) avec un manque de naturel et une impression d’artifice. Il s'agit d'une «fonction relative aux contractions répétitives, quasi-intentionnelles, involontaires d'un groupe de muscles», tout comme les tics, la coprolalie et le bruxisme. L’exagération de cette attitude est une caractéristique de certains états psychotiques et est présente dans la schizophrénie catatonique3.
Le bruxisme (du grec brugmos βρυγμός «grincement des dents») est une parafonction manducatrice (mouvement inconscient sans but précis concernant l'appareil manducateur) soit par serrement soit par mouvements latéraux, nommé alors grincement de dents. Cette parafonction qui au niveau évolutif sert aux enfants à éliminer leurs dents de lait disparaît généralement à l'apparition de la denture définitive, peut se manifester chez le bruxomane pendant la journée mais plus souvent durant le sommeil, il est alors généralement inconscient et ne se réveille pas.
La brycose (du grec brychos βρύχος «frottement des dents») est un bruxisme sévère caractérisé par des abrasions dentaires considérables.
L'appareil manducateur
L'appareil manducateur est l'appareil servant à la manducation, c'est-à-dire aux opérations antérieures à la digestion (préhension, mastication, insalivation, ventilation et déglutition).
L'appareil manducateur est un ensemble constitué en système constitué des arcades dentaires de la mandibule et des maxillaires, de la langue et du palais. L'articulation temporo-mandibulaire et les muscles maxillaires sont les effecteurs du mécanisme de mastication.
Muscles de la manducation
Les muscles permettant les mouvements de fermeture de la bouche sont :
- le muscle masséter (élévation de la mandibule) ;
- le muscle temporal (élévation ; rétropulsion de la mandibule) ;
- le muscle ptérygoïdien médial (élévation de la mandibule) ;
- le muscle Digastrique (rétropulsion de la mandibule).
Les muscles permettant les mouvements d'ouverture de la bouche et l'abaissement de la mandibule sont :
- le muscle ptérygoïdien latéral (propulsion ; diduction de la mandibule) ;
- le muscle ptérygoïdien médial (élévation ; propulsion ; diduction de la mandibule) ;
- le muscle mylo-hyoïdien (abaissement de la mandibule) ;
- le muscle génio-hyoïdien (abaissement de la mandibule) ;
- le ventre anterieur du muscle digastrique (abaissement de la mandibule).
Μανιερισμός (ως ιατρικός όρος)
Στην ιατρική, ο μανιερισμός είναι συστηματική στάση του τρόπου ύπαρξης, ομιλίας και δράσης (εκφράσεις του προσώπου, λόγοι και πράξεις) με έλλειψη της φυσικής συμπεριφοράς και με μιαν εντύπωση, ότι όλα αποτελούν ένα τέχνασμα. Πρόκειται για μια «λειτουργία σχετική με επαναληπτικές συστολές, οιονεί – θεληματικές, ακούσιες μιας ομάδας μυών», όλες αυτές όπως τα τικ, η κοπρολαλιά (βωμολοχία) και η βρύγμωση. Η υπερβολή αυτής της στάσης είναι ένα χαρακτηριστικό ορισμένων ψυχωτικών καταστάσεων και είναι παρούσα στην κατατονική σχιζοφρένεια.
Η βρύγμωση (από τη λέξη βρυγμός «τριγμός των δοντιών») είναι δυσλειτουργία του στοματο-γναθικού κρανίου (ασυναίσθητη κίνηση δίχως συγκεκριμένο σκοπό της περιοχής αυτής της κεφαλής), είτε με σύσφιξη είτε με πλευρικές κινήσεις, με την ονομασία τριγμός και βρυγμός των οδόντων. Αυτή η δυσλειτουργία κατά την περίοδο ανάπτυξης βοηθάει τα παιδιά να εξαλείψουν τα δόντια του θηλασμού και γενικά παύει με την εμφάνιση της μόνιμης οδοντοστοιχίας. Μπορεί να εκδηλώνεται στο βρυγμομανή κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά συχνότερα κατά τη διάρκεια του ύπνου. Δηλαδή, είναι γενικά ασύνειδη και δεν ξυπνάει ποτέ (δεν γίνεται συνειδητή).
Η βρύχωση (από τη λέξη βρύχος «τριβή των οδόντων») είναι σοβαρή βρύγμωση, η οποία χαρακτηρίζεται από αξιοπρόσεκτα γδαρσίματα των δοντιών.
Το στοματο-γναθικό κρανίο
Το στοματο-γναθικό κρανίο είναι το τμήμα της κεφαλής, το οποίο εκτελεί όλες τις προ της πέψης λειτουργίες του οργανισμού (πρόσληψη της τροφής ώστε να προωθηθεί στη στοματική κοιλότητα, μάσηση, ενσιέλωση, εξαερισμός και κατάποση).
Η περιοχή αυτή είναι συγκροτημένο σύνολο, το οποίο αποτελείται από τις οδοντικές καμάρες της άνω και κάτω γνάθου, της γλώσσας και του ουρανίσκου. Η κροταφο-γναθική άρθρωση και οι γναθικοί μύες είναι οι τελεστές του μηχανισμού της μάσησης.
Οι μύες του στοματο-γναθικού κρανίου
Αυτοί οι μύες επιτρέπουν τις κινήσεις του κλεισίματος του στόματος και είναι οι εξής:
- ο μασητικός μυς (ανύψωση της κάτω γνάθου),
- ο κροταφικός μυς (ανύψωση και παλμική κίνηση της κάτω γνάθου),
- ο μέσος πτερυγοειδής μυς (ανύψωση της κάτω γνάθου),
- ο διγαστρικός μυς (παλμική κίνηση της κάτω γνάθου).
Οι μύες οι οποίοι επιτρέπουν τις κινήσεις του ανοίγματος του στόματος και την καταβίβαση της κάτω γνάθου είναι οι εξής:
- ο πλευρικός πτερυγοειδής μυς (πρόωση, νηνεαγωγή της κάτω γνάθου),
- ο μέσος πτερυγοειδής μυς (ανύψωση, πρόωση, νηνεαγωγή της κάτω γνάθου),
- ο μυλο-υοειδής μυς (καταβίβαση της κάτω γνάθου),
- ο γενιο-υοειδής μυς (καταβίβαση της κάτω γνάθου),
- ο προθάλαμος του διγαστρικού μυός (καταβίβαση της κάτω γνάθου).
Ενδεικτικές πηγές πρωτότυπων:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου