03 Ιανουαρίου 2021

Το Δαφνί [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - ΙΗ’ Φούστες.

ΙΗ’ Φούστες.

Προηγούμενα αναφέραμε κάτι για το μικτό είδος των ληστοπειρατών, τις φούστες.
Ας δούμε περί τίνος πρόκειται:
Φούστα σήμαινε τότε το πειρατικό πλοίο και τους πειρατές. Κυρίως φούστες ήταν οι Μπαρμπαρέζοι και οι Αλγερινοί• κατόπιν το όνομα γενικεύθηκε και σήμαινε πάντα πειρατή, ληστοπειρατή και ενίοτε επιδρομέα απλώς Τουρκαλβανό.
Φιλίστωρ συμβολαιογράφος δημοσίευσε κάποτε παράδοση για την καταστροφή μικρού χωρίου με απάτη από φούστες δίπλα στη Θίσβη της Βοιωτίας, οι οποίοι «εκούρσεψαν το χωριό και επήραν όλους τους κατοίκους σκλάβους». Στην καταστροφή αυτή αναφέρεται και παροιμιώδες άσμα, του οποίου σώζονται ακόμα λίγοι στίχοι:
Όλη μέρα στο χορό 
και το βράδυ στο γιαλό.
Κρίγκι-κριγκ τα τέντσερα, 
κακακά οι κότες.
Πάρτε κι όλα τα κακάβια 
και το βράδυ στα καράβια.
Είναι γνωστό το είδος του πλοιαρίου, το οποίο χαρακτηριζόταν ως φούστα• φαίνεται ότι και το σχήμα του και τα ιστία του το καθιστούσαν και ταχύπλοο και ανθεκτικό από τους κλυδωνισμούς των κυμάτων.
Με τις φούστες συνδέεται και η φουστανέλα, τελείως άσχετη με την ελληνικότατη πουκαμίσα, τη Μεγαρική π.χ., η οποία είναι μικρή τροποποίηση αυτού του αρχαίου ενδύματος.
Γι’ αυτό κάποιος, που ασχολήθηκε σοβαρά με αυτό το ένδυμα, θεωρεί τη φουστανέλα αφρικανικής προέλευσης. Πώς είναι αυτή εθνικό ένδυμα των Αλβανών, είναι ζήτημα που κλονίζει την απόλυτη γνώμη αυτού του ξένου συγγραφέα.

Για την καταστροφή από φούστες της πολυπληθούς ιστορικής Μονής Ταώ, που βρίσκεται στο Πεντελικό όρος προς τον Μαραθώνα, όταν σφαγιάστηκαν 150 περίπου καλόγεροι, γράψαμε και παλαιότερα.
Σε μεγάλο σχετικά σώμα φουστών — Τουρκαλβανοί ληστές ήταν αυτοί — οφείλουμε και το επιγραμματικό χάραγμα του 1713 στο Θησείο: «Κλάψε την Αθήνα!».
Ίσως δε και η καταστροφή των προαστίων, των Σωπολίων όπως λέγονταν αυτά, να οφείλεται, αντίθετα με όσα λέγονται, σε φούστες.
Θαυμάσιο είναι το παλιό τραγούδι του λαού — τέλειο δράμα — για την αρπαγή της Ρήνας του Σκληρού, η οποία με τις φίλες της, την Αρετή του Δούκα και τη Χρυσοκουβουκλιώτισσα, θέλησε να πάει στο λουτρό. Η μητέρα της Ρήνας, έχοντας κακά προαισθήματα, προσπάθησε ν’ αποτρέψει την κόρη της, αλλά αυτή επέμεινε. Τότε τοποθέτησε «τρεις βίγλες» (σ.σ. βίγλα = παρατηρητήριο), την μία στο βουνό, την άλλην στο ακρογιάλι και την τρίτη στου λουτρού την πόρτα. Μόλις τοποθετήθηκαν, φωνάζει η βίγλα του βουνού:
Μια φούστα κατεβαίνει! 
αφροκοπάει στα κύματα, τον Πλάτανο διαβαίνει.
φωνάζει κατόπιν η βίγλα του γιαλού:
Δυο φούστες αρμενίζουν
έβαλαν πλώρη στο Καστρί και στου λουτρού την πόρτα, 
φωνάζει και η τρίτη βίγλα:
Κορίτσια, επιακανέ σας•
Ως που ν’ αλλάξει η Αρετή, ν’ αναζωστεί η Ρήνα 
Κ’ η Χρυσοκουβουκλιώτισσα το δέμα της να βάλει,
άλλοι από την μπόρτα μπαίνουνε κι άλλοι απ’ το παραθύρι. 
Την ακριβή της Σκλήραινας ανάγυρα την πάνε 
Τουρκόπουλο τη δέχεται στα ολόχρυσα ντυμένο, 
από το χέρι την κρατεί, στη φούστα την εμπάζει, 
στα κλάματα τήνε φιλεί, τήνε σφιχταγκαλιάζει.
Το αιώνιο όμως πουλάκι των τραγουδιών μας φανερώνει όλα τα μυστικά, κελαηδά με πόνο και λέει πως είναι αμαρτία:
η Ρήνα η μονάκριβη, η μοσχαναθρεμμένη 
όπου ‘χε Ρήγαν αδερφό, οπού ‘χε Ρήγα κύρη
να ‘χει τέτοια κακή τύχη. Ότι είναι φοβερή κατάρα
νάχει αδερφός την αδερφή στην αγκαλιά κλεισμένη.
Τότε άρχισαν να ανταλλάσσονται ερωτήσεις και αναγνωρίστηκαν:
Σύρε Ρηνιώ, στο σπίτι μας, σύρε στα γονικά μας!
Τόνε φιλεί σαν αδερφό, πάλι μεταφιλεί τον, 
τήνε φιλεί εάν αδερφή και στο λουτρό την βγάζει.

Ας έρθουμε και στην Αθήνα. Για τα δεινά από τις φούστες θρηνούν δυο υπέροχοι άνδρες.
Τους χωρίζει απόσταση αιώνων και τους ενώνει η αγάπη για την Αθήνα. Και οι δύο τη θρηνούν περιγράφοντες και οι δύο τα δεινά, τα οποία προήλθαν από τους πειρατές.
Και γράφει ο ιεράρχης Μιχαήλ Χωνιάτης περί το έτος 1180:
«Οίχεται των ποτέ κλεινών Αθηνών ου παλαιά λέγω, σεμνότης, αλλά και αυτά τα λειπόμενα: Ω πώς εκτραγουδήσω την συμφοράν; Διανυκτερεύοντες άστεγοι και ανέμοις ψυχροίς βάλλονται και κατακαλύπτονται νιφετώ και καθυγραίνονται υετώ και παγετώ κρυσταλλούνται. Ουδέ σπήλαια ή γης οπαί τοις ταλαίπωροις ασφαλές κοίτος. Εφίσταται γαρ κάκει ληστής. Ω νηπίων αθλίων, ω γυναικών δειλαίων, μάλλον δε μακαρίων, όσαι πειρατικήν ύβριν φεύγουσαι είλοντο χειμώνος φθαρήναι ή πειραταίς απαχθήναι. Βαβαί όσους χειροτμήτους βλέπω και ρινοτμήτους, όσους τραυματίας, όσους αχίτωνας, όσους έτι τηλαυγή τα των αδιηγήτων βασάνων στίγματα παραφαίνοντας... Ήκουσα λεγόντων ανδρών, ληφθήναι που παρά πειρατών γυναίκα λεχώ και προς θάλατταν απάγεσθαι το άθλιον νεογνόν υπό μάλης φέρουσαν, την δε, τούτο μεν ταις ωδίσι τετρυχωμένην, τούτο δε καταπεπληγμένην υπό του δέους, καταβαλείν αυτού που το δύστηνον βρέφος, επιπεσείν δε και αυτήν και την ψυχήν αφείναι».
Και γράφει ο δάσκαλος Βεναρδής περί το έτος 1690:
«Και θάλαττα επάγει ληστρικάς βαρβάρων τριήρεις, δεινήν αιχμαλωσίαν και καινών σπέρματα δακρύων επωαζούσας. Και ην ο αιγιαλός Σαλαμίνος θορύβω τότε θρηνωδεί κατάδουπος. Μητέρες κύουσαι δύστηνοι, αωρί τας ωδίνας υπέμενον της γονής, και νήπια μητέρων επικουρίαν ψελλιζούσαις φωναίς επικαλούμενα κατηδαφίσβησαν πέτραις, και τυραννικής ακολασίας νεάνιδες ατιμάζουσαι γεγόνασι θύμα δεινόν, και θλίβει πρώρας απίστων προς ύδωρ πλούτος δορύκτητος• πρεσβυτέρων δε χείρες ιερουργοί πιεζόμεναι και προς ζυγόν ελαυνόμεναι και ληστοίσιν αυτοίς ελεεινόν έδοξε θέαμα.»
Και τραγουδά ο ελληνικός λαός:
Εκείνος π’ αναστέναξε και το καράβι εστάθει,
αν είν’ από τους δούλους μου τη ρόγα του θ’ αυξήσω, 
κι αν είν’ από τους σκλάβους μου θα τον ελευθερώσω. 
Εγώ ‘μαι π’ ανεστέναξα και το καράβι εστάθει, 
γιατ’ είδα ένα κακό ‘νειρο στον ύπνο που κοιμώμουν. 
Είδα και τη γυναίκα μου την στεφανώναν μ’ άλλον. 
Νιόγαμπρο τέσσερω μερώ με πήραν σκλάβο οι Τούρκοι 
και δέκα χρόνους έκαμα στης Μπαρμπαριάς τα μέρη. 
Δέκα καριές εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα, 
απ’ όλες έφαγα καρπό, μα λευτεριά δεν είδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: