18 Οκτωβρίου 2024

-ιθ-


με συνεπήραν
προς την άδενδρη κορφή -
χαμολούλουδα


17 Οκτωβρίου 2024

Ασκηταριό - Πρωτοελλαδική Ακρόπολις παρά τη Ραφήναν [Δημήτρης Θεοχάρης]

Νότια τής παραλίας «Μαρίκες», στη Ραφήνα, βρίσκεται ο λοφίσκος – μικρή χερσόνησος Ασκηταριό, στην πεπλατυσμένη κορυφή τού οποίου βρίσκεται ένας σημαντικότατος αρχαιολογικός χώρος: ο περιτειχισμένος οικισμός ο οποίος ανάγεται στα νεολιθικά χρόνια, ήδη από την Πρωτοελλαδική Περίοδο (ΠΕ) Ι.
Στην επιφάνεια ήρθε με τις ανασκαφές στα χρόνια 1954-5 από τον, πολύ σπουδαίο για το έργο του κυρίως στη Θεσσαλία, αρχαιολόγο Δημήτρη Θεοχάρη.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μεταγραμμένο, από τον ιστολόγο, σε πιο οικεία γλώσσα, με βάση τη δημοσιευμένη εργασία του  ir.lib.uth.gr.sequence=1&isAllowed=y και συγκεκριμένα από τα κεφάλαια:
Εισαγωγή
Η Θέση – Στρωματογραφία
Αρχιτεκτονικά λείψανα
Κεραμεική
Διάφορα ευρήματα,

τα τρία πρώτα.

Οι χάρτης, που υπάρχει και στην ανωτέρω εργασία, από τη ιστοσελίδα: searchculture.gr, καθόσον είναι σε πολύ ευκρινέστερη μορφή. Στον εν λόγω χάρτη, για να φαίνονται καλύτερα, έχω χρωματίσει τις χρονικές περιόδους / φάσεις τις οποίες αφορούν τα ευρήματα.

Στον υπόψη αρχαιολογικό χώρο θα επανέλθω με πρώτη ευκαιρία παρουσιάζοντας εικόνες .

----

ΑΣΚΗΤAPIO (Πρωτοελληνική Ακρόπολη δίπλα στη Ραφήνα) 

Δυο χιλιόμετρα νοτιότερα από τη Ραφήνα, αριστερά στο δρόμο προς την αλυκή τού Αγ. Σπυρίδωνα – τις αρχαίες Αραφηνίδας Αλάς – και τη Λούτσα, στο δεξί μέρος πολύ γραφικού ορμίσκου, προβάλλει από τη θάλασσα το ψηλό ακρωτήρι τού Ασκηταριού (το όνομα οφείλεται στο λαξευτό σπήλαιο – ίσως αρχαίο τάφο – που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, στο δεξί άκρο τού όρμου, το οποίο μοναχός από τη Μονή Πεντέλης είχε μετατρέψει σε ασκητήριο. Το τοπωνύμιο αποδίδεται εκτός από το ακρωτήρι και στον όρμο. Ενίοτε, το ακρωτήρι, λέγεται και «Καλόγερος» ή «Αετός».)

Από ψηλά στο ακρωτήρι, από σημείο που μπορεί να εποπτεύσει κανείς, ανοίγεται ευρύτατη η θέα τού Νότιου Ευβοϊκού, κατά μήκος τής ακτής, από το βάθος τού όρμου τού Μαραθώνα και την Πεντέλη προς βορρά μέχρι τα βουνά πάνω από το Πόρτο Ράφτη (του όρμου των Πρασιών) και τη Μακρόνησο προς νότο. Ανατολικά ο ορίζοντας φτάνει στην Εύβοια, στην Καρυστία οροσειρά, με ψηλότερο σημείο της την επιβλητική Όχη.

Η αρμονία τού τοπίου και η ομορφιά τής ακτής και της παρακείμενης λόχμης πεύκων και θάμνων, παραδόξως, δεν διαταράζεται ούτε από τη βέβηλη παρουσία ενός τουριστικού περίπτερου ούτε από την ασχήμια των σπιτιών μες στους ποικιλώνυμους «οικοδομικούς συνεταιρισμούς», που προσπερνά κανείς ερχόμενος στο Ασκηταριό.

Για χιλιετίες όλα παρέμειναν άθικτα, μέχρι τις ανασκαφές των ετών 1954 και 1955, μέσω των οποίων αποκαλυφθήκανε στο ακρωτήρι τα λείψανα οικισμού και ακρόπολης που ανάγονται στην πρώιμη περίοδο τής Εποχής τού Χαλκού.
[Κατά το έτος 1953 πραγματοποίησα την πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή στο ακρωτήρι, με δαπάνες τού Υπουργείου Παιδείας, αλλά από την επόμενη χρονιά τη χορήγηση των μέσων ανασκαφής ανέλαβε η Αρχαιολογική Εταιρία, προς το Συμβούλιο τής οποίας καθώς και τον Έφορο Ι. Παπαδημητρίου εκφράζω και εδώ την ευγνωμοσύνη μου.]

Περιληπτικές εκθέσεις έχουν ήδη δημοσιευθεί στα Πρακτικά τής Αρχαιολογικής Εταιρίας (ΠΑΕ 1954, 104 εξ. και 1955), αλλά επειδή, λόγω διακοπής των εργασιών, η οριστική δημοσίευση ενδέχεται να καθυστερήσει, παρέχεται εδώ μια συνοπτική εικόνα των αποτελεσμάτων των ανασκαφών, ως ταπεινή προσφορά στη μνήμη τού πολύ αγαπητού πανεπιστημιακού δασκάλου, του αείμνηστου Γεωργίου Π. Οικονόμου.




































Η Θέση – Στρωματογραφία

Η επίπεδη κορυφή τού ακρωτηρίου «Ασκηταριό», εμβαδού πέντε περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει τριγωνικό σχήμα, περίπου ισόπλευρου, με μήκος πλευράς περί τα 100 μ. (σημείωση: πρόκειται περί λάθους. Το εμβαδό τής επίπεδης κορυφής είναι περί τα 5,5 με 6 στρέμματα και όχι 5.000 στρέμματα = 5 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Οι δύο από τις πλευρές, η βορειοδυτική και η ανατολική, πέφτουν απότομα  προς τη θάλασσα ενώ η τρίτη, η νοτιοδυτική, η μόνη προσπελάσιμη, συνδέεται με την ξηρά μέσω στενού αυχένα. Έτσι λοιπόν από τη φύση τής θέσης της είναι οχυρή και απροσπέλαστη.
Ανατολικά και ελαφρά βορειότερα τής βορειότερης γωνίας τής κορυφής, χαμηλότερα προς τα όρια τού ακρωτηρίου, κατά τη διάρκεια τής κατοχής, κατασκευαστήκανε στα βράχια οχυρώματα και παρατηρητήρια και η περιορισμένη αυτή επέμβαση ήταν η μοναδική διαταραχή των επιχώσεων, που στα υπόλοιπα σημεία διατηρήθηκαν άθικτες. Όπως αναμενόταν, η επίχωση στην κορυφή έχει γενικά μικρό πάχος, από λίγα εκατοστά τού μέτρου μέχρι 1,45 μ. Στις θέσεις πάντως που αποκαλυφτήκανε σπίτια, ο μέσος όρος τού πάχους τής επίχωσης ξεπερνά το ένα μέτρο.

Λεπτή επιφανειακή επίχωση, βάθους ενίοτε 30 εκ. σε κάποια σημεία τού χώρου, περιείχε μυκηναϊκά λείψανα, μάλλον πρώιμα. Κυρίως όμως, το πρωτοελλαδικό στρώμα έβγαινε στην επιφάνεια, ιδίως η περίμετρός του, εκεί που η αποχωμάτωση ήτανε μεγαλύτερη. Το στρώμα τής Πρωτοελλαδικής Περιόδου διαιρείται σε τρία μέρη, από τα οποία το κατώτερο είναι πολύ λεπτό (μόνο σε ένα σημείο έφτανε τα 40 εκ.) και όχι πάντοτε σαφές, διότι μεταγενέστερα κτίσματα είχανε θεμελιωθεί σε αυτό. Το κατώτερο αυτό στρώμα, που στηρίζεται στο βράχο, περιέχει μεγάλες ποσότητες στάχτης, οστά ζώων και όστρακα αγγείων και σε ένα σημείο λείψανα ελαφρά κυρτού τοίχου. Στις επόμενες φάσεις ανάγονται λιθόκτιστα επάλληλα σπίτια και πολλά αγγεία.

Με βάση τα στρωματογραφικά δεδομένα διακρίνονται τρεις φάσεις τής Πρωτοελλαδικής Περιόδου (ΠΕ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ). Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, μόνο για την τελευταία έχουμε επαρκή στοιχεία για την αρχιτεκτονική και την κεραμική, διότι αφενός ήτανε δύσκολο να παραμεριστούνε τα υπερκείμενα λείψανα (όπως δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών) αφετέρου η ανασκαφή δεν ολοκληρώθηκε ώστε να γίνει δυνατή ο κλιμακωτή αποκάλυψη των οικιών και των τριών φάσεων. Άλλωστε, εξ αιτίας του μικρού πάχους των επιχώσεων, οι μεταγενέστερες οικίες είναι κτισμένες πάνω στα ισοπεδωμένα λείψανα των παλαιότερων και ενίοτε με υλικά από αυτά.

































Αρχιτεκτονικά λείψανα

Όπως προαναφέρθηκε, από την παλαιότερη φάση τής Πρωτοελλαδικής Περιόδου (ΠΕ Ι) δεν βρέθηκαν οικοδομικά λείψανα, πλην τμήματος τοίχου, πάχους 60 εκ. ελαφρά κυρτού, σωζόμενου σε μήκος 2,5 μ. στο βόρειο άκρο τής οικίας Ε. Επίσης στον πυθμένα τάφρου, στο μέσο τής ακρόπολης, διαπιστώθηκε η παρουσία ορύγματος μες στο στερεό, χωρίς συνάφεια προς κάποιο τοίχο, αποτελώντας ίσως το δάπεδο πρωτόγονης καλύβας.

Από τη μέση Πρωτοελλαδική φάση (ΠΕ ΙΙ) τα αρχιτεκτονικά λείψανα δεν είναι επίσης πολλά και αποτελούνται από τμήματα δυο οικιών με λιθόκτιστα θεμέλια (η ανωδομία αποτελούνταν πάντοτε από ωμούς πλίνθους), ευθύγραμμης και ορθογώνιας κάτοψης (οικίες Γ και Ε). οι τοίχοι των οικιών αυτών έχουνε το συνηθισμένο πάχος (50 – 60 εκ.) και είναι χτισμένοι με επιμέλεια. Σε κάποια σημεία οι λίθοι είναι τοποθετημένοι λοξά (herring – bone wall), σύμφωνα με οικοδομικό σύστημα γνωστό στην Αττική και από το οικισμό τού Αγ. Κοσμά.

Στο μέσο τής οικίας Ε, της ΠΕ ΙΙ, βρέθηκε εστία αποτελούμενη από απλό κοίλωμα περιβαλλόμενο από μονή σειρά λίθων, ενώ κατά μήκος τού δυτικού τοίχου τού δωματίου ανακαλυφτήκανε πέντε «βοθρίσκοι», δηλαδή κοιλότητες, μέσου βάθους και διαμέτρου 25 εκ., μες στις οποίες βρέθηκαν υπολείμματα τροφών (τριμμένοι κοχλίες, οστό ζώου), τμήματα αγγείων και τέφρα.

Από την τρίτη φάση (ΠΕ ΙΙΙ) ανασκαφήκανε λείψανα πολλών οικιών καθώς και τμήματα τού οχυρωματικού περίβολου, ο οποίος προστάτευε την ακρόπολη από τη μόνη ευκολοδιάβατη βορειοδυτική πλευρά (σημείωση: προφανώς γράφτηκε από παραδρομή διότι η μόνη ευκολοδιάβατη πλευρά είναι η νοτιοδυτική). Από το εν λόγω τείχος, το οποίο είναι το πρώτο αξιόλογο λείψανο πρωτοελλαδικής οχύρωσης στη Στερεά Ελλάδα [Οχυρωμένος με τείχος ήτανε και ο ΠΕ οικισμός τής Ραφήνας (βλέπε ΠΑΕ 1953, 105 εξ.). Τείχος το οποίο επίσης περίκλειε οικίες ανακάλυψα πρόσφατα και στον ΠΕ οικισμό στη Μάνικα, βόρεια τής Χαλκίδας. Από τα εν λόγω παραδείγματα προκύπτει ότι οι ηπειρωτικοί οικισμοί ήταν οχυρωμένοι, όπως οι νησιωτικοί (Κυκλάδες, Αίγινα).], ανασκάφηκε τμήμα 32 μ. μήκους. Είναι χτισμένο με μέτριου μεγέθους αργούς λίθους, το πάχος του φτάνει τα 2,5 μ. ενώ το ύψος των λίθινων θεμελίων (διότι η ανωδομία και αυτού ήτανε πλίνθινη), υπολογίστηκε ότι θα υπερέβαινε κατά τι τα τρία μέτρα στο εξωτερικό του μέρος. Παρατηρήθηκε επίσης ότι το τείχος έπαιζε το ρόλο αναλημματικού τοίχου για τις οικίες στην πλευρά αυτή τής ακρόπολης.

Αν η ακρόπολη περιβαλλότανε και από τις άλλες πλευρές με τείχος δεν είναι γνωστό· Αυτό όμως φαίνεται πολύ πιθανό για την ολοκλήρωση τής οχύρωσης, αλλά στην περίπτωση αυτή τα λείψανα τού τείχους δεν ήτανε δυνατό να έχουνε περισωθεί μιας και τμήματα από την ακρόπολη, από τις δύο αυτές πλευρές, έχουνε καταπέσει στη θάλασσα όπως αποδεικνύεται από τα θεμέλια οικιών, τα οποία σήμερα βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού.

Από τις οικίες τού ΠΕ ΙΙΙ οικισμού ανασκαφήκανε τελείως πέντε (οι οικίες Α, Β, Γ, Ε και Θ) και τμήματα άλλων τριών στην περιοχή του κύριου τομέα των ανασκαφών, δηλαδή στο μέσο της ΒΔ πλευράς τής ακρόπολης· μάλιστα άλλες, μάλλον δοκιμαστικές, ανασκαφές και τάφροι σε όλη την έκταση της αποκάλυψαν ότι ολόκληρη η έκταση καλύπτεται από οικίες. Δεδομένου μάλιστα ότι οι οικίες αυτές βρίσκονται σχεδόν αμέσως κάτω από την επιφάνεια, η ανασκαφή τους γίνεται εύκολα και χωρίς μεγάλες δαπάνες, η εργασία μου στο «Ασκηταριό» απέβλεπε στη συνολική ανασκαφή ενός πλήρους πρωτοελλαδικού οικισμού και μάλιστα οχυρωμένου, έτσι ώστε να δοθεί ξεκάθαρη εικόνα για τη ζωή μιας μικρής πόλης από την αρχαιότερη περίοδο τής Εποχής τού Χαλκού και κυρίως το πολεοδομικό της σχέδιο.

Αναφορικά με τις οικίες παρατηρείται γενικά ότι είναι μικρές (κάτι που εξηγείται εύκολα λόγω τής στενότητας τού χώρου στην ακρόπολη), αυτοτελείς και ανεξάρτητες, γενικά με ευθύγραμμες κατόψεις και κατά βάση μεγαροειδείς (σ.σ. δηλαδή δεν αποτελούνταν από έναν χώρο αλλά από περισσότερα, εν προκειμένω από δύο δωμάτια). Διότι τα κύρια συστατικά των πιο σπουδαίων από αυτές, ήτοι των οικιών Α και Ε, είναι: ο τετράγωνος θάλαμος με εντός του μικρή εστία, ο στενός πρόδρομος και η υποτυπώδης αίθουσα μεταξύ παραστάδων, οι οποίες ενίοτε επεκτεινόμενες περιβάλλουνε την αυλή τής οικίας, στην οποία άλλοτε υπάρχει «ιπνός» (σ.σ. φούρνος ή κλίβανος) άλλοτε «βόθρος» (σ.σ. λάκκος στο έδαφος για πλύσιμο ρούχων).

Τα δωμάτια επικοινωνούνε μέσω πορτών, οι οποίες είναι τοποθετημένες η μια πίσω από την άλλη, όχι όμως κατά τον άξονα, αλλά πιο κοντά στο άλλο τοίχο. Οπωσδήποτε αυτή η επιμονή τής τυπικής αυτής διάταξης και μορφής των επιμέρους στοιχείων τής οικίας, η οποία καταφανώς θυμίζει το μυκηναϊκό μέγαρο, μαρτυρά την ύπαρξη ενός παραδεκτού αρχιτεκτονικού τύπου, τις πρώτες αρχές τού οποίου βρίσκουμε στα νεολιθικά μέγαρα, τη συνέχεια δε και την ολοκλήρωση στον κύριο πυρήνα των μυκηναϊκών ανακτόρων. Διότι και του μυκηναϊκού ανακτόρου τα κύρια στοιχεία είναι ο τετράγωνος θάλαμος (η αίθουσα τού θρόνου), ο στενός πρόδρομος και η μεταξύ των παραστάδων αίθουσα δώματος, μπροστά από την οποία ανοίγεται η κεντρική αυλή. Οι μεγάλες διαστάσεις των μυκηναϊκών μεγάρων, και νεολιθικών όπως του Διμηνιού και του Σέσκλου, καταστήσανε αναγκαία την χρήση κιόνων για την υποστήριξη τής στέγης, κάτι που βέβαια ήτανε περιττό στις μικρές πρωτοελλαδικές οικίες τού Ασκηταριού.

Στις οικίες Α και Ε οι παραστάδες τής πρόσοψης είναι πραγματικά υποτυπώδεις. Αφενός της οικίας Α η μια έχει μήκος 1,5 μ. ενώ η άλλη πολύ μικρότερο, γιατί διακόπτεται από το θύρωμα (σ.σ. κούφωμα), κατόπιν δε επεκτείνεται και κυρτώνεται για να περιλάβει και τον ίπνον αφετέρου της οικίας Ε μόλις 50 εκ., αλλά το τέλος της υπογραμμίζεται από αντίστοιχη εγκοπή τού πλακόστρωτου δαπέδου. Και εδώ οι παραστάδες φαίνονται κατά κάποιο τρόπο να προεκτείνονται με πολύ λεπτό τοίχο, ο οποίος περιβάλλει την υπαίθρια αυλή. Ο τοίχος τής αυλής διαφέρει, είναι χαμηλότερος από τους τοίχους τής οικίας και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Το διάγραμμα τής οικίας Γ παρουσιάζεται λίγο διαφορετικό. Και σε αυτή ο τετράγωνος θάλαμος και ο στενός διάδρομος είναι τα κύρια δωμάτια, η μπροστά τους όμως αίθουσα κλείνεται μπροστά με τοίχο, επειδή παρεμβάλλεται άλλη οικία (Θ) και η είσοδος είναι πλάγια. Αλλά είναι προφανές, νομίζω, εδώ ότι την αλλαγή την επέβαλε η γειτνίαση με την παρακείμενη οικία, με την οποία συνδέεται όχι με μεσοτοιχία αλλά με ξεχωριστούς τοίχους. Η συνήθεια αυτή, η χρήση δηλαδή διπλών τοίχων μεταξύ παρακείμενων οικιών, είναι χαρακτηριστική τού Ασκηταριού.

Άλλη σπουδαία διαπίστωση είναι η ύπαρξη μόνιμων εστιών μες στους θαλάμους των οικιών και μάλιστα στο κέντρο τού δωματίου (οικίες Ε και Ζ). Ως μόνιμη θέση για το άναμμα τής φωτιάς στη μεν οικία Ε χρησιμοποιούταν επίμηκες πεταλόσχημο πλαστήρι, το οποίο βρέθηκε μπηγμένο στο δάπεδο, στη δε οικία Ζ κυκλικό τηγάνι, επίσης μπηγμένο στο δάπεδο. Ο θάλαμος τής οικίας Α ήτανε κατ’ εξαίρεση λιθόστρωτος, αλλά επειδή το μισό τού δαπέδου δεν σώζεται, η θέση τής εστίας δεν είναι βέβαιη. Από τις υπόλοιπες οικίες μόνον η οικία Θ ανασκάφτηκε τελείως, το διάγραμμα της οποίας φαίνεται διάφορο των υπόλοιπων. Άλλα μικρότερα δωμάτια, βοηθητικοί χώροι κ.λπ. φαίνονται ανώμαλα, με τοίχους λοξούς ή κυρτούς· αποφράξεις μάλιστα στις πόρτες, διασκευές και προσθήκες είναι συνηθισμένες στις οικίες τής ακρόπολης, οι οποίες φαίνεται πως καλύπτουνε μακρά περίοδο, όπως αποδεικνύεται και από τις πολλές αλλεπάλληλες στρώσεις των δαπέδων.

Τέλος, στη νοτιοδυτική πλευρά τής ακρόπολης και κοντά στα τείχη ανασκάφθηκε το σωζόμενο μισό μικρού πεταλόσχημου κτίσματος, ενώ κατά τη δοκιμαστική εκσκαφή στη θέση «Σκαλοπάτι», που απέχει 500 περίπου μ. δυτικά από την ακρόπολη, αποκαλύφτηκε το λάξευμα θεμελίων αψιδωτής καλύβας που περιέχει εστία και πλήθος θραυσμάτων πρωτοελλαδικών ΙΙΙ αγγείων. Η καλύβα δεν ήταν λιθόκτιστος αλλά από πλίνθους ή κλαδιά. Όμοια δε ευτελή κτίσματα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχανε αρκετά γύρω από την ακρόπολη, χρησιμοποιούμενα ίσως από ποιμένες ή ως εργαστήρια του οικισμού και πρόσκαιρες αποθήκες. 

16 Οκτωβρίου 2024

Haiku (2) [Jack Kerouac]


Late afternoon – 
         the lake sparkle 
Blinds me

Προς το λιόγερμα
Η λίμνη λαμποκοπά
Τυφλώνοντάς με


Reflected upside down
         in the sunset lake, pines, 
Pointing to infinity

Καθώς αντανακλώνται ανάποδα, τα πεύκα στη λίμνη, την ώρα τής δύσης, σημαδεύουνε προς το άπειρο.


Πηγή: terebess.hu.

14 Οκτωβρίου 2024

[στο λόφο Gellért, στη Βουδαπέστη, 12.10.2024]

Η ιστορία τής Ουγγαρίας, αυτή που αφορά το σύγχρονο κράτος των Μαγυάρων – Ούγγρων, ξεκινά από τα τέλη τού 9ου μ.Χ. αι. όταν τα νομαδικά φύλλα των Ογούρων, μετά από πολεμικές συγκρούσεις με τους βούλγαρους, υποχρεωθήκανε να μεταναστεύουνε, από τις στέπες βόρεια / βορειοανατολικά τού Εύξεινου Πόντου, δυτικά και να εγκατασταθούνε στην ευρύτερη περιοχή τής Παννονίας. Παννονία ονομαζόταν η αρχαία περιοχή τής σημερινής Ουγγαρίας με τμήματα όμορων χωρών όπως: Σερβία, Κροατία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Σλοβενία και Σλοβακία, στην οποία η παρουσία τού ανθρώπου είναι αδιάλειπτη από τα προϊστορικά χρόνια ενώ προτού τους Ούγγρους είχε κατοικηθεί από Κέλτες, Ρωμαίους, Γερμανούς, Ούνους, σλάβους και Άβαρους.
Ο δισέγγονος τού Άρπαρντ (σ.σ. ο Άρπαρντ ήταν ο επικεφαλής των νομάδων κατά τη μετακίνησή τους δυτικά) Στέφανος ο Α’, ήταν αυτός που γύρω στο 1000 μ.Χ., αφού επικράτησε του επικεφαλής των παγανιστών Κόπανι, μετάτρεψε το κράτος του σε χριστιανικό βασίλειο και θεωρείται ως ο πρώτος βασιλιάς του. Αργότερα αγιοποιήθηκε από την καθολική εκκλησία. 
Πρώτος χριστιανός επίσκοπος στην Ουγγαρία ήταν ο Gellért (εφεξής Γκέλλερτ), ο οποίος σύμφωνα με μύθους και ιστορικά στοιχεία, για τα οποία υπάρχουνε και αμφισβητήσεις, θανατώθηκε, το 1046 μ.Χ. από επαναστατημένους Ούγγρους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον έριξαν από το σημερινό ομώνυμο λόφο.
Αυτά τα ελάχιστα επιγραμματικά είναι απαραίτητα προτού δούμε τις λίγες εικόνες, που ακολουθούν, από το λόφο Γκέλλερτ.

Ο λόφος Γκέλλερτ, ο οποίος είναι ένας, ο πιο εντυπωσιακός πάντως, από μια σειρά λόφων, από δολομίτη, δυτικά τού Δούναβη, στη Βούδα. Εξ αιτίας τής μακροχρόνιας δράσης πηγαίων καυτών ιαματικών νερών έχει διαβρωθεί πολύ έντονα και στο εσωτερικό του υπάρχουνε πολλά σπήλαια. Μάλιστα ένα από αυτά αποκαλύφτηκε τυχαία, το 2007, κατά τη διάρκεια ανασκαφής.

Μετά το θάνατο τού επισκόπου Γκέλλερτ, ο λόφος αποτέλεσε για αιώνες πηγή έμπνευσης μύθων για μάγισσες, ξωτικά κ.λπ.   
Τον 18ο αιώνα στις πλαγιές του υπήρχαν αμπελώνες και η συνοικία Tabán (σήμερα δεν υπάρχει), στους πρόποδες του, ήτανε σημαντικό κέντρο οινοποιίας.
Το 1820 μ.Χ., στην κορυφή του χτίστηκε ένας μικρός γολγοθάς, στον οποίο τη Δευτέρα τού Πάσχα ανέβαινε πομπή για να γιορτάσει την ανάσταση τού Χριστού.
Μετά την ουγγρική εξέγερση τού 1849-9, οι Αψβούργοι, χρησιμοποιώντας καταναγκαστικούς Ούγγρους εργάτες έχτισαν (ολοκληρώθηκε το 1854) στην κορυφή του κάστρο σε σχήμα U, τη Citadella, καθώς κρίθηκε ως ιδανικό μέρος για μελλοντικό βομβαρδισμό τής Βούδας και της Πέστης σε περίπτωση άλλης εξέγερσης. Μετά τη συμφωνία συμβιβασμού μεταξύ Αυστριακών και Ούγγρων, το 1867, οι Ούγγροι απαιτήσανε να φύγουν οι αυστριακοί στρατιώτες, οι οποίοι όμως φύγανε το 1897. Το 1899 οι Ούγγροι γκρεμίσανε την πύλη και το 1900 τα τείχη.
Οι ναζί, στα χρόνια τού Β’ΠΠ, χρησιμοποιήσανε το λόφο, τη Citadella και τις σπηλιές μεταξύ των οποίων ανοίξανε στοές επικοινωνίας.
Μετά το τέλος τού Β’ΠΠ. οι σοβιετικοί έστησαν, στην κορυφή τού λόφου, νοτιοανατολικά τής Citadella, μνημείο για να τιμήσει τη νίκη τους στον Β’ΠΠ, το Άγαλμα τής Ελευθερίας. Μετά την κατάρρευση τού σοβιετικού μπλοκ, οι Ούγγροι συστηματικά αποφεύγουνε να αναφέρονται στους σοβιετικούς ως κατασκευαστές τού μνημείου αυτού και το αναφέρουνε γενικά ως Άγαλμα τής Ελευθερίας. Προτού αυτό το κρίνουμε αρνητικά, ας λάβουμε υπόψη μας ότι το 1956, κατά την εργατική Ουγγρική Επανάσταση, από το χώρο της Citadella, τα σοβιετικά τανκς βομβαρδίσανε την πόλη και τους επαναστατημένους εργάτες.

Ακολουθούνε λίγες εικόνες από τη σύντομη διαδρομή, την οποία ακολούθησα το πρωινό τής 12ης Οκτώβρη 2024.

Ο λόφος, από νοτιοανατολικά, από τη γέφυρα Ελευθερίας:


















Το ξενοδοχείο Gellért, στο χώρο τού οποίου λειτουργούνε θερμά ιαματικά λουτρά:



















Το Σπήλαιο – Ναό. Η σύγχρονη ιστορία του ξεκινά τον 19ο αι. όταν το σημερινό Σπήλαιο – Ναός Γκέλλερτ κατοικήθηκε από μια φτωχή οικογένεια, που έχτισε το σπίτι της στην είσοδό του, κάτι που καταγράφεται σε πίνακα τού 1860 μΧ., του Mihály Mayr και σε μια φωτογραφία τού 1877, του György Klösz. Η είσοδος του διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1920 από μια ομάδα μοναχών τού Τάγματος τού Οσίου Παύλου με βάση παρόμοιες πέτρινες κατασκευές στη Λούρδη τής Γαλλίας, υπό τον αρχιτέκτονα Κάλμαν Λουξ, καθηγητή στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο τής Βουδαπέστης. Την περίοδο 1926 – 1951 λειτούργησε ως παρεκκλήσι και μοναστήρι ενώ οι ναζί το χρησιμοποιήσανε ως στρατιωτικό τους νοσοκομείο. Το 1945, ο Σοβιετικός Στρατός κατέλαβε τη Βουδαπέστη και το 1951, η Αρχή Προστασίας τού Κράτους σφράγισε το σπήλαιο, καταδίκασε σε θάνατο τον ηγούμενο τού μοναστηριού, Ferenc Vezér, και σε δέκα χρόνια φυλάκιση τους υπόλοιπους μοναχούς, ως συνεργάτες τού Βατικανού. Άνοιξε πάλι μετά την πτώση τού σοβιετικού καθεστώτος, στις 27.08.1989 και εκτός από χώρος λατρείας χρησιμοποιείται και ως μουσείο. Στη βεράντα μπροστά βρίσκεται άγαλμα τού Στεφάνου Α’. Κάτω και βόρεια από το Σπήλαιο, στο ύψος τού σημερινού ασφαλτόδρομου, υπάρχει ένα μοναστήρι σκαλισμένο στο βράχο και διακοσμημένο με νεογοτθικούς πυργίσκους. Το περιτείχισμά του είναι επίμηκες. Εικόνες από αυτό στο τέλος τής παρούσας ανάρτησης.




















Το χώρο και το άγαλμα με το κεφάλι τού υποψήφιου για νόμπελ το 1935, συγγραφέα Szabó Dezső. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονο εθνικισμό, αγάπη στον αγροτικό ουγγρικό τρόπο ζωής, αντισημιτισμό, αντιγερμανισμό και αντισοβιετισμό. Σκοτώθηκε το 1956 κατά τη σοβιετική εισβολή.:
























Η διαδρομή προς την πεπλατυσμένη κορυφή τού λόφου, όπου λόγω εργασιών η πρόσβαση δεν είναι εφικτή:
η γέφυρα Ελευθερίας


οι γέφυρες Ελισάβετ και στο βάθος η Αλυσιδωτή


      




















Προς και στο χώρο τού αγάλματος τού επισκόπου Γκέλλερτ:






















Ένας τεχνητός καταρράκτης:  



























Μια σπηλιά και το περιτείχισμα τού μοναστηριού που αναφέρθηκε νωρίτερα:







  


















Οι ανωτέρω πληροφορίες από διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και ιδίως τη Wikipedia. 

11 Οκτωβρίου 2024

Origin of Strawberries [Cherokee]


Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΦΡΑΟΥΛΩΝ

Όταν ο κόσμος ήτανε νέος, υπήρχαν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ήταν ευτυχισμένοι, αλλά μετά τσακώθηκαν. Τελικά η γυναίκα άφησε τον άντρα και άρχισε να απομακρύνεται προς τη Γη τού Ήλιου, τη Γη τής Ανατολής. Ο άντρας ακολούθησε. Ήτανε λυπημένος, αλλά η γυναίκα συνέχιζε να προχωρά χωρίς να κοιτάζει πίσω.
Τότε ο Ήλιος, ο μεγάλος Κριτής, λυπήθηκε τον άντρα και του είπε:
«Είσαι ακόμα θυμωμένος με τη γυναίκα σου;»
«Όχι», απάντησε ο άντρας.
Ο Ήλιος είπε: «Θα ήθελες να επιστρέψει κοντά σου;"
«Ναι», απάντησε ο άντρας.
Έτσι ο Ήλιος έφτιαξε μια μεγάλη έκταση με μύρτιλα που την έριξε μπροστά στο δρόμο τής γυναίκας. Τα προσπέρασε χωρίς να τους δώσει σημασία. Τότε ο Ήλιος έφτιαξε μια συστάδα με θάμνους βατόμουρων και την έριξε μπροστά στο δρόμο της. Η γυναίκα συνέχισε να περπατά. Κατόπιν ο Ήλιος δημιούργησε μια όμορφη αλέα με μουριές που στεκόντουσαν δίπλα στο μονοπάτι. Ωστόσο, η γυναίκα συνέχισε να περπατά.
Έτσι ο Ήλιος έφτιαξε άλλα φρούτα και σπόρους, αλλά η γυναίκα αδιαφορούσε για αυτά.
Στη συνέχεια, ο Ήλιος δημιούργησε μια μεγάλη έκταση με όμορφες ώριμες φράουλες. Ήταν οι πρώτες φράουλες. Όταν τις είδε η γυναίκα, σταμάτησε να μαζέψει μερικές. Καθώς τις μάζευε, γύρισε το πρόσωπό της προς τη δύση. Τότε θυμήθηκε τον άντρα. Γύρισε και πάλι προς τη Γη τού Ήλιου, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.
Τότε, η γυναίκα μάζεψε μερικές από τις φράουλες και ξεκίνησε προς τα πίσω στο μονοπάτι της, αντίθετα από τη Γη τού Ήλιου. Έτσι τη συνάντησε ο άντρας της και επιστρέψανε μαζί.


ORIGIN OF STRAWBERRIES

When the world was new, there was one man and one woman. They were happy; then they quarreled. At last the woman left the man and began to walk away toward the Sunland, the Eastland. The man followed. He felt sorry, but the woman walked straight on. She did not look back.
Then Sun, the great Apportioner, was sorry for the man. He said,
"Are you still angry with your wife?"
The man said, "No."
Sun said, "Would you like to have her come back to you?"
"Yes," said the man.
So Sun made a great patch of huckleberries which he placed in front of the woman's trail. She passed them without paying any attention to them. Then Sun made a clump of blackberry bushes and put those in front of her trail. The woman walked on. Then Sun created beautiful service-berry bushes which stood beside the trail. Still the woman walked on.
So Sun made other fruits and berries. But the woman did not look at them.
Then Sun created a patch of beautiful ripe strawberries. They were the first strawberries. When the woman saw those, she stopped to gather a few. As she gathered them, she turned her face toward the west. Then she remembered the man. She turned to the Sunland but could not go on. She could not go any further.
Then the woman picked some of the strawberries and started back on her trail, away from the Sunland. So her husband met her, and they went back together.

10 Οκτωβρίου 2024

We play at Paste [Emily Dickinson]

Δουλεύουμε τα Στρας –
Μέχρι να είμαστε ικανοί για Μαργαριτάρια –
Τότε, τα Στρας παρατάμε –
Και μας θεωρούμε ανόητους –

Οι Μορφές – ωστόσο – είναι παρόμοιες –
Και τα νέα μας Χέρια –
Μάθανε χειρισμό για Κοσμήματα
Εξασκούμενα με Γυαλιά
    

We play at Paste –
Till qualified, for Pearl –
Then, drop the Paste –
And deem ourself a fool –

The Shapes – though – were similar –
And our new Hands
Learned Gem Tactics –
Practicing Sands

320


08 Οκτωβρίου 2024

[στη Δίοδο Πορτίτσας, 06.10.2024]

Σε πρόσφατη ανάρτηση είχε γίνει αναφορά για το «τείχος», το οποίο δημιουργεί η συνεχόμενη διάταξη των κακοτράχαλων ορεινών όγκων από το Μαύρο όρος, νότια τού Δερβενίου Κορινθίας, μέχρι τον Κτενιά, δυτικά των Μύλων Λέρνης Αργολίδας, το οποίο, προκειμένου να πραγματοποιούνται οι μετακινήσεις των ανθρώπων: εμπορικές, ταξιδιωτικές, στρατιωτικές κ.λπ., εκτός από τα βατά παραθαλάσσια περάσματα στο Δερβένι Κορινθίας (Δερβένι < τούρκικο ντερβέν: στενή διάβαση) και του Αχλαδόκαμπου απαιτεί την κατασκευή δρόμων μέσ’ από κακοτράχαλα και δύσβατα μέρη, 
Στα σύγχρονα χρόνια αυτό λύθηκε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες με την κατασκευή τής Σήραγγας τού Αρτεμισίου ενώ στα παλαιότερα μέσω της κατασκευής αμαξηλατών δρόμων, πάνω στα βραχώδη βουνά και τα διάσελά τους, κάτι που μόνο εύκολο δεν ήταν.
Στα αρχαία χρόνια, από τις περιοχές Κορινθίας και Αργολίδας προς την Αρκαδία και τη νότια Πελοπόννησο υπήρχανε τρεις τέτοιοι δρόμοι (βλέπε κατωτέρω, αναλυτικό κείμενο από την ιστοσελίδα του χωριού Σάγκας). Στην παρούσα ανάρτηση παρουσιάζονται εικόνες από το πέρασμα «Δίοδος Πορτίτσας», του ενός εξ αυτών, το οποίο πέρασμα βρίσκεται ψηλά, πάνω στο διάσελο, μεταξύ των ορεινών όγκων: Λύρκειο (βόρειά του) και Αρτεμίσιο (νότιά του), πάνω από τα χωριά Σάγκας Αρκαδίας και Νεοχώρι Αργολίδας (σ.σ. τα τρέχοντα διοικητικά σύνορα Αργολίδας και Αρκαδίας, στην περιοχή, ακολουθούνε την κορυφογραμμή – γενικά τα σημερινά διοικητικά σύνορα Κορινθίας, Αργολίδας και Αρκαδίας περνάνε από κορυφές ή και κορυφογραμμές των ανωτέρω ορεινών όγκων του «τείχους») και μόλις 450 με 500 μ. σε ευθεία, δυτικά / βορειοδυτικά από τη Σήραγγα Αρτεμισίου.
Δεδομένου τού σημείου και της εποχής που ανοίχτηκε, πρόκειται για μια εντυπωσιακή κατασκευή. Ένα όρυγμα, μήκους 22 μ., βάθους μέχρι και 6 μ. και πλάτους που φτάνει τα 5 μ., σκαμμένο στα 1.100 μ. υψόμετρο, εγκάρσια στην απόκρημνη βραχώδη κορυφογραμμή, η οποία στο σημείο θυμίζει ασβεστολιθικό λέπι.

Για να ανέβη κανείς θα πρέπει να ακολουθήσει
-ή τη διαδρομή τού σύγχρονου «Σπάρταθλου Δρόμου», από το χωριό Σάγκας, η οποία ανεβαίνει τις «Κλίμακες Παυσανία» (πρόκειται για τον αρχαίο δρόμο ο οποίος ανέβαινε από τη Μαντινεία, στο υπόψη διάσελο, περνούσε από τη «Δίοδο Πορτίτσας» και προτού κατέβη στην Αργολίδα έφευγε βόρεια, ψηλά στις πλαγιές τού Λύρκειου όρους, μέχρι τη θέση αρχαίου πύργου με φρυκτωρία, περί τα 3 χλμ. βόρεια, κοντά στο σημερινό εκκλησάκι Αγ. Δημητρίου, νοτιοδυτικά στο χωριό Κεφαλόβρυσο),
-ή τη διαδρομή τού σύγχρονου «Σπάρταθλου Δρόμου», αλλά από την άλλη πλευρά: αρχικά το χωματόδρομο και μετά εξαιρετικό μονοπάτι, ο οποίος ξεκινά από το πέταλο τού δρόμου – υπάρχουνε σημάδια πάνω στο δρόμο – που έρχεται από Νεοχώρι ή Καπαρέλι και πάει στο Κεφαλόβρυσο,                                             
-ή το μονοπάτι (δεν γνωρίζω σε τι κατάσταση βρίσκεται), στα χνάρια τού αρχαίου δρόμου, που έρχεται από το εκκλησάκι Αγ. Δημητρίου και τη θέση τού αρχαίου πύργου που αναφέρθηκε νωρίτερα.  

Το σε παραμυθένιο τοπίο πρωινό τής Κυριακής 6 Οκτώβρη 2024, ακολουθήσαμε τη δεύτερη από τις ανωτέρω διαδρομές (έχει σημειωθεί στο χάρτη από τη wikimapia, όπου έχει ενσωματωθεί και χάρτης από το google earth όπου με αστεράκι έχει σημειωθεί η θέση τής «Διόδου Πορτίτσας»): 



























Ακολουθούν εικόνες από τη διαδρομή (όχι με τη χρονολογική σειρά που ληφθήκανε):

Πανοραμική λήψη από το σημείο που ξεκινήσαμε. Χοντρικά, αριστερά των δύο πυλώνων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ξεκινά το Αρτεμίσιο όρος και δεξιά το Λύρκειο. Το πέρασμα / όρυγμα «Δίοδος Πορτίτσας» βρίσκεται περί τα 260 μ. σε ευθεία από τους πυλώνες, προς τα νότια (αριστερά):













Από το υπέροχο πολύ ανηφορικό μονοπάτι προς το διάσελο, που είναι μέρος τής διαδρομής τού «Σπάρταθλου Δρόμου» (σ.σ. οι αθλητές τού Σπάρταθλου Δρόμου, που ξεκινά από την Ακρόπολη και καταλήγει στη Σπάρτη, και καλούνται σε λιγότερο από 36 ώρες να καλύψουνε 246,8 χλμ., ανεβαίνοντας από μέρη όπως αυτό, αξίζουν απεριόριστο σεβασμό.):























Στην επόμενη, στο κέντρο τής εικόνας διακρίνεται ένας λόφος, που φτάνει τα 702 μ. υψόμετρο και στην πεπλατυσμένη κορυφή του υπάρχουν ερείπια κάστρου των πρώτων βυζαντινών χρόνων. Στο υπόψη κάστρο (το Παλαιόκαστο) είχανε καταφύγει, όπου δημιουργήσανε σημαντικό οικισμό, οι αρχαίοι Έλληνες / κάτοικοι τής περιοχής για να γλυτώσουν από την κάθοδο των σλάβων που κατακλύσανε την Πελοπόννησο μετά τον 7ο μ.Χ. αι.:


















Από το διάσελο. Στη δεύτερη εικόνα, πίσω από το εκκλησάκι Πρ. Ηλία διακρίνεται το Λύρκειο όρος και σε πρώτο πλάνο οι «Κλίμακες Παυσανία». Πρόκειται για τις σε πιο ψηλό υψόμετρο. Δεν συνεχίσαμε παρακάτω μιας και μες στην πυκνή ομίχλη διακρίναμε προς τα κάτω κοπάδι βοοειδών να βόσκει ελεύθερα. Δεν θελήσαμε να τα τρομάξουμε. Έτσι κι αλλιώς ο στόχος μας ήτανε νοτιότερα στην κορυφογραμμή και επίσης οι κατάντη λιθογραμμές οριοθέτησης και στήριξης τού αρχαίου δρόμου είναι επανάληψη τού ίδιου μοτίβου.:











































































Από τη «Δίοδο Πορτίτσας», στην οποία οδηγεί ένα ασαφές και μη σηματοδοτημένο μονοπάτι περί τα 260 μ. από τους πυλώνες (σ.σ. στην τελευταία με τους Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο, αριστερά, και Χρήστο Καραμήτσο, στο μέσο):






































---

Το κατωτέρω κείμενο από: www.saga.gr

Κλίμαξ Παυσανία και δίοδος Πορτίτσας.

Σύμφωνα με τα πορίσματα μακροχρόνιας έρευνας του Αρχαιολόγου Δρ. Γ.Α. Πίκουλα στις περιοχές Λακωνίας Μαντινείας Αργολίδας Κορινθίας αλλά και την σχετική Βιβλιογραφία από άλλους Έλληνες και ξένους ερευνητές αυτών των περιοχών, το φαινόμενο «αμαξήλατος οδός» στην αρχαιότητα ξεφεύγει από τον απλό καθορισμό μιας διαδρομής και άπτεται γενικότερων θεμάτων και προβληματισμών.

Ο Δρ. Γ.Α. Πίκουλας στο βιβλίο του «Αρχαίο Οδικό δίκτυο στην Πελοπόννησο» μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Είναι κοινής αποδοχής η άποψη ότι στον Αρχαίο κόσμο το οργανωμένο «διακρατικό» οδικό δίκτυο απαιτεί πάνω απ’ όλα μια ισχυρή συγκεντρωτική εξουσία. Είναι αυτή, που θα επωμισθεί την πραγματοποίηση και συντήρηση του δικτύου, αποβλέποντας στην άμεση εξυπηρέτηση των κάθε μορφής αναγκών επικοινωνίας. Το παράδειγμα της Περσίας στην Ασία και της Ρώμης στο Μεσογειακό κόσμο είναι η πειστικότερη απάντηση. Και οι δύο εξουσίες διέθεταν αξιοθαύμαστο, σε πυκνότητα και ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών, οδικό δίκτυο, που κάλυπτε όχι μόνο την εκάστοτε επικράτεια τους, αλλά εξυπηρετούσε έναν πολύ ευρύτερο όμορο χώρο.

Στην περίπτωση του ελλαδικού χώρου μόνον η Πελοπόννησος μπορεί να παραβληθεί, από κάθε άποψη, επάξια προς την Περσία και τη Ρώμη. Ποια ήταν όμως η ισχυρή συγκεντρωτική εξουσία, που θα ξεπερνούσε τις τόσο συνήθεις έριδες των πόλεων κρατών, ώστε να πραγματοποιήσει κοινό οδικό δίκτυο στον ευρύτερο χώρο της Πελοποννήσου; Η διάνοιξη λόγου χάριν της οδού της Κλίμακος, έργο πρωτόγνωρο, απαιτούσε τη συναίνεση τουλάχιστον της Μαντινείας και του Αργούς. Ασφαλώς θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η Σπάρτη είχε τη δύναμη και την πυγμή να επιβάλλει τη διάνοιξη της συγκεκριμένης διόδου στη συνέχεια όμως είχε την ανάγκη να συγκατανεύσουν οι όμοροι, ώστε να εξασφαλιστεί η διατήρηση και συντήρηση της οδού.

Ούτε πρέπει να υποθέσουμε ότι, επειδή επρόκειτο για μείζον κοινωφελές έργο, οι διενέξεις των αντιπάλων θα το άφηναν αλώβητο, όταν σε περιόδους εξάρσεως δεν υπήρχε σεβασμός για τίποτα, ούτε καν για χώρους ιερούς και άσυλα, παρότι, δεν υπήρχαν και μεγάλες δυνατότητες δολιοφθοράς μιας οδού. Η Σπάρτη πάντως, όπως τη γνωρίζουμε να έχει εδραιωθεί τον 6ο π.Χ. αιώνα και το επιγραμματικό χωρίο του Θουκυδίδη (Ι 10,2) είναι αποκαλυπτικό, είχε τη δύναμη να πραγματοποιήσει μιας τέτοιας κλίμακας οδικό δίκτυο, ή πιο σωστά ήταν η μόνη που μπορούσε.

Την αναγκαία πάντως συναίνεση, που επιζητούσε το όλον έργο από φίλιες και πολέμιες επικράτειες, θεωρείται ότι την βρήκε η Σπάρτη στα πλαίσια της Πελοποννησιακής Συμμαχίας της. Η Πελοποννησιακή Συμμαχία από τα μέσα περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα απετέλεσε τον εκφραστή της εξωτερικής πολιτικής της Σπάρτης, ενώ παρέσχε, σχεδόν έως τον Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο, μια ειρηνική περίοδο σχετικής ηρεμίας και αναντίρρητης ακμής. Έτσι, λοιπόν, η Πελοποννησιακή Συμμαχία, με κινητήρια δύναμη τη Σπάρτη, ήταν η ισχυρή συγκεντρωτική εξουσία, που πραγματοποίησε τις τόσες αμαξήλατους διανοίξεις στον ευρύτερο χώρο της Πελοποννήσου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ίδια η Σπάρτη διέθετε οδικό δίκτυο εκπληκτικής πυκνότητας, ή ότι υπεύθυνη για αυτό ήταν ανώτατη πολιτειακή αρχή, οι Βασιλείς. (Ηρόδοτος VI 57,4).

Όταν λοιπόν εξαίρεται η δυνατότητα της Σπάρτης να μεταφέρει τάχιστα το στρατό της, όπου χρειασθεί, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η αξιοθαύμαστη ευχέρεια στρατιωτικών κινήσεων οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στο οδικό της δίκτυο, και όχι μόνον στην πειθαρχία και στην ευψυχία των ανδρών της. Επιπλέον η τεχνογνωσία υπήρχε, εάν κρίνουμε από ένα συναφές έργο, περίπου της ίδιας εποχής ή και παλαιότερο, τον Δίολκο της Κορίνθου.

Σύμφωνα με τα παραπάνω ο στρατιωτικός χαρακτήρας των «αμαξήλατων οδών» είναι πασιφανής. Θα μπορούσε δε επιγραμματικώς να διατυπωθεί ότι προηγήθηκαν οι στρατιώτες και ακολούθησαν οι έμποροι. Δεν υπήρχε άλλωστε η δυνατότητα να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία τέτοιας κλίμακας έργα. Ήταν όμως πάντοτε έτοιμη να τα εκμεταλλευθεί, προσπορίζοντας ίδια κέρδη.

Προφανώς υπήρχαν ατραποί μονοπάτια και αμαξήλατοι διανοίξεις στην Αργολιδοκορινθία, όπως και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, πολύ πριν τον 6ο π.Χ. αιώνα. Ο πρώτος δρόμος ήταν προφανώς μια πολυπατημένη διαδρομή, ένα μονοπάτι δηλαδή, πρώτα για τον άνθρωπο και πολύ αργότερα για το εξημερωμένο οικόσιτο υποζύγιο του. Η πρώτη μορφή δρόμου, που είναι ταυτόχρονα και η απλούστερη εκδοχή του, είναι αυτή που έμεινε αναλλοίωτη διαχρονικώς έως σήμερα, γιατί ήταν και είναι ανεξάρτητη από την οποιαδήποτε επέμβαση στο έδαφος, ακολουθώντας τις επιταγές του εδαφικού ανάγλυφου.

Το ίδιο διάσελο δηλαδή του Λύρκειου, του Αρτεμισίου, χρησιμοποίησε ο κυνηγός των νεολιθικών χρόνων, ο υλοτόμος της αρχαϊκής εποχής, ο Κολοκοτρώνης κατά των Τούρκων, ο αντάρτης το 1943-44 κατά των Γερμανών, το ίδιο και ο σημερινός ορειβάτης. Στην Πελοποννησιακή Συμμαχία όμως αποδίδονται οι νέες διανοίξεις, βελτιώσεις των ήδη υπαρχουσών, αναγκαία τεχνικά έργα, όπως γέφυρες και αναλήμματα, και ό,τι άλλο αποσκοπούσε στην οργάνωση και εύρυθμη λειτουργία του δικτύου. Η διάνοιξη για παράδειγμα της διόδου της Κλίμακος και η μετατροπή της σε αμαξήλατο δεν είναι τυχαίο ότι έχει επισημανθεί πολύ κοντά παλαιότερη προσπάθεια διάνοιξης ατραπού είναι έργο που προσγράφεται στην Πελοποννησιακή Συμμαχία.

Αναμφίβολα τα μετέπειτα χρόνια, επί Ρωμαιοκρατίας, πρέπει να υποθέσουμε ότι εγίνοντο κάποια έργα μόνον συντήρησης που αποσκοπούσαν στην επάρκεια του οδικού δικτύου. Μαντινεία και Αργολιδοκορινθία δεν απετέλεσαν εξαίρεση στο γενικό κανόνα. Όπως και η υπόλοιπη νότια Ελλάδα, ως μέρος μιας απόμακρης επαρχίας, δεν γνώρισαν οι περιοχές αυτές νέες διανοίξεις αμαξήλατων οδών. Δεν πρέπει επιπλέον να μας διαφεύγει ότι οι Ρωμαϊκές διανοίξεις οδών εξυπηρετούσαν πρωτίστως την απρόσκοπτη μεταφορά των λεγεωνών και η νότια Ελλάδα βρισκόταν πολύ μακριά από τα ευπαθή σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η μόνη μαρτυρημένη διάνοιξη είναι αυτή του Αδριανού στις Σκιρωνίδες, τη σημερινή Κακιά Σκάλα, καθ' οδόν για την Κόρινθο (Παυσανίας Ι 44,6). Παρέμεινε λοιπόν σε χρήση το παλαιότερο οδικό δίκτυο, συχνά παραμελημένο και ασυντήρητο, ακόμη και όταν επρόκειτο για κύριους άξονες, όπως αυτός της δια Κλίμακος. Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά αναφέρει συγκεκριμένα για την κατάσταση της κλίμακος «...είχε αύτη βασμίδας ποτέ εμπεποιημένας...» ήταν δηλαδή τις ημέρες του υπό εγκατάλειψη, όπως ρητά δηλώνει ο επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου ποτέ.

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά (III 6,4 II 24,57) (σελίς 189-192) αναφέρει τρεις άξονες για την σύνδεση του Αργούς με την Μαντινεία Αρκαδία. Από βορράν προς νότο οι άξονες είναι: α) δια της Κλίμακος β) του Πρίνου γ) του Τρόχου, αντίστοιχα δηλαδή δύο για την Μαντινεία και μία για την Τεγέα, τα δυο μεγάλα οικιστικά κέντρα της Ανατολικής Αρκαδίας.

Η οδός της Κλίμακος άφηνε το Αργός στις πύλες της Δειράδος, τις νεώτερες Πορτίτσες, και διασχίζοντας την κοιλάδα του Ινάχου, μ' ενδιάμεσο σταθμό τη Λυρκεία, την εγκατέλειπε στις Ορνεές για να ανέβει προς δυσμάς από την, αμέσως βορειότερα και παράλληλη με την του Ινάχου, κοιλάδα του ρέματος του Κεφαλόβρυσου, το σημερινό χωριό Δούκα Βρύση και Πάνω Μπελέσι / Κεφαλόβρυσο. Η άνοδος στην Κλίμακα / Πορτίτσα γινόταν από τον αυχένα του Αγίου Δημητρίου και την Ξυλόσκαλα. Η κάθοδος στην Αρκαδία γινόταν μέσω της διόδου της Πορτίτσας προς το Σάγκα με «ανοιχτές» στροφές και ανάλογα αναλήμματα, απ' όπου και το τοπωνύμιο «Κλίμαξ», συνέχιζε προς το Διάσελο, Πικέρνι με κατάληξη την Αρχαία Μαντινεία. (Στο Διάσελο είχαν εντοπισθεί παλαιότερα ίχνη αρματροχιών).

ΣΗΜΑΝΣΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

1) Ανατολικά προς Αργολίδα: Από την Πορτίτσα δηλαδή και τα 1097,50 μέτρα κατευθυνόταν τελείως προς βορράν στα 930 μέτρα του αυχένα του Αγίου Δημητρίου, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις υψομετρικές καμπύλες ανάμεσα στα 1050 και 950 μ. Ίσως να χρειαζόταν ένα άνδηρο στήριγμα αμέσως μετά την Πορτίτσα ώστε να ακολουθήσει μια ομαλή καθοδική και ευθεία διαδρομή, που δεν θα δυσκόλευε τις άμαξες. Επιβίωση της αποτελεί η ατραπός της Ξυλόσκαλας. Έτσι γίνεται κατανοητή και η ύπαρξη παρουσία του φυλακίου στον αυχένα του Αγίου Δημητρίου. Τα νεώτερα χρόνια οι διαφορετικές ανάγκες και συνθήκες μεταφορών επέβαλαν την διαδρομή από την κοιλάδα του Ινάχου και την διάβαση του καλντεριμιού από τις Πόρτες μέσω Νεοχωρίου.

2) Δυτικά προς Αρκαδία: Η κάθοδος προς την Αρκαδία, σε σχέση με αυτήν στην Αργολίδα, μετά τη νέα διαδρομή της Ξυλόσκαλας είναι πολύ πιο απότομη. Από τα 1097,50 μ. της Πορτίτσας στα 750 μ. του Σάγκα απόσταση 1,5 χιλιόμετρο, συνέχιζε, αφήνοντας δεξιά το Σάγκα και αριστερά το « Αργόν Πεδίον» (ο κάμπος μεταξύ Σάγκα Νεστάνης), στο Διάσελο (835 μ.), Πικέρνι, Αρχαία Μαντινεία. Η δυτική επομένως κάθοδος είχε διπλάσια υψομετρική διαφορά (σχεδόν 300 μ.) από την ανατολική (150 μ.) επιβάλλοντας μεγάλης κλίμακας τεχνικά έργα. (Τη διαδρομή σημειώνει ο ερευνητής Φουζέρ στο χάρτη Χ της σχετικής μελέτης του).

Τα αναλήμματα ήταν ευρύχωρα και το κυριότερο με «ανοιχτές» στροφές ώστε να μπορούν να στρίβουν οι άμαξες. Απόηχος και κληρονόμος του αρχαίου έργου υπήρξε το καλντερίμι Σκάλα της Τουρκοκρατίας που σώζεται έως σήμερα. Το τελευταίο είχε οπωσδήποτε διαφορετική διάνοιξη / πορεία, από την αρχαία οδό, περισσότερες δηλαδή και πιο κλειστές στροφές (ζικ-ζακ) το καλντερίμι έχει περισσότερες από 12 στροφές ενώ η αρχαία οδός είχε 4 με 6. Αυτό γίνεται κατανοητό, εάν συγκρίνουμε το καλντερίμι με το χωματόδρομο που άνοιξε η ΔΕΗ ως τις Πόρτες, χωματόδρομος που χρειάστηκε πέντε τουλάχιστον στροφές για την άνοδο / κάθοδο του, αποτελώντας ένα πολύ καλό παράδειγμα για τη χάραξη της αρχαίας οδού.

Στα γύρω χωριά, Νιοχώρι, Κάτω Μπέλεσι, Κεφαλόβρυσο, Δούκα Βρύση, Σάγκα ως και στην Καρυά, η παράδοση είναι ζωντανή για «τους αραμπάδες που ανέβαιναν στην Μαρμαρένια Σούδα» διανθισμένη με δοξασίες κάθε είδους «για πριγκίπισσες νεράιδες και θεριά»,(πρβλ. Αντωνακάτου 65 και ΡπίοΗβίί III 35:Ηί5 $ΐΆϊ\ά πιοίηβΓ...ίη Α \ν99οη...) γεγονός που κάθε άλλο παρά τυχαίο πρέπει να θεωρείται. Ήταν φυσιολογικό η οδός της Κλίμακος, με τα πρωτόγνωρα για την αρχαιότητα τεχνικά έργα, να άφησε μνήμες ανεξίτηλες στους νεώτερους.

Επιπλέον η διάνοιξη της σήραγγας Αρτεμισίου ακριβώς «κάτω» από την αρχαία δίοδο της Πορτίτσας αναδεικνύει την τεχνική επάρκεια των αρχαίων οδοποιών. Πώς να θεωρηθεί δηλαδή τυχαίο το γεγονός ότι η οδική διαγώνιος της Πελοποννήσου διήλθε από το ίδιο σημείο παρά τη χρονική διαφορά σχεδόν διόμισυ χιλιετηρίδων;

ΔΙΟΔΟΣ ΠΟΡΤΙΤΣΑΣ ή ΜΑΡΜΑΡΕΝΙΑ  ΣΟΥΔΑ

Σύμφωνα με Έλληνες και ξένους ερευνητές: Ότι πιο σημαντικό έχει να παρουσιάσει η Πελοπόννησος από το αρχαίο οδικό δίκτυο. Πρόκειται για ένα γιγάντιο τεχνητό άνοιγμα ανάμεσα από τους Βράχους που λάξευσαν οι αρχαίοι. Μοναδικό μνημείο στον ελλαδικό χώρο.

Βρίσκεται λίγο πιο νότια από τις Πόρτες ακριβώς στην κορυφογραμμή του βουνού σε υψόμετρο 1097,50 μ. Στη δίοδο της Πορτίτσας είναι εμφανή τα ίχνη της τεχνητής διάνοιξης, όπως ίχνη από «χονδρό βελόνι» και συναφή εργαλεία, καθώς και οι κάθετες αυλακώσεις του δαπέδου για να μη γλιστρά ο δρόμος. Πριν από την είσοδο της διόδου στη δυτική πλευρά της κορυφογραμμής (προς Σάγκα) σώζεται η κοίτη της αρχαίας οδού. Έχει πλάτος 2,20 μ. έως 2,50 μ. και ανεβαίνει με μικρή κλίση από τις Πόρτες. Επίσης είναι ορατά τα ίχνη του εκβραχισμού στο κράσπεδο της οδού.

Το άνοιγμα του βράχου σε πλάτος είναι από 3,20 μ. μέχρι 5 μέτρα. Το ύψος της τομής του βράχου είναι από 1,50 μέτρα μέχρι 6 μέτρα. Το μήκος της διάβασης είναι 22 μέτρα. Στην περιοχή κοντά στη Δίοδο της Πορτίτσας έχει εντοπισθεί από τον ερευνητή Ηοννard (20 πι.δΕ οί ίηε ευιίίηδ), Ιερό των γεωμετρικών χρόνων, ίσως του Ερμή, γεγονός που αποδεικνύει τη διαχρονικότητα της διάβασης αυτής. Στην περιοχή, κατά την διάρκεια των ερευνών από την ομάδα εργασίας του αρχαιολόγου Γ.Α. Πίκουλα, βρέθηκαν λίγα άβαφα και ένα μελαμβαφές όστρακο (εντοπίσθηκαν όμως και ίχνη λαθρανασκαφής).

Στα ίχνη της Διαδρομής της Κλίμακας πέρασε ο Φειδιππίδης, ο Αθηναίος ημεροδρόμος, στη μνημειώδη πορεία του προς τη Σπάρτη κατ' εντολή του Μιλτιάδη για να ζητήσει βοήθεια για λογαριασμό της Αθήνας που βρισκόταν προ της Περσικής απειλής. Η προσπάθεια αυτή του Αθηναίου αγγελιοφόρου Φειδιππίδη αναβιώνεται ως γνωστόν από το 1983 στα πλαίσια του υπερμαραθώνιου αγώνα με το όνομα «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ».

Η διαδρομή της Κλίμακος από το Σάγκα μέχρι την Δίοδο της Πορτίτσας είναι μοναδική εμπειρία για τον επισκέπτη. Η θέση του Βράχου της Πορτίτσας στην κορυφογραμμή προσφέρει πανοραμική θέα στην περιοχή και στην Εθνική οδό που βρίσκεται χαμηλότερα. Από εκεί ψηλά, το μάτι φεύγει, χάνεται και ταξιδεύει ελεύθερο σε περασμένα και μελλούμενα.