Κ’ Τα μεταγενέστερα χρόνια.
Το κατάχρυσο λοιπόν τούτο θαύμα του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου, το όποιο αφού καταλήφθηκε από τους σιωπηλούς Βενεδικτίνους του Όθωνα Δελαρός εκλατινίστηκε και κατόπιν επιβίωσε από τύχη μέχρι τον Αγώνα οπόταν πυρπολήθηκε, όπως είδαμε, από τους Τούρκους, ήταν της τύχης του στις μέρες μας να υποστεί τις μεγαλύτερες και ανεπανόρθωτες καταστροφές.
Και νωρίτερα όμως είχε κακοτυχήσει κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα και κατά τη διάρκεια των πρώτων είκοσι χρόνων της βασιλείας του Γεωργίου.
Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα φαίνεται ότι ήταν τελείως εγκαταλελειμμένο στις φροντίδες ίσως κάποιου γέροντα ή και γριάς, που διέμεναν εκεί για να δέχονται τον οβολό κανενός ευλαβούς περαστικού.
Ο τελευταίος του ηγούμενος Αγαθάγγελος είχε μεν εποπτεία της κινητής και κτηματικής περιουσίας της Μονής, αλλά διέμενε μάλλον, όπως είδαμε στην Αθήνα.
Όταν διατάχθηκε η καταγραφή της περιουσίας των Μονών και των Εκκλησιών της Αθήνας και της Αττικής γενικότερα για χάρη της σχεδιαζόμενης διάλυσης των μεν και κατεδάφισης των δε, ο «προστατεύων» ηγούμενος του Μοναστηριού του Δαφνιού Αγαθάγγελος Ιερομόναχος, απέστειλε με αναφορά του το εξής σημείωμα:
«224 ελαιόδεντρα πέριξ. Μετόχι Κονιάρο αμπέλι. Εις την χώραν, εις τον λόγγον, εις τον Άγιον Σάββαν ελαιόδεντρα 28. Αγία κάρα και Σταυρός αργυρούς. Θυμιατόν αργυρούν. 4 στεφάνια Αγίων εικόνων, 2 φελόνια μεταξωτά και 1 στιχάριον, 1 κακάβι και 1 ταψί. 1 δισκοπότηρον αργυρούν με τον δίσκον».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά περισώθηκαν μέχρι τις μέρες μας.
Λίγο πριν το 1840 στάθμευαν Βαυαροί στρατιώτες για την επιτήρηση των στενών που σκοπό είχε την ασφάλεια της πόλης. Ο περίφημος Buchon, στον οποίο οφείλεται πολύ αν και όχι ερματισμένη εργασία για τη μεσαιωνική Ελλάδα, βρήκε χωρίς καλογέρους τη Μονή και παντού ίχνη της φραγκοκρατίας και τάφους και οικόσημα και ό,τι άλλο θέλετε. Ευτυχώς κάποιες πληροφορίες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες λόγω του ακολουθούμενου κάποια χρόνια μετά ολέθρου της Μονής.
Όταν το 1854 στάθμευσε εκεί Γάλλος συνταγματάρχης της Κατοχής του 1854 διενέργησε και αξιόλογες ανασκαφές στην Ιερά Οδό, επιμελήθηκε μάλιστα και του ερειπωμένου μοναστηριού κυρίως καθαρίζοντάς το.
Αμέσως μετά την Κατοχή ή και πριν από αυτήν κατέφυγαν στην Μονή αδέσποτες γυναίκες, που έφερναν τον τίτλο της μοναχής. Μεταξύ αυτών ήταν και γερόντισσες. Η Ιστορία γνωρίζει τη θεματοφύλακα για την παράδοση των θησαυρών, αδελφή Μάρθα, και η Αρχαιολογία την Αθηναία μοναχή Εργίνα, της οποίας, όπως είδαμε, βρέθηκε στις ανασκαφές, μεταξύ των οστών της, σιδερένιος δακτυλιοειδής κρίκος.
Παρ’ όλα αυτά το έτος 1858 ο τότε δήμαρχος γνωστοποιεί, ότι λόγω καταγγελίας των επιτρόπων του ναού του Δαφνιού, διατάζει την αποπομπή των καλογριών που διέμεναν εκεί λόγω της σκανδαλώδους τους διαγωγής. Ζητά δε από τον Μητροπολίτη να του συστήσει «3, 4 καθαυτό μοναχάς».
Μες από τις γραμμές όμως αυτές βλέπουμε τα εξής: ότι έχοντας παγιωθεί η ασφάλεια των περιχώρων, άρχισαν να επισκέπτονται τη Μονή οι πρώτοι κάτοικοι της Αθήνας, των οποίων συνήθης περίπατος, που είχε χαρακτήρα εκδρομής, ήταν ο μικρός και ο μεγάλος γύρος του Ελαιώνα και τα Λιόσια αφενός, η Ιερά Οδός μέχρι Δαφνιού και της θάλασσας του Σκαραμαγκά αφετέρου. Τα δε εισοδήματα από τους επισκέπτες τα απορροφούσαν οι καλόγριές. Έκαναν λοιπόν όπως φαίνεται παράσταση στον δήμαρχο για κάποιο διογκωμένο φυσικό μικροσκάνδαλο με στόχο ν’ απαλλαγούν από αυτές.
Ότι μάλιστα με τα χρόνια είχαν επαρκή εισοδήματα οι Άγιοι Επίτροποι, αποδεικνύεται από το ότι ήταν σε χρήση και οι 7 Άγιες Τράπεζες, τις οποίες κληροδότησαν στους μεταγενέστερους οι καλόγεροι της Τουρκοκρατίας — διότι υπήρχαν εκτός των Αγίων Τραπεζών του κυρίως Ιερού, του Διακονικού και της Προθέσεως και αυτές των τεσσάρων παρεκκλησίων.
Μη νομίσετε όμως, ό,τι οι Επίτροποι δεν φρόντιζαν και για την ευπρέπεια του Ναού. Για να φέγγει περισσότερο, αφού άνοιξαν όσες τρύπες χρειάζονταν, έμπηξαν κι ένα μεγάλο καρφί στο στήθος του Αγίου Ιωάννη και κρέμασαν ένα μεγάλο καντήλι.
Στα τελευταία χρόνια οι Επίτροποι προέρχονταν από τον Πειραιά.
Μετά τον Όθωνα καταργήθηκαν και οι εκδρομές στον Ελαιώνα και στην Ιέρα Οδό.
Μόνο κατά τη διάρκεια της γιορτής της Απόδοσης της Κοίμησης γινόταν ακόμα, όπως είπαμε, το πατροπαράδοτο πανηγύρι, όπου προΐσταται κυρίως η συντεχνία των αμαξηλατών, η οποία κυριαρχούσε στο Δαφνί διατηρώντας και ήδη ακόμα κάποια σημάδια αυτής της κυριαρχίας, έχοντας διαδεχθεί, χωρίς να το γνωρίζει, την παλαιά συντεχνία των μπακάληδων της Τουρκοκρατίας, για την οποία γράψαμε.
Υπήρξε όμως κι ένα χρονικό διάστημα — από τα μέσα του έτους 1883 μέχρι τις αρχές του έτους 1885 — στα οποία το Μοναστήρι του Δαφνιού χρησιμοποιήθηκε ως φρενοκομείο. Και ήταν διασκεδαστικότατο για τους φρενοβλαβείς τις ώρες των ελεύθερων τους βηματισμών να παίρνουν το καλάμι του νεωκόρου και να ρίχνουν τις ψηφίδες των Προφητών και του Παντοκράτορα. Ήταν κατάχρυσες αυτές οι ψηφίδες.
Κάποιος χρονογράφος της εποχής εκείνης μας δίνει ωραία εικόνα του Δαφνιού ως φρενοκομείου διηγούμενος και κάποια επεισόδια όχι από τα συνήθη. Οι τρελοί του Δαφνιού, αμφότερων των φύλων, κάθε τρέλας και κάθε μανίας, διέμεναν όλοι μαζί. Δυο παράφρονες ερωτεύτηκαν μιαν συνάδελφό τους. Αν το μυαλό τους δεν λειτουργεί, η καρδιά τους όμως εξακολουθεί να σφυροκοπά. Οι αντεραστές μισούνται αμοιβαία. Η σκληρή τους όμως είναι αφοσιωμένη στα μαλλιά της, τα όποια πλέκει και ξεπλέκει διαρκώς. Μια βραδιά ο ένας τρελός πνίγει τον άλλο. Η αγαπωμένη γυναίκα δραπετεύει. Ο εγκληματίας για τιμωρία του διορίζεται να σκάψει τον λάκκο και να θάψει τον αντεραστή του. Εκτελεί την εργασία του γελώντας και κάπου κάπου αγριοκοιτάζοντας το νεκρό, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξαναζωντανέψει. Οι παριστάμενοι τρελοί — υπήρχαν και φρόνιμοι μεταξύ αυτών — καγχάζουν όλοι. Η ψαλμωδία του ιερέα μόλις ακούγεται• επί τέλους γελά και αυτός και φεύγει. Όταν τελείωσε η ταφή, ο φονιάς τρελός χτυπώντας τις παλάμες του και τινάζοντας τα ρούχα του λέγει: «Μωρέ τι περίεργος που είναι ωστόσο αυτός ο κόσμος! Σκοτώνεις άνθρωπο! Σαν είσαι γνωστικός σε κάνουν μπόγια, σαν είσαι τρελός νεκροθάφτη!»
Παλαιότερα διηγηθήκαμε για έναν τελειόφοιτο του Γυμνασίου, ο οποίος διασκέδαζε με τους φίλους του για το άριστα, που πήρε, και ασυνήθιστος να πίνει, εξεμάνει τόσο, ώστε η αστυνομία τον συνέλαβε τη νύχτα, τον έκλεισε στο κρατητήριο, τον έδειρε κατάλληλα και το πρωί τον έστειλε στο Δαφνί, όπου διέμεινε μια νύχτα κατάκλειστος μες σε μικρό κελί μαζί με έναν μανιακό και με ένα νεκρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου