Ο δρόμος που δεν πήρα
Δυο δρόμοι αποκλίνουν σ’ ένα κίτρινο δάσος
Και τους δυο να πάρω, λυπόμουνα που δεν μπορούσα
Και ταξιδιώτης ήμουν, που για ώρα πολύ στεκόμουν
Και κοίταζα πέρα όσο μπορούσα
Μέχρις εκεί που τα χαμόδεντρα λυγίζουν•
Κατόπιν τον άλλο πήρα, εξίσου καλό,
Κι έχοντας ίσως καλύτερες απαιτήσεις,
Μιας και με ψηλά χορτάρια ήταν γεμάτος•
Αν και το πέρασμα εκεί
Διαβρωμένο ήτανε το ίδιο,
Μπρος μου κείτονταν ίδιοι, εκείνο το πρωί,
Με φύλλα απάτητα γεμάτοι.
Ω! τον άλλον γι’ άλλην άφησα ημέρα!
Γνωρίζοντας, ωστόσο, πώς ένας δρόμος σ’ άλλον σε πάει,
Πως θα επέστρεφα, αμφέβαλα.
Μ’ αναστεναγμό τώρα μπορώ να πω
Κάπου χρόνια πολλά μετά:
Δυο δρόμοι απόκλιναν σ’ ένα δάσος, και γω –
Πήρα αυτόν με τους λιγότερους προορισμούς,
Και τούτο έχει κάνει όλη τη διαφορά.
The Road Not Taken
Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both
And be one traveler, long I stood
And looked down one as far as I could
To where it bent in the undergrowth;
Then took the other, as just as fair,
And having perhaps the better claim,
Because it was grassy and wanted wear;
Though as for that the passing there
Had worn them really about the same,
And both that morning equally lay
In leaves no step had trodden black.
Oh, I kept the first for another day!
Yet knowing how way leads on to way,
I doubted if I should ever come back.
I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
Two roads diverged in a wood, and I—
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.
Πηγή: poetryfoundation.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου