[...]
Για τον Μπελίνσκι η κριτική έχει νόημα μόνο αν επιτελεί δυο ρόλους: να δείχνει ποια από τα καθιερωμένα έργα κάθε εποχής είναι ανάξια και ποια από τα καινούργια και αποσιωπημένα είναι άξια προσοχής. Ως εκ τούτου, ασεβής απέναντι στις παραδοσιακές αξίες και τα καθιερωμένα ονόματα της τότε ρωσικής λογοτεχνίας, δεν δίστασε να συγκρουστεί με το κριτικό κατεστημένο της εποχής και προώθησε με κάθε τρόπο τους νεότερους λογοτέχνες τους όποιους, με το κριτικό κύρος που διέθετε, επέβαλε στην κοινή συνείδηση. Όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, όποιους επέκρινε ο Μπελίνσκι, σήμερα είναι ολότελα ξεχασμένοι, όσους ύμνησε έχουν εγγραφεί στην κοινή συνείδηση ως σπουδαίοι λογοτέχνες. Ποιος θυμάται σήμερα τον Σουμαρόκοφ, τον Οζέροφ, τον Μπενεντίκοφ, τον Κουκόλνικ, τα «μεγάλα» ονόματα της εποχής που κατεδάφισε ο Μπελίνσκι με τις κριτικές του; Απεναντίας, ολοζώντανο παραμένει το έργο των περισσότερων λογοτεχνών που επηρέασε ή εκθείασε: Νεκράσοφ, Τουργκένιεφ, Γκοντσάροφ, Γκριγκόροβιτς, Οστρόφσκι, Τσερνισέφσκι, Ντομπρολιούμποφ, Γκριμπογιέντοφ, Λέρμοντοφ, Ντοστογιέφσκι. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ντομπρολιούμποφ έγραφε πως «ο καθένας από τους καλύτερους συγγραφείς μας έχει βαθιά επίγνωση πως στην εξέλιξή του, λίγο πολύ, έμμεσα η άμεσα, επηρεάστηκε από τον Μπελίνσκι. Η επίδρασή του είναι φανερή σε καθετί όμορφο και ευγενικό που προβάλει γύρω μας».
[...]
Ο Μπελίνσκι, ο εμψυχωτής των προοδευτικών λογοτεχνών και της ριζοσπαστικής διανόησης, είναι πια πεπεισμένος ότι η νέα ρωσική λογοτεχνία «δεν πρέπει να είναι ούτε κλασική ούτε ρομαντική, αλλά σύγχρονη: [...] πιστή στην ίδια τη ζωή. Ταυτόχρονα, η λογοτεχνία αυτή, εμπνευσμένη από ιδέες με κοινωνικό περιεχόμενο, έγινε το κύριο μέλημά του». Η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να ωραιοποιεί τα πράγματα, δεν προορίζεται για τη διασκέδαση της αργόσχολης αριστοκρατίας, αλλά πρέπει να αποτυπώνει τη ζωή όπως είναι και να συμβάλλει ώστε αυτή η ζωή να αλλάξει. «Η εποχή των έμμετρων μπιχλιμπιδιών πέρασε πιά για πάντα˙ τα όμορφα αισθηματάκια δεν έχουν στην εποχή μας καμιάν άξια˙ εκείνο που σήμερα ζητάμε είναι βαθιά αισθήματα και μεγάλες ιδέες, δοσμένα σε καλλιτεχνική μορφή». Γιατί άραγε είναι αποδεκτό να περιγράφει κανείς τη σχολαστική καθαριότητα των γερμανών μικροαστών, ενώ θεωρείται αποκρουστικό να περιγράφει τη βρομιά των φτωχών Ρώσων, αναρωτιέται ο Μπελίνσκι. Επιπλέον, ο καλλιτέχνης δεν αρκεί να έχει δεξιοτεχνία (πράγμα βέβαια που είναι αναγκαίο), αλλά και να κατανοεί τον κόσμο μέσα στον όποιο βρίσκεται. Για τον Μπελίνσκι, «τέχνη χωρίς ιδέες είναι ό,τι κι ο άνθρωπος χωρίς ψυχή — ένα πτώμα».
Κατά τον Μπελίνσκι, υπάρχουν δυο τρόποι - αντιτιθέμενοι μεταξύ τους - που η λογοτεχνία συλλαμβάνει και αποδίδει τα φαινόμενα τής ζωής: ο «ιδανικός» και ο «ρεαλιστικός». Είτε ο ποιητής «μεταπλάθει τη ζωή σύμφωνα με το δικό του ιδανικό, που εξαρτάται από το πώς αντικρίζει τα πράγματα, και από την τοποθέτησή του απέναντι στον κόσμο, στην εποχή του και στο λαό, που στους κόλπους του ζει, είτε τη δίνει σε όλη της τη γυμνότητα και την αλήθεια, μένοντας πιστός σ’ όλες τις λεπτομέρειες, τις αποχρώσεις και τις φωτοσκιάσεις της». Για τον Μπελίνσκι το ζητούμενο είναι ο δεύτερος τρόπος, «η ρεαλιστική ποίηση, η ποίηση της ζωής, η ποίηση της πραγματικότητας [...]», που με τον ρεαλισμό της αποδίδει πιστά την πραγματικότητα «δεν την τροποποιεί, αλλά την αποδίδει και τη μεταπλάθει δημιουργικά, και αντικατοπτρίζει, όπως ένας κυρτός καθρέφτης, τα πολυποίκιλα φαινόμενά της». Η τέχνη δεν χρειάζεται να εξιδανικεύει τη ζωή, αλλά να έχει αδυσώπητη ειλικρίνεια και να κρατά ανατομική λεπίδα, λέει ο Μπελίνσκι.
[...]
Από το 87ο τεύχος τού περιοδικού Σημειώσεις, Δεκέμβριος 2021, εκδ. Έρασμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου