18 Απριλίου 2024

The Suicide’s Defense [Voltairine de Cleyre]

Η υπεράσπιση τής αυτοκτονίας

(Απ’ όλες τις ηλιθιότητες με τις οποίες η νομοθετική εξουσία έχει υποδηλώσει τη δική της ανικανότητα να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές αναταραχές, καμία δεν φαίνεται τόσο ανόητη όσο ο νόμος που τιμωρεί μια απόπειρα αυτοκτονίας. Στην ερώτηση «Τι έχετε να πείτε προς υπεράσπισή σας;» Φαντάζομαι ότι ο φτωχός άθλιος μπορεί να απαντήσει ως εξής.)

Να πω προς υπεράσπισή μου; Να υπερασπιστώ τι;
Να αμυνθώ σε ποιον; Και γιατί έτσι κι αλλιώς να αμυνθώ;
Έχω κανέναν αδικήσει; Ας έρθει αυτός να με κατηγορήσει!
Κάποιοι ιερείς εκεί μουρμουρίζουνε πως «Έχω εξοργίσει τον Θεό»!
Ας με δοκιμάσει τότε ο Θεός και ας μην τολμήσει κανείς να κρίνει 
Τον εαυτό του κατάλληλο να φορέσει την ερμίνα τ’ Ουρανού!
Και ξαναλέω, ας με κατηγορήσει ο αδικημένος.
Να, σιωπή! Δεν υπάρχει κανείς να μου απαντήσει.
Και ποιον θα μπορούσα; ένας άστεγος, αλήτης χωρίς φίλους,
Που όλες οι πόρτες είναι για αυτόν κλειστές κι όλες οι καρδιές κλειδωμένες,
Όλα τα χέρια συγκρατημένα – ποιον θα μπορούσα πράγματι ν’ αδικήσω,
Παίρνοντας αυτό που δεν ωφέλησε κανέναν
Και απειλούνται όλοι;
Ναι, αφού έτσι θέλετε,
Μάθετε λοιπόν τα ρίσκα σας. Αλλά σημειώστε, δεν είναι άμυνα,
Η κατηγόρια αυτή που σας πετώ.
Προσέξτε λοιπόν και τη δική σας προετοιμάστε άμυνα.
Η ζωή μου, λέω, είναι μια αιώνια απειλή
Για εσάς και τους δικούς σας• κι έτσι ήτανε καλό
που αναβάλετε τις μη ζητηθείσες υπηρεσίες σας.
Και γιατί; Γιατί σας μισώ! Κάθε σταγόνα
αίματος που κάνει κύκλους στις πληθωρικές σας φλέβες
Στραγγίσθηκε απ’ τα κάτισχνα και στεγνά κορμιά
Αντρών σαν εμένα, που στους καταραμένους σας μύλους
Συντριφτήκανε όπως τα σταφύλια μες στο πατητήρι.
Σε εμάς αφήνετε το άδειο δέρμα τής ζωής•
Η καρδιά του, η γλύκα του, χύνεται
Για να γιορτάσετε μαζί με τα σκυλιά και τις ερωμένες σας!
Οι ερωμένες σας! Οι κόρες μας! Αγορασμένες, για ψωμί,
Για να κοσμούνε τη σάρκα που κάποτε ήτανε τα μπράτσα τού πατέρα!

Ναι, σας κατηγορώ ότι με δολοφονήσατε!
Σκοτώσατε τον Άνθρωπο – και αυτό που σας μιλάει
Δεν είναι παρά το θηρίο που με κάνατε! 
Τι! Λογίζεται ζωή να σέρνεσαι αργά, να ζητιανεύεις  
Και να γλιστράς για να βρεις καταφύγιο εκεί που μαζεύονται αρουραίοι;
Και το ιδανικό σου όνειρο ένα λιπαρό γεύμα να ‘ναι;
Είναι λοιπόν ζωή, να ομαδοποιείσαι όπως τα γουρούνια στα χοιροστάσια; 
Και να θάβεται η αξιοπρέπεια στην κοινή βρομιά;
– Γιατί βέβαια έτσι γίνονται τα κέρδη σας –
Όμως ανθρώπινες σάρκες σαπίζουνε στα καθαρά σας κρησφύγετα από την πανούκλα.
Είναι λοιπόν ζωή, να περιμένεις το νεύμα τού άλλου,
Ώστε να γίνεσαι χρυσός για κείνον;
Αυτό θα ‘ταν ζωή για σας; Κι ήμουνα κατώτερος
Από σας; Δεν γεννήθηκα μ’ ελπίδες κι όνειρα
Και πόνους και πάθη όπως και σεις;  

Αλλά τ’ αρνηθήκατε όλα αυτά. Αρπάξατε τη γη,
Αν και τίποτα δεν σας ανήκε, κι είπατε: «Εδώ
Κανένας σας δεν θα ξεκουραστεί, περπατήσει ή δουλέψει,
Αν δεν αποδώσει, πρώτα σε μας, φόρο τιμής!» Κάθε ανθρώπινο έργο,
Φτιαγμένο να ελαφρύνει τα βάρη τού κόσμου,
Το αρπάξατε εσείς και το κάνατε δεκαπλάσια κατάρα
Να συνθλίβεται ο άνθρωπος κάτω απ’ το ίδιο του το έργο.
Σπίτια, μηχανές κι εδάφη – όλα, όλα σάς ανήκουν•
Και μας δεν μας χρειάζεστε. Όταν ζητάμε δουλειά
Εσείς μας κουνάτε τα κεφάλια. Σπίτια; – Μας κάνετε έξωση. Ψωμί; –
«Εδώ, αξιωματικέ, αυτός ο τύπος εκλιπαρεί. Η φυλακή
είναι το μέρος για αυτόν!» Μετά τη ριγέ στολή, τι;
Δηλητήριο! – Το πήρα! – Τώρα λες πως ήταν αμαρτία
Ν’ αφαιρέσεις αυτή τη ζωή που σε προβλημάτισε τόσο πολύ.
Αμαρτία για να γλιτώσεις απ’ τις προσβολές, την πείνα, αυτά που λέτε 
Κακουργήματα, τα οποία προκληθήκαν απ’ το έγκλημα
Να ζητάς φαγητό! Υποκριτές! 
Βαθιά μέσα σας πιστεύετε, πως η αμαρτία είναι που δεν τα κατάφερα!
Κι επειδή δεν τα κατάφερα, με φυλακίσατε!.
Και η σκληρή μου δουλειά δεν έγινε δεκτή όταν ήμουν έξω.
Ας είναι. Αλλά προσοχή! – ένα κελί Φυλακής
Είναι κακό κρεβάτι να ευδοκιμήσει η ηθική!
Οι μαύροι βάλτοι μαύρα μιάσματα γεννάνε• τ’ αρρωστημένα εδάφη
Παράγουνε δηλητηριώδη φρούτα• φίδια, από χειμέρια νάρκη, διψασμένα για ζωή, να τσιμπήσουν.  
Αυτή τη φορά μού αρκούσε να φύγω μόνος.
Μάλλον την επόμενη δεν θα ‘μαι τόσο ευγενικός.


The Suicide’s Defense

(Of all the stupidities wherewith the law-making power has oignaled its own incapacity for dealing with the disorders of society, none appears so utterly stupid as the law which punishes an attempted suicide. To the question “What have you to say in your defense?” I conceive the poor wretch might reply as follows.)

To say in my defense? Defense of what?
Defense to whom? And why defense at all?
Have I wronged any? Let that one accuse!
Some priest there mutters I “have outraged God”!
Let God then try me, and let none dare judge
Himself as fit to put Heaven’s ermine on!
Again I say, let the wronged one accuse.
Aye, silence! There is none to answer me.
And whom could I, a homeless, friendless tramp,
To whom all doors are shut, all hearts are locked,
All hands withheld — whom could I wrong, indeed
By taking that which benefited none
And menaced all?
Aye, since ye will it so,
Know then your risk. But mark, ‘tis not defense,
‘Tis accusation that I hurl at you.
See to’t that ye prepare your own defense.
My life, I say, Is an eternal threat
To you and yours; and therefore it were well
To have foreborne your unasked services.
And why? Because I hate you! Every drop
of blood that circles in your plethoric veins
Was wrung from out the gaunt and sapless trunks
Of men like me. who in your cursed mills
Were crushed like grapes within the wine-press ground.
To us ye leave the empty skin of life;
The heart of it, the sweet of it, ye pour
To fete your dogs and mistresses withal!
Your mistresses! Our daughters! Bought, for bread,
To grace the flesh that once was father’s arms!

Yes, I accuse you that ye murdered me!
Ye killed the Man — and this that speaks to you
Is but the beast that ye have made of me!
What! Is it life to creep and crawl an beg,
And slink for shelter where rats congregate?
And for one’s ideal dream of a fat meal?
Is it, then, life, to group like pigs in sties,
And bury decency in common filth,
Because, forsooth, your income must be made,
Though human flesh rot in your plague-rid dens?
Is it, then, life, to wait another’s nod,
For leave to turn yourself to gold for him?
Would it be life to you? And was I less
Than you? Vas I not born with hopes and dreams
Ane pains and passions even as were you?

But these ye have denied. Ye seized the earth,
Though it was none of yours, and said: “Hereon
Shall none rest, walk or work, till first to me
Ye render tribute!” Every art of man,
Born to make light of the burdens of the world,
Ye also seized, and made a tenfold curse
To crush the man beneath the thing he made.
Houses, machines, and lands — all, all are yours;
And us you do not need. When we ask work
Ye shake your heads. Homes? — Ye evict us. Bread? —
“Here, officer, this fellow’s begging. Jail’s
the place for him!” After the stripes, what next?
Poison! — I took it! — Now you say ‘twas sin
To take this life which troubled you so much.
Sin to escape insult, starvation, brands
Of felony, inflicted for the crime
Of asking food! Ye hypocrites! Within
Your secret hearts the sin is that I failed!
Because I failed ye judge me to the stripes.
And the hard toil denied when I was free.
So be it. But beware! — a Prison cell’s
An evil bed to grow morality!
Black swamps breed black miasms; sickly soils
Yield poison fruit; snakes warmed to life will sting.
This time I was content to go alone;
Perchance the next I shall not be so kind.

Philadelphia, September 1894


Πηγές πρωτότυπου:

Υπάρχει και στις κάτωθι ιστοσελίδες, αλλά με κάποια λεκτικά λάθη   

Δεν υπάρχουν σχόλια: