VIII
But if in some enchanted garden bloom
The rose imperial that will not fade,
Ah! shall I go with desecrating spade
And underneath her glories build a tomb?
Αλλά αν σε κάποιο μαγεμένο κήπο ανθίσει
Το αυτοκρατορικό αιώνιο ρόδο,
Αχ! Να πάω με το βέβηλό μου φτυάρι
Και απ’ τις δόξες της κάτω να χτίσω έναν τάφο;
IX
Shall I that am as dust upon the plain
Think with unloosened hurricanes to fight?
Or shall I that was ravished from the night
Fall on the bosom of the night again?
Να σκεφτώ – εγώ ένας κόκκος άμμου στον κάμπο –
Με τους τυφώνες – απ’ τους ασκούς τού Αιόλου – να παλέψω;
Ή να πέσω – εγώ που η νύχτα με θέλγει –
Στην αγκαλιά τής νύχτας ξανά;
X
Endure! and if you rashly would unfold
That manuscript whereon our lives are traced,
Recall the stream which carols thro' the waste
And in the dark is rich with alien gold.
Άντεξε! Κι αν ξεδιπλώσεις βιαστικά
Εκείνο το χειρόγραφο, που ΄ναι γραμμένες οι ζωές μας,
Θυμήσου το ρέμα που τραγουδά στην ερημιά
Και στο σκοτάδι βρίθει μ’ άγνωστο χρυσάφι.
XIV
The days are dressing all of us in white,
For him who will suspend us in a row.
But for the sun there is no death. I know
The centuries are morsels of the night.
Οι μέρες μάς ντύνουν όλους στα λευκά,
Για κείνον που θα μας παρατάξει σε μια γραμμή.
Αλλά για τον ήλιο δεν υπάρχει θάνατος. Γνωρίζω
Οι αιώνες πως είναι τα ψίχουλα τής νύχτας.
Πηγή: gutenberg.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου