Η επί φραγκοκρατίας Μητρόπολη — Το παλιό Πανεπιστήμιο — Ο Σωτήρας — Ο θάνατος του Αντρούτσου — Το τέλος του Ριζόκαστρου.
Η Χρυσοκαστριώτισσα προς τα κάτω και προς τα πάνω, είναι σημείο επίσκεψης άλλων δυο ιδιαίτερης σημασίας ιστορικών μνημείων κι ενός ιστορικού σπιτιού.
Κάτω, μες στην περιοχή κατοικίας, η οποία σχηματίζει τη γωνία Λυσίου και Μάρκου Αυρήλιου, είναι ο ναΐσκος της Παναγίας Ζώνης — και του Αγίου Σπυρίδωνα — παρεκκλήσι τώρα της Χρυσοκαστριώτισσας.
Αρχικά τιμόταν από το όνομα της Παναγίας μόνο.
Σύμφωνα με τις σωζόμενες παραδόσεις η εκκλησία αυτή ήταν κάποτε μεγάλη, καταλαμβάνοντας και όλη τη σημερινή οδό και πολύ παλιά. Κάποιες πληροφορίες μάλιστα βάσιμες, συνδυαζόμενες με σχετικές έρευνές μας, με πείθουν, ότι αυτή ήταν η Μητρόπολη, το ευκτήριο δηλαδή του Μητροπολίτη και παραπλεύρως στην οδό Αυρηλίου η κατοικία του, από το έτος 1204, όταν καταλήφθηκε η καθεδρική εκκλησία της Αθήνας, ο Παρθενώνας, από τους Φράγκους, μέχρι το έτος 1456, όταν καταλήφθηκε και η κατόπιν καθεδρική εκκλησία Παναγίας Σωτήρας του Σταροπάζαρου από τους Τούρκους και μεταβλήθηκε σε Τζαμί προς τιμή του Κατακτητή, ο σημερινός δηλαδή στρατιωτικός φούρνος. Οι Μητροπολίτες φαίνεται ότι φρόντιζαν πάντοτε να διαμένουν κοντά στους Καθεδρικούς ναούς, οι οποίοι λέγονταν τότε, όπως είπαμε, Καθολικά, για να διακρίνονται από τους ενοριακούς.
Η Αγία Ζώνη μαζί με την περιοχή, περιήλθε κατόπιν στον μακαρίτη Μεντζελίδην, άντρα, απ’ ό,τι φαίνεται, ευλαβή και φιλότεχνο, διατήρησε στο περισωσμένο μέρος της μερικές παλιές εικόνες.
Σε πολύμορφη οικία της περιοχής της εκκλησίας αυτής κατοίκησε για μεγάλο διάστημα — του άρεσε πάντοτε να κατοικεί στη συνοικία των Αέρηδων — ο ενάρετος και γλυκύτατος σοφός Ιωάννης ο Σακκελίων.
Αν μάλιστα ανεβούμε τα σκαλάκια της Χρυσοκαστριώτισσας προς τα πάνω, θα συναντήσουμε τη γνωστή μας οδό Θόλου. Η οδός αυτή και η επάνω από αυτή παράλληλος, όπως είπαμε, οδός Άνω Πρυτανείου αγκαλιάζουν το πελώριο για την εποχή του σπίτι του Κλεάνθη.
Είναι το παλιό Πανεπιστήμιο!
Διατηρείται μάλιστα πλάγια στα σκαλάκια και ο παλιός κυκλικός δρομίσκος, που είδε τους φιλομαθείς ν’ ανηφορίζουν.
Και η μεν οδός Άνω Πρυτανείου κτυπά και τελειώνει απάνω στο Πανεπιστήμιο αυτό, η δε οδός Θόλου προχωρεί και κτυπά σ’ ένα σπίτι της οδού Πανός, που έρχεται από την ανηφόρα.
Το παλιό αυτό Πανεπιστήμιο, το οποίο φαίνεται καμαρωτό στους αναβαίνοντες την οδό Αιόλου, όπως από την Αγία Ειρήνη φαίνεται ωραίος και ο ναός του Σωτήρα, για τον οποίο θα μιλήσουμε τώρα, το πρώτο αυτό Πανεπιστήμιο, στο οποίο δίδαξαν σοφοί άνδρες, φιλοπάτριδες και ενάρετοι, δεν τιμήθηκε δυστυχώς ακόμα να απεικονιστεί ούτε σε ταχυδρομικά δελτάρια.
Εξακολουθώντας λίγο μετά το Πανεπιστήμιο την οδό Θόλου και παίρνοντας την ανηφόρα αριστερά μέσω του τέλους της οδού Κλεψύδρας, συναντάμε στο άνοιγμα τον γνωστό μας παράδοξο δρόμο του Διογένους.
Εκεί όμως θα ξανασυναντήσουμε και το εκκλησάκι του Σωτήρα, το όποιο είδαμε και διαγράφοντας περιμετρικά το Ριζόκαστρο. Εννοείται ότι και κατευθείαν, από την οδό Κλεψύδρας που είναι ο τελευταίος ελεύθερος δρόμος της πάνω πλευράς του τετραγώνου των Ανέμων, φτάνει κανείς στον Σωτήρα.
Για τον περίκομψο αυτόν Βυζαντινό ναΐσκο, ο οποίος και με το χάλι, στο οποίο βρίσκεται, καταδεικνύει την αρχική του ευμορφία (από μέσα δεν έχει πλέον τίποτε), τίποτα δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, υποθέτουμε μόνον ότι και αυτός θα τιμόταν με το όνομα Παναγίας της Σωτήρας, γιατί στην Αθήνα οι αφιερωμένοι στον Ιησού ναοί έφερναν απλώς το όνομα του Χριστού (π. χ. ο Χριστός του Βρυσακιού, ο Χριστός του Κοπίδη κ.λπ.).
Η εκκλησίτσα όμως αυτή συνδέεται με ένα τραγικό συμβάν του Αγώνα.
Στα πρόθυρά του έθαψαν το πτώμα του άγρια δολοφονηθέντα από τους προσωπικούς του εχθρούς στην Ακρόπολη και μέσα στον Κουλά, τον Πύργο δηλαδή των Προπυλαίων, στρατηγό των Ελλήνων Οδυσσέα Αντρούτσου, τα μεσάνυκτα της 4ης προς την 5η Ιουνίου 1825.
Να μετέφεραν άραγε το σώμα του ή να το πέταξαν από τις επάλξεις της Ακρόπολης; Φοβούμαστε ότι το δεύτερο είναι δυνατό να υποστηριχτεί, σε συνδυασμό με το σατυρικό δίστιχο της τότε Αθήνας:
Λυσσέας εβουλήθητσε το Κάστρο να πηδήσει,
μα τσείνο έλαχε γκρεμός τσ’ έπετσε τσε τσατσίστει.
Η δε επίσημη ιατρική έκθεση ανέγραφε ότι ο Οδυσσέας κατέπεσε από ύψος 180 ποδών (από τον Κουλάν δηλαδή) θέλοντας να δραπετεύσει— και ότι «τα θραύσματα ιδίως του κροταφικού του οστού του επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον».
Η «Εφημερίς των Αθηνών» πάλι καταχωρίζει τα εξής αφελέστατα στο τέλος τέλος: «Σήμερον ετελείωσε τον δρόμον της ζωής του ο Οδυσσεύς Ανδρίτζου».
Στο δε επόμενο φύλλο δημοσιεύει επιστολή δήθεν προς τον Συντάκτη της, με χρονολογία 5 Ιουνίου λέγοντας τα εξής: «Η σημερινή αυγή μάς εξημέρωσε και τον θάνατον του περιβοήτου εις την ιστορίαν Οδυσσέως Ανδρίτζου, ο οποίος ήκολούθησε τώδε τω τρόπω. Αυτός είχε προβλέψει με την φυσικήν του πανουργίαν δυο τριχιές, οι οποίες, φαίνεται, ήτον από τα γαδούρια, όπου ανέβαιναν εις το Κάστρον, παλαιές κατά κακήν του τύχην και αδύνατες. Περί τας 5 ώρας της νυκτός της 4 Ιουνίου, ενώ δύο στρατιώται, που τον εφύλαττον, ήσαν εις το πρωτοΰπνι, κρεμιέται με την μίαν από τα υψηλά του Πύργου — Γουλά — έχοντας ζωσμένην και την άλλην εις την μέσην του, διά να του χρησιμεύσει ακολούθως να κατεβεί και από τα τείχη του Κάστρου, και να φύγει
όπου αυτός είξευρε. Αλλά ... προτού να φθάσει ακόμη εις τα μέσα του Πύργου κατεβαίνοντας, και σπα η τριχιά εκείνη και πίπτει ο άθλιος επάνω εις το λιθόστρωτον έδαφος της Απτέρου Νίκης...».
Τα τραγούδια όμως του Λαού τα «ελεύθερα» τραγούδια, όπως έλεγαν και στην Αθήνα τα ποιήματα των Ελληνικών βουνών και των Ελληνικών δρυμών, αυτά εννόησαν καλά τον τρόπο του θανάτου και τις αφορμές της καταδίκης του Οδυσσέα, και λέγουν :
Διαβείτε από τη Λειβαδιά, και σύρτε στη Βελίτσα
Κ’ εκεί ν’ ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
Ν’ ακούστε την Ανδρίτσαινα, τη μάννα του Λυσσέα,
πώς σκούζει πώς μοιρολογά και σαν τρυγόνα κλαίει,
σαν περδικούλα θλίβεται και σαν παπί μαδιέται
σαν του κοράκου το φτερό μαυρίζει ή φορεσιά της.
— Δεν στό‘πα γω, Λυσσέα μου, δεν στο’πα γω, παιδί μου,
με τη Βουλή μην πιάνεσαι, με τους καλαμαράδες; . . .
Και τώρα είναι πια καιρός να πάρουμε τον κατήφορο.
Από το ανοιχτό λοιπόν έδαφος της οδού Διογένους προς τον Άρειο Πάγο βαδίζοντας, θα βρούμε, μετά τη συνάντηση του στομίου της εξόδου ή της εισόδου, όπως θέλετε, της οδού Πανός, δεξιά, τα γνωστά μας σκαλάκια του κρηπιδώματος με ξερολιθιά. Ακολουθούμε το ανοιχτό δρομάκι, τον κατήφορο, και επισκεπτόμαστε δυο - τρεις παλιές εικόνες, που παρέμειναν στην ανακαινισθείσα μικρή Αγία Άννα, η οποία εμφανίζεται τώρα ως παράρτημα κήπου μιας παρακείμενης οικίας.
Κατόπιν γυρίζουμε αριστερά, πέφτουμε στο απέναντι της Αγίας Άννας δρομάκι, και φτάνουμε στην οδό Διόσκουρων. Χαιρετάμε πάλι, αριστερά τώρα, τη μάνδρα του Μητρώου και μέσω της οδού Διόσκουρων πάντοτε, καταλήγουμε, είναι καιρός πια, στην Πύλη της Αγοράς.
Εδώ, παραδίδουμε τα κλειδιά του Ριζόκαστρου στο σκανδαλώδες Βρυσάκι, την πηγή της τοπικής σάτιρας και της ευμορφίας των τελευταίων παλιών χρόνων.
Μου φαίνεται μάλιστα ότι, αφού μια φορά παραδώσαμε τα κλειδιά, δεν μας επιτρέπεται να ασχοληθούμε σε τίποτε άλλο πλέον.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου