La Ginestra o il Fiore del Deserto
B’
Qui mira e qui ti specchia,
Secol superbo e sciocco,
Che il calle insino allora
Dal risorto pensier segnato innanti
Abbandonasti, e volti addietro i passi,
Del ritornar ti vanti,
E procedere il chiami.
Al tuo pargoleggiar gl'ingegni tutti,
Di cui lor sorte rea padre ti fece,
Vanno adulando, ancora
Ch'a ludibrio talora
T'abbian fra sé. Non io
Con tal vergogna scenderò sotterra;
Ma il disprezzo piuttosto che si serra
Di te nel petto mio,
Mostrato avrò quanto si possa aperto:
Ben ch'io sappia che obblio
Preme chi troppo all'età propria increbbe.
Di questo mal, che teco
Mi fia comune, assai finor mi rido.
Libertà vai sognando, e servo a un tempo
Vuoi di novo il pensiero,
Sol per cui risorgemmo
Della barbarie in parte, e per cui solo
Si cresce in civiltà, che sola in meglio
Guida i pubblici fati.
Così ti spiacque il vero
Dell'aspra sorte e del depresso loco
Che natura ci diè. Per questo il tergo
Vigliaccamente rivolgesti al lume
Che il fe' palese: e, fuggitivo, appelli
Vil chi lui segue, e solo
Magnanimo colui
Che sé schernendo o gli altri, astuto o folle,
Fin sopra gli astri il mortal grado estolle.
Uom di povero stato e membra inferme
Che sia dell'alma generoso ed alto,
Non chiama sé né stima
Ricco d'or né gagliardo,
E di splendida vita o di valente
Persona infra la gente
Non fa risibil mostra;
Ma sé di forza e di tesor mendico
Lascia parer senza vergogna, e noma
Parlando, apertamente, e di sue cose
Fa stima al vero uguale.
Magnanimo animale
Non credo io già, ma stolto,
Quel che nato a perir, nutrito in pene,
Dice, a goder son fatto,
E di fetido orgoglio
Empie le carte, eccelsi fati e nove
Felicità, quali il ciel tutto ignora,
Non pur quest'orbe, promettendo in terra
A popoli che un'onda
Di mar commosso, un fiato
D'aura maligna, un sotterraneo crollo
Distrugge sì, che avanza
A gran pena di lor la rimembranza.
Nobil natura è quella
Che a sollevar s'ardisce
Gli occhi mortali incontra
Al comun fato, e che con franca lingua,
Nulla al ver detraendo,
Confessa il mal che ci fu dato in sorte,
E il basso stato e frale;
Το σπάρτο ή το άνθος της ερήμου
B’
Εδώ στοχεύει και εδώ σε καθρεφτίζει,
Εξαίσιος κι ανόητος συνάμα αιώνας,
Κι ο δρόμος που μέχρι τώρα
Μετά την αναστάσιμη σκέψη
Που από έμφυτη δύναμη γεννήθηκε,
Εγκαταλείφθηκε και συ στρέφεις
Στα οπίσω τα βήματά σου,
Κι όλο καμαρώνεις που επιστρέφεις,
Και που στο κάλεσμα προβαίνεις.
Στα βρεφικά σου τα καμώματα όλες οι ιδιοφυίες,
Με τί είδους πράγμα λοιπόν σ’ έκανε ο πατέρας,
Πάλι σε κολακεύουν, ακόμα
Μα τί κοροϊδία - μερικές φορές
Σε έχουν μονάχα για τον εαυτό τους. Όχι εγώ,
Με τέτοια ντροπή δεν κατεβαίνω στο χώμα.
Αλλά κι από σένα μια τέτοια περιφρόνηση,
Nα σφίγγεται μέσα στο στήθος μου,
Εγώ θα δείξω πόσο μπορεί αυτό να ανοίξει:
Λοιπόν, ξέρω ποια η λήθη που όλο το πιέζει,
Αυτή που μεγάλωσε τόσο με την ηλικία μου.
Κι αν νιώθω αυτόν τον πόνο, με σένα
Είμαι ίδιος, μέχρι στιγμής αχ! πώς γελάω.
Τη λευτεριά ας ονειρεύεσαι,
Κι εγώ ας την υπηρετώ ταυτόχρονα,
Θέλεις πάλι το σκεπτικό:
Μόνον εκείνο για το οποίο εξεγερθήκαμε ενάντια
Στη βαρβαρότητα, και επομένως μόνο για κείνο,
Που αναπτύσσεται στον πολιτισμό,
Ο οποίος μόνο προς το καλύτερο
Οδηγεί τα κοινά πεπρωμένα.
Λυπήθηκες λοιπόν για την αλήθεια
Της πικρής τύχης και του μελαγχολικού τοπίου,
Αυτού που μας έδωσε η φύση. Για τούτη την αναποδιά
Δειλά-δειλά στράφηκες προς το φως,
Που την έκανε να λάμψει: και, δραπέτης, παράνομος
Αποκαλείται αυτός που την ακολουθεί, ενώ μόνος
Μεγαλοπρεπής στέκει αυτός που,
Είτε κοροϊδευόμαστε εμείς είτε οι άλλοι, πονηροί ή τρελοί,
Ως πάνω απ’ τα αστέρια την κλίμακα των θνητών ανεβαίνει.
Άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης κι ασθενικών μελών,
Είθε να έχει γενναιόδωρο και υψηλόφρον πνεύμα,
Δεν αυτοαποκαλείται ούτε νομίζει τον εαυτό του
Πλούσιο σε χρυσάφι ή σε ευτυχία,
Και πρόσωπο με υπέροχη ζωή ή άξιου
Γένους ανάμεσα στο γένος των ανθρώπων,
Δεν είναι γελοία εικόνα.
Αλλά αν της δύναμης και του θησαυρού επαίτης
Είναι και φεύγει δίχως ντροπή, κι ονοματίζει
Μιλώντας, ανοιχτά, για τα πιστεύματά του,
Τότε εκτιμά την ίδια αλήθεια.
Ζώο μεγαλόψυχο
Δεν το νομίζω πλέον, αλλά αντιθέτως ανόητο,
Γεννημένο για να χαθεί, θρεμμένο με τον πόνο,
Που λέει, πως πλάστηκε για να απολαύσει τα έργα του,
Και με άθλια περηφάνια
Γεμίζει τα παιγνιόχαρτα, τις εξαίσιες μοίρες και τις
Νέες τύχες, που σύμπας ο ουρανός τις αγνοεί,
Ούτε καν αυτή η υδρόγειος, αυτός ο πλανήτης
Πολλά υποσχόμενος στους λαούς, τόσο που ένα κύμα
Της θάλασσας συμπαρέσυρε, μια ανάσα
Από κακοήθη αύρα, κατέστρεψε
Με υπόγεια κατάρρευση, ώ ναι, και καταλήγει
Στην ανάμνηση του μεγάλου τους πόνου.
Ευγενής φύση είναι αυτή,
Που τόλμησε να σηκώσει
Τα θνητά της μάτια αντίθετα
Στην κοινή μοίρα, κι αυτό με μια πάνδημη γλώσσα,
Χωρίς να αρνείται την αλήθεια,
Ομολογώντας τον πόνο που μας δόθηκε απ’ τη μοίρα μας,
Το χαμηλό και ασταθές βιοτικό επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου