07 Ιανουαρίου 2021

Το Ριζόκαστρο [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - Α'

Το Ριζόκαστρο [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά]
ΤΟ ΡΙΖΟΚΑΣΤΡΟ - ΑΠΟ ΤΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ
(ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ – ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» – 1920)

Το πρωτότυπο από την Ανέμη.

Με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός• με την παλαιότητα ο πόνος. Την αρχαιότητα την διαισθανόμαστε μες στα Μουσεία, κοντά στα καλλιτεχνικά και ιστορικά Μνημεία, πάνω στα βιβλία. Την παλαιότητα την αισθανόμαστε μες στην ψυχή μας. Ψυχή που μας την έδωσε η μητέρα μας και η γιαγιά μας.
(ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΥΨΑΛΑ)

Η Παλαιότητα και η Αρχαιότητα — Τα τείχη της παλιάς Αθήνας— Διαμερίσματα, ενορίες και συνοικίες— Οι σωζόμενες εικόνες — Τι περισώθηκε από την Παλιά Αθήνα — Το Ριζόκαστρο.

Αναλαμβάνω να σας οδηγήσω στην Παλιά Αθήνα, η οποία διατηρεί όλα της τα τιμητικά βάρη που κληρονόμησε από την αρχαιότητα και από τον μεσαίωνα, αφού έκανε χρήση τους.
Για μένα η Παλαιότητα, από την οποία μας απομάκρυνε όχι τόσο ο χρόνος, όσο η ριζική μεταβολή όλων των όρων του κοινωνικού και ιδιωτικού βίου, αρχίζει από την Άλωση του 1453 — για την Αθήνα 1456 — και τελειώνει με πολλά άλλα στην Επανάσταση του 1821.
Η Επαναστατημένη Αθήνα δεν είναι πια η Παλιά. Ούτε η αφελής της Μεγάλης Ιδέας Αθήνα του Όθωνα, ούτε βέβαια η φαντασιόπληκτη των νέων ιδεών Αθήνα στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου, μπορεί να χαρακτηριστεί ως Παλιά.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα γνωρίζουμε στην Αθήνα ένα μόνο παλιό άνθρωπο και αυτόν όχι Έλληνα, ο όποιος έχτιζε παλιού ρυθμού μέγαρα στην πόλη μας και στις εξοχές της και τα άφηνε μάλιστα ατελείωτα, σα να τα έκανε αυτά για να φαίνεται ύστερ’ από λίγα χρόνια η παλαιότητα της φυσικότερη: ο παλιός αυτός άνθρωπος είναι η Δούκισσα της Πλακεντίας.
Με βάση λοιπόν το σύστημα των σκέψεών μου αυτών, την Παλιά Αθήνα την ξεχωρίζω από την Αρχαία και από την Μεσαιωνική αφενός, από την Επαναστατημένη και τη Μεταγενέστερη αφετέρου.

Θα σας οδηγήσω λοιπόν στην Τουρκοκρατούμενη Αθήνα, δηλαδή στην Αθήνα.
Τώρα πια η Αθήνα δεν έχει τείχος ούτε και πύλες• γι’ αυτό μπορούμε να μπούμε στην παλιά πόλη απ’ όπου θέλουμε.
Και θα ρωτήσετε ίσως: είχε λοιπόν τείχος η Αθήνα μέχρι τον Αγώνα; Είχε και παραείχε• άλλο όμως ήταν το προηγούμενο του έτους 1778 τείχος της, και άλλο αυτό που κατασκευάστηκε το έτος αυτό — το τειχίο των τότε λόγιων και το μπούρτζι του λαού — το οποίο τέθηκε σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια του 1821 και παρέμεινε σε αξιοθρήνητη κατάσταση για πολλά ακόμα χρόνια, μέχρις ότου και τα τελευταία του λείψανα (με τη βοήθεια προπαντός των γειτόνων) εξαφανίσθηκαν.
Το παλαιότερο όμως τείχος της Αθήνας που υπήρχε μέχρι το έτος 1778 ήταν ένα πολύ παράδοξο πράγμα. Αποτελούταν δηλαδή από ερειπωμένα κομμάτια των τειχών από όλους τους αιώνες που πέρασαν από την Αθήνα και από τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών που ήταν τοποθετημένα επίτηδες έτσι με την εξωτερική πλευρά τους χωρίς παράθυρα, για να συμπληρώνουν, όπως ήταν δυνατόν, τα κενά μέρη του ποικιλόμορφου αυτού τείχους.
Το τείχος όμως του 1778 με τις επτά του πύλες, — μια από αυτές είναι και η Καμαρόπορτα, που λέγεται και πόρτα της Βασιλοπούλας, δηλ. η γνωστή ως Πύλη τού Αδριανού — το τείχος αυτό, που χτίστηκε με σκοπό την απόκρουση των τότε Τουρκαλβανικών επιδρομών, είχε μεγαλύτερη περιφέρεια του παλαιότερου και ήταν οπωσδήποτε ομοιόμορφο και κατά το ύψος και κατά το πάχος, και μόνο το υλικό της οικοδομής του ήταν ποικιλόμορφο γιατί, για να κατασκευαστεί, αυτό το τείχος, γρήγορα γρήγορα μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε εκτός του υλικού των αρχαίων και μεσαιωνικών τειχών και το υλικό κάθε ετοιμόρροπου, ενίοτε και μη ετοιμόρροπου, βυζαντινού και αρχαίου ακόμα μνημείου, το όποιο είχαν σεβαστεί τόσοι αιώνες.
Ως εργάτες χρησιμοποιήθηκαν με το ζόρι όλοι οι κάτοικοι της πόλης, μεγάλοι και μικροί, άντρες και γυναίκες, άρχοντες, νοικοκυραίοι, έμποροι και αγρότες (σ.σ. οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Καμπούρογλου είναι: παζαρήτες και ξωτάρηδες).
Για να καταλάβετε τι έγινε, αρκεί να σας πω ότι του έργου ήταν προϊστάμενος ο περιβόητος Χατζαλής Χασεκής, που κρατούσε ένα βούρδουλα, με τον οποίο κολάκευε τη φιλοτιμία των κατοίκων.
Η πόλη χωριζόταν επί Τουρκοκρατίας σε διαμερίσματα, που τα λέγαν πλατώματα, σε συνοικίες —μαχαλάδες—-και σε ενορίες.
Χάρη στους περιηγητές γνωρίζουμε μερικά ονόματα πλατωμάτων και χάρη σε περισωθέντα έγγραφα συνοικιών και ενοριών.
Ενοριακές όμως ήταν όλες σχεδόν οι εκκλησίες εκτός από τα παρεκκλήσια, τα μετόχια διαφόρων Μονών, του Μητροπολιτικού ευκτήριου (σ.σ. το ευκτήριο είναι κτίριο ή χώρος που διαμορφώθηκε σε ναό) και του Καθολικού, όπως λεγόταν τότε ο Καθεδρικός Ναός.
Περισώθηκε μάλιστα και πολύτιμο σημείωμα με τα ονόματα των τότε ενοριακών ναών και των παπάδων της κάθε εκκλησίας ακόμα.
Στο Σημείωμα αυτό, στο οποίο αναγράφονται και τα εισοδήματα του Μητροπολίτη Αθήνας σε εμβατίκια, ζητείες κ.λπ. [σ.σ. εμβατίκιο είναι το ποσό / δώρο που έπρεπε να πληρώσει ένας ιερέας στον επίσκοπο για το διορισμό του σε ενορία – ζητεία (εδώ) είναι ο φόρος που πλήρωναν οι χριστιανοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο], υπάρχει και κάτι άλλο: Πόσα έπρεπε να πληρώσει κάποιος για να παντρευτεί.
Μετατρέποντας το ποσό σε σημερινές δραχμές βρίσκουμε, ότι για τον πρώτο γάμο καταβάλλονταν ως δικαιώματα της εκκλησιαστικής αρχής 2,10 δραχμές και για το δεύτερο γάμο 4,20 δραχμές. Τα δικαιώματα του τρίτου γάμου αφήνονταν στη διακριτική ευχέρεια του διαχειριστή της Μητρόπολης της Αθήνας, ο οποίος όφειλε να λαμβάνει ανά περίπτωση υπόψη του την κοινωνική και την οικονομική θέση του τριτόγαμου.
Υποθέτω όμως ότι, αφού για να παντρευτεί κάποιος μια φορά χρειαζόντουσαν 2,10 δραχμές και το διπλάσιο για το δεύτερο, για τον τρίτο γάμο κατά κανόνα θα αρκούσαν 8,40 δραχμές.
Αλλά ας αφήσουμε τους γάμους και ας επανέλθουμε στη δουλειά μας.

Εικόνες από την Αθήνα και από την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας και από τη δεύτερη, γιατί η Βενετική εισβολή του 1687 διαιρεί την Τουρκοκρατία στην Αθήνα σε δυο περιόδους, περισώθηκαν αρκετά.
Θαυμάσια για την πρώτη περίοδο με τον Παρθενώνα σώο και ακέραιο έχουμε την εικόνα του ζωγράφου Καρρέ, του έτους 1674. Από τις εικόνες της δεύτερης περιόδου καλλιτεχνικότερη είναι αυτή του λευκώματος του Άγγλου Ντόντβελ, των ετών 1801-1806, ευκρινέστερη όμως αυτή του συγγράμματος του συντρόφου και φίλου του Βύρωνος Χομπχάους, του έτους 1810.

Η παλαιότητα σήμερα στην Αθήνα σε ένα κυρίως σημείο της πόλης μας παρέχει οπωσδήποτε κάποια εικόνα της τόσης γραφικότητάς της, ως προς τη διάταξη των σπιτιών, την διεύθυνση των δρόμων και όλη γενικά τη μορφή. Εκεί, βρίσκουμε και τη ρούγα και το σοκάκι και το στενοσόκακο και το τυφλοσόκακο ακόμα. Σπίτια όμως από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν υπάρχουν πλέον ακέραια. Πού και πού βρίσκει κάποιος από ένα-δυο, αλλαγμένα και μεταρρυθμισμένα. Μόνο καπνοδόχοι — το τελευταίο, το οποίο μεταβάλλεται — παραμένουν αρκετές• κι όταν η ψυχή μου διψά για παλαιότητα, πηγαίνω εκεί που γνωρίζω ότι βρίσκονται και τις καμαρώνω από ψηλά και τις παρακολουθώ που πέφτουν μία μία, με τη λύπη που αισθάνεται κάποιος, όταν χάνει παλιό του φίλο.
Οι εικόνες των περιηγητών, οι γενικές και οι ειδικές (τμημάτων δηλαδή της πόλης, διαφόρων μνημείων και σπιτιών), τα περισωθέντα κτίρια — κληρονομημένα κυρίως στους Τουρκοκρατούμενους αιώνες από τους προηγούμενους — οι στενωποί, τα ερείπια και οι καπνοδόχοι συμπληρωμένα από διάφορες πληροφορίες, από παραδόσεις και θρύλους, όλα αυτά τα οποία μελέτησα, συνέλεξα, περιέσωσα, λυπημένος για ένα παρελθόν, που χανόταν, της Αθήνας το παρελθόν, όλα αυτά θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, να σας τα ζωντανέψω.

Είπαμε ότι στην Αθήνα περισώθηκε και ένα τμήμα ολόκληρο της παλιάς πόλης, διατηρώντας σίγουρα την όλη του φυσιογνωμία. Σε αυτό μόνο θα σας οδηγήσω σήμερα, επιφυλασσόμενος για αργότερα για τα υπόλοιπα, στα οποία υπάρχουν εδώ και εκεί μνημεία, και γενικά διάφορα ερείπια, με σχετικές παραδόσεις.
Αυτό λοιπόν το κομμάτι της παλιάς Αθήνας ονομάζεται ακόμα και σήμερα από τους κατοίκους του Ριζόκαστρο, καθώς βρίσκεται στη ρίζα του Κάστρου, δηλαδή κάτω από τους βορινούς βράχους της Ακρόπολης.
Το Ριζόκαστρο συμπίπτει με το πλάτωμα, το οποίο οι περιηγητές ονομάζουν Γερλάδα. Όνομα συνοικιακό είχε δώσει στο Ριζόκαστρο ένα περίφημο Πηγαδάκι.
Εκκλησίες υπήρχαν στο Ριζόκαστρο πολλές και παλιές. Ενοριακές όμως ήταν ο Άγιος Νικόλαος του Ραγκαβά, ο Άγιος Ιωάννης του Μαγγούτη και η Χρυσοκαστριώτισσα. Υπήρχε μάλιστα και παλιό μοναστήρι, το σήμερα χρησιμοποιούμενο ως Μετόχι του Αγίου Τάφου.
Πρώτα θα προσπαθήσω να σας δώσω το διάγραμμα, το οποίο ακολουθώντας θα μπορέσετε να γνωρίσετε το Ριζόκαστρο και για να πάρετε απλά κάποια γενική εντύπωση, ή και για να εισχωρήσετε, αν θέλετε, στο εσωτερικό του.
Να είστε δε τότε βέβαιοι ότι δεν θα μείνει ούτε παιδάκι, ούτε νέα, ούτε καμιά γριά μες στο σπιτάκι της. Θα βγουν όλοι να δουν το αξιοπερίεργο θέαμα των αδιάφορων κατοίκων της Κάτω Πόλης, που αποφάσισαν να αναρριχηθούν στα ύψη τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: