ΑΙΓΙΑΛΟΥΣΑ
Στον Γιώργο Χριστοδούλου από την Αιγιαλούσα
1
Πλήθος θαλάσσης• θάλασσα πλημμύρισε
τον ουρανό με κέντημα χρυσό.
Γλωσσολαλία• ρινισμένα τα κουδούνια,
καθένα στο δικό του πλάγιο ήχο.
Νομίσματα θαμμένα βασιλέων
που γνώρισαν τον αίνο σκιαμαχούν
με τα βελάσματα του χόρτου. Πέτρα ήμερη
κατέχει τους γήλοφους και κατέρχεται
προς το αγίασμα τ’ Αγίου Θερίσου.
Μα του πελάου ο κάμπος –άγνωστο διατί-
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή.
τον ουρανό με κέντημα χρυσό.
Γλωσσολαλία• ρινισμένα τα κουδούνια,
καθένα στο δικό του πλάγιο ήχο.
Νομίσματα θαμμένα βασιλέων
που γνώρισαν τον αίνο σκιαμαχούν
με τα βελάσματα του χόρτου. Πέτρα ήμερη
κατέχει τους γήλοφους και κατέρχεται
προς το αγίασμα τ’ Αγίου Θερίσου.
Μα του πελάου ο κάμπος –άγνωστο διατί-
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή.
2
« Το σπίτι μας εμαύρισε, δεν ξέραμε από πού
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τ’ αλλουνού.
Κι η κόρη μου είπεν μου: «Μάνα, εν κρίμαν
να κλαίεις τους ζωντανούς, γιατί –ακούεις;-
εν ζωντανοί, δεν γίνεται να ν΄πεθαμένοι,
ειδάλλως πρέπει να χαθεί τέλεια τούτος ο κόσμος » .
Εγέλουν την εγώ ( κρυφά της έκλαια ),
την τύχην της εσκέφτουμουν και τούτης.
Ύστερα έπεψε ο Θεός και τους δυό γιούς μου
μαζί με τον γαμπρόν μου απολύσαν τους.
Όμως τον αδερφότεχνον μου τον καθηγητήν
-έναν τον είχαν οι γονιοί του- και τους άλλους
που πιάσαν μες στον καφενέν, ‘κόμα κρατούν τους.
Δεν είδα, η αλήθεια, τα παιδιά μου
αλλ’ άκουσα στο ράδιον τη φωνή τους.
Γλυκότερο δεν άκουσα μες στη ζωή μου ήχο,
που ο κάλλιος θα τον ζήλευε βιολάρης.
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τ’ αλλουνού.
Κι η κόρη μου είπεν μου: «Μάνα, εν κρίμαν
να κλαίεις τους ζωντανούς, γιατί –ακούεις;-
εν ζωντανοί, δεν γίνεται να ν΄πεθαμένοι,
ειδάλλως πρέπει να χαθεί τέλεια τούτος ο κόσμος » .
Εγέλουν την εγώ ( κρυφά της έκλαια ),
την τύχην της εσκέφτουμουν και τούτης.
Ύστερα έπεψε ο Θεός και τους δυό γιούς μου
μαζί με τον γαμπρόν μου απολύσαν τους.
Όμως τον αδερφότεχνον μου τον καθηγητήν
-έναν τον είχαν οι γονιοί του- και τους άλλους
που πιάσαν μες στον καφενέν, ‘κόμα κρατούν τους.
Δεν είδα, η αλήθεια, τα παιδιά μου
αλλ’ άκουσα στο ράδιον τη φωνή τους.
Γλυκότερο δεν άκουσα μες στη ζωή μου ήχο,
που ο κάλλιος θα τον ζήλευε βιολάρης.
ΛΕΒΗΤΑΣ
ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΕΒΗΤΑΣ κρύβει τα μάτια σου
και χίλιοι πετεινοί τ’ αυτιά σου.
Δε μιλώ για τους κόρφους σου και τους σταυρούς σου-
τεσσαρακάντουνοι σε δίπλες αφρισμένου νέκταρος.
Τότε ήταν που είδα τη χρυσή λαβή της μέσης σου
αδελφωμένη στο φως με την έννοια του ύπνου.
Είδα κι άλλα πολλά που δε θα ομολογήσω
παρά μονάχα στην έσχατη κρίση.
Εκεί ο βρυγμός των οδόντων,
το καλύτερο θέαμα για τους αργόσχολους.
Αλλά, θεέ μου, αυτός ο λαός
επέδειξε απίστευτη αντοχή στο μαρτύριο και καρτερία
για να δώσει με λόγια του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη
τη σκυτάλη στους όλβιους, αυθεντικούς κερατάδες.
Τώρα τί να σου κάνω και τί να σε ειπώ:
Χαίρετε, Αμμόχωστος,
Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι,
Σπαθαρικόν, Λευκόνικον, Ακανθού,
Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,
Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη,
Γαστριά, Βουκολίδα-
λίγα μόνο σημεία της ανατολικής σου παρειάς
χώρια οι δρυμοί και οι χαράδρες
για να αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο που μας πάει σε Μόρφου και Κερύνεια
κι άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα.
Ο σκώληκας που με ταράσσει κυνηγάει το θαύμα
της επίορκης ανάστασης – όχι, μα τον Δία,
δεν πρέπει για την ώρα να υπερβούμε
τα όριά μας. ενθυμού τις Ερινύες.
Καλύτερα το λέβητα που λέγαμε
στην αρχή του ξορκιού μας
να τον κρύψουμε βάθη μεγάλα σαν τα μάτια σου
και πετεινούς να σφάξουμε για να στεριώσουν
αδελφωμένοι με το φως οι κόρφοι σου.
μαστοί αστραπή στου ξύπνου το ξετύλιγμα.
Άγαλμα τέτοιο πουθενά δεν είδα
μήτε στο δικαστήριο του Θεού να στολίζει
τα δόντια του με νυχτερίδες
στα κρόταλα των ακηδεύτων θαυμαστών του.
Και τόση ώρα που μιλάμε δε σε κέρασα
μήτ’ ένα καφεδάκι, και με συγχωρείς.
Πηγαίνω να σ’ το φέρω, δε θ’ αργήσω.
Και όταν ήρθα τι να δω; Η πόλη βγήκε
σεργιάνι στα βουνά. Ούτε δυό λεπτά
να περιμένει δεν μπορούσε. Της αξίζει αγάπη;
Αύγουστος 1980
Από την ποιητική συλλογή «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»
----------------------------------------
Μεγάλο μέρος της ποίησης του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη απηχεί το ιστορικό γεγονός της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και τις κατοπινές δραματικές συνέπειες της κατοχής του μισού σχεδόν νησιού. Ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης είναι ένας από τους πρόσφυγες της τουρκικής εισβολής (το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε βρίσκεται στην κατεχόμενη περιοχή της Αμμοχώστου). Στο ποίημα «Γλυκό του κουταλιού», που προέρχεται από την ποιητική συλλογή Δοκίμιν (2000), αν και δε γίνονται σαφείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και γεωγραφικούς τόπους, ο αφηγητής επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του στην κατεχόμενη περιοχή και βρίσκει εκεί την καινούρια ένοικο του σπιτιού, μια λαϊκή γυναίκα, μάλλον μεγάλης ηλικίας, της οποίας η εθνική ταυτότητα δεν αναφέρεται.
ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε
το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα
στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.
Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,
μου πρόσφερε γλυκό• ευχαριστώ την.
Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.
Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.
«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει•
«μπορείς να 'ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα».
Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω
την εντροπή και γύρεψα να πάρω
τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία. *
«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη,
«τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;
Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη
που την ομπρέλα της κρατεί».
Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι
που γαντοφορεμένο, ραδινό **
σε καναπέ ακουμπούσε• αλλά τι περιμένεις;
Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη
γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα.
Πάλι καλά που μ' άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.
Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.
* απ' την Τροία: ο ποιητής εδώ εκμεταλλεύεται το γνωστό από την αρχαιοελληνική μυθολογία επεισόδιο της φυγής του Αινεία από την Τροία. Ο Αινείας ήταν ήρωας και από τους σπουδαιότερους υπερασπιστές της πόλης κατά τον Τρωικό πόλεμο. Απελπισμένος από την άλωση της Τροίας, ήταν αυτός που εγκατέλειψε τελευταίος την πόλη. Φεύγοντας, πήρε τον πατέρα του και τα αγάλματα των εφέστιων θεών στους ώμους
** ραδινό: λεπτό και ευλύγιστο, λυγερό
Πηγή ebooks.edu.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου