21 Ιανουαρίου 2021

Ο Πρόλογος από τα «Άνθη του Κακού», του Charles Baudelaire, σε μετ. Αρσένη Γεροντικού.

(Ο Πρόλογος στα Άνθη του Κακού είναι η θεωρία του Μπωντλαίρ για τον άνθρωπο. Μέσα στο ρομαντικό μεθύσι, το οξύ του μάτι καρφώθηκε στην εσώτατη ουσία μας και ανακάλυψε εκεί την: ménagerie infâme de nos vices. Το κήρυγμα είναι τρομαχτικά απαισιόδοξο, όχι όμως και ασύστατο. Πάντως ο Πρόλογος αυτός είναι η ρίζα, που απ’ αυτήν χυμώθηκαν τα ποιήματα μιας ποιητικής συλλογής που αναστάτωσε την εποχή της, και στάθηκε μια από τις βασικές αφετηρίες της μοντέρνας ποίησης).

Η αμαρτία, η τσιγκουνιά, η ανοησία, η πλάνη 
τριβέλια είναι της σκέψης μας, της σάρκας μας πληγή.
Ταΐζουμε τις θελκτικές μας τύψεις με στοργή, 
έτσι όπως θρέφουν τα παράσιτά τους οι ζητιάνοι.

Πεισματικό το αμάρτημα· η μετάνοια πάντα κρύα.
Για κάθε ομολογία, αμοιβή ζητάμε τρανταχτή.
Στον βούρκο μέσα μπαίνουμε χαρούμενα· γιατί 
λέμε πως πλένουν κάθε μας κηλίδα δάκρυα αχρεία.

Ο Σατανάς επίμονα ο Τρισμέγιστος λικνίζει 
το λαγγεμένο πνεύμα μας στην κοίτη του κακού.
Η σοφή τέχνη του άξιου τούτου χημικού 
το πλούσιο μέταλλο της θέλησής μας εξατμίζει.

Ο Πονηρός τα νήματα που μας κινούν κρατάει.
Βρίσκουμε θέλγητρα σε κάθε τι σιχαμερό.
Στον τάφο κατεβαίνουμε με πόδι σταθερό, 
απτόητοι μες στο φριχτό σκοτάδι που βρομάει.

Καθώς ο πόρνος ο φτωχός παιδεύει και δαγκώνει 
τα στήθη μιας αρχαίας εταίρας τα μαρτυρικά, 
την κάθε αθέμιτη ηδονή δρέπουμε αρπαχτικά 
κι επίμονα την στύβουμε, σαν το παλιό λεμόνι.

Πυκνός, ανήσυχος, σαν πήχτρα ελμίνθων ξαναμμένη, 
μες στο μυαλό μας ένας λαός δαιμόνων κραιπαλεί.
Με την ανάσα ό θάνατος, αόρατη ροή,
με ρόγχο υπόκωφο στους πνεύμονές μας κατεβαίνει.

Μ’ αν το φαρμάκι, η πυρκαγιά, ο βιασμός και το μαχαίρι 
τα ξόμπλια τους δεν κέντησαν ακόμη τα τερπνά
στου πικρού ριζικού μας τον χυδαίο καμβά,
αλλοίμονο! είναι γιατί τρέμει το δειλό μας χέρι.

Μ’ ανάμεσα στις σκύλες, τα τσακάλια, τα θηρία, 
τους σκορπιούς, τούς πιθήκους, τους γύπες, τα ερπετά, 
σε κάθε τέρας που έρπει, γρούζει, ουρλιάζει είτε αλυχτά 
μες στων ελαττωμάτων μας την κλούβα την αχρεία,

κάποιο έχει πιότερη βρομιά και μοχθηρία και ασκήμια. 
Χωρίς χειρονομία καμμιά, χωρίς στριγκιά κραυγή, 
με ένα, θε να κατάπινε, χασμουρητό τη γη, 
και θά ’κανε τον κόσμο αυτό, με προθυμία, συντρίμμια.

Η πλήξη! Δάκρυ αθέλητο της κρέμεται στο μάτι.
Διψάει αγχόνες, ως ρουφάει οκνά μες στον λουλά.
Το ξέρεις το αβρό τέρας, αναγνώστη μου, καλά.
Όμοιέ μου, εσύ. Ψυχή αδελφή, υποκρισία γιομάτη.


Πηγή: Ηπειρωτική Εστία, τευχ. 161-162-163, 1965. Σελ. 92-93 (στο pdf) / 722-723 (στο περιοδικό).

Δεν υπάρχουν σχόλια: