ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Κάποτε ήτανε δύο άντρες που αποφασίσανε να γυρίσουν όλον τον κόσμο, για να πούνε στους άλλους πώς ήταν.
Αυτό συνέβη τότε που οι άνθρωποι ήταν ακόμα πολλοί πάνω στη γη και υπήρχαν άνθρωποι σε όλα τα μέρη. Τώρα μένουμε όλο και λιγότεροι. Το κακό και η αρρώστια πέσανε πάνω στους ανθρώπους. Δείτε πώς εγώ, που διηγούμαι αυτήν την ιστορία, σέρνω τη ζωή μου, μη μπορώντας να σταθώ στα πόδια μου.
Οι δύο άντρες, που είχανε ταξιδέψει, είχαν αποκτήσει ο καθένας μια γυναίκα αλλά δεν είχαν ακόμα αποκτήσει παιδιά. Αφού φτιάξανε, μόνοι τους, κύπελλα από κέρατο μοσχοβοδιού, φτιάχνοντας ο καθένας ένα κύπελλο για τον εαυτό του, από τη μια πλευρά τού κεφαλιού τού ίδιου θηρίου, ξεκίνησαν, φεύγοντας αντίθετα ο ένας από τον άλλον, για να ακολουθήσουνε αντιδιαμετρικούς δρόμους και να ξανασυναντηθούνε κάποια μέρα. Ταξιδεύανε με έλκηθρα και διαλέγανε τα μέρη να μείνουνε και να περνάνε τα καλοκαίρια.
Τους πήρε πολύ χρόνο για να κάνουνε τον γύρο του κόσμου. Κάνανε παιδιά, γεράσανε και μετά γεράσανε και τα παιδιά τους, ώσπου τελικά οι γονείς ήτανε τόσο μεγάλοι που δεν μπορούσανε να περπατήσουνε και τους πηγαίνανε τα παιδιά τους.
Και επιτέλους, μια μέρα, συναντήθηκαν – και από τα κέρατά τους, που πίνανε, δεν είχε μείνει παρά η λαβή γιατί είχανε πιει πάρα πολλές φορές νερό και κάθε φορά, που τα γεμίζανε, ξύνανε τα κέρατα στο έδαφος.
«Ο κόσμος είναι πραγματικά τεράστιος», είπαν όταν συναντήθηκαν.
Ξεκινήσανε νέοι και τώρα ήτανε γέροι, με επικεφαλής τα παιδιά τους.
Πραγματικά ο κόσμος είναι τεράστιος.
THE TWO FRIENDS WHO SET OFF TO TRAVEL ROUND THE WORLD
Once there were two men who desired to travel round the world, that they might tell others what was the manner of it.
This was in the days when men were still many on the earth, and there were people in all the lands. Now we grow fewer and fewer. Evil and sickness have come upon men. See how I, who tell this story, drag my life along, unable to stand upon my feet.
The two men who were setting out had each newly taken a wife, and had as yet no children. They made themselves cups of muskox horn, each making a cup for himself from one side of the same beast's head. And they set out, each going away from the other, that they might go by different ways and meet again some day. They travelled with sledges, and chose land to stay and live upon each summer.
It took them a long time to get round the world; they had children, and they grew old, and then their children also grew old, until at last the parents were so old that they could not walk, but the children led them.
And at last one day, they met – and of their drinking horns there was but the handle left, so many times had they drunk water by the way, scraping the horn against the ground as they filled them.
"The world is great indeed," they said when they met.
They had been young at their starting, and now they were old men, led by their children.
Truly the world is great.
Πηγή: gutenberg.org.