Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ*
Ποιος να γυρνά με τ’ άλογο στο δάσος τόσο βράδυ:
Πατέρας με τ’ αγόρι του περνούνε στο σκοτάδι·
Σηκώνει τ’ αγοράκι του σφιχτά στην αγκαλιά του,
Ζεσταίνει τα χεράκια του με τα θερμά φιλιά του.
-Γιατί με φόβο, αγόρι µου, κρύβεις το πρόσωπό σου;
-Τo Βασιλιά το Δράκοντα, μπαμπά, δε βλέπεις μπρος σου;
Το Δράκοντα μ’ ουρά μακριά, κορώνα στο κεφάλι;
-Παιδάκι µου, είναι η καταχνιά τριγύρω σου η μεγάλη.
-Έλα, γλυκό αγοράκι μου, κοντά, μαζί μ’ εμένα,
Κάθε παιχνίδι, που ποθείς, θα παίζω εγώ μ’ εσένα·
Χίλια λουλούδια ολόδροσα θα βρεις στο περιγιάλι
Κ’ η μάνα µου ένα ολόχρυσο φόρεμα θα σου βάλει.
-Πατέρα µου, πατέρα μου, δεν τον ακούς και τώρα
Το Βασιλιά τον Δράκοντα πόσα µου τάζει δώρα;
-Κάτσε ήσυχο, παιδάκι µου, το νοιώθω, σε φοβίζει
Του αγέρα τ’ άγριο φύσημα, που στα κλαδιά σφυρίζει.
-Δε θες, χρυσό αγοράκι μου, δε θες να ‘ρθεις μαζί μου;
Νεράιδες λεν τις κόρες μου και σ’ αγαπούν, παιδί μου
Πρώτες στης νύχτας τους χορούς οι κόρες μου γυρίζουν
Και με τραγούδια και χορούς γλυκά θα σε κοιμίζουν».
-Πατέρα µου, πατέρα µου! Δε βλέπεις, πως σιμώνουν;
Διώξε μακριά του Δράκοντα τις κόρες, που µε ζώνουν!
-Παιδάκι µου, παιδάκι µου, τις βλέπω, σε φοβίζουν
Μονάχα οι ιτιές, που γύρω µας μες στο σκοτάδι ασπρίζουν.
-Σ’ αγάπησα, την όμορφη την όψη σου ζηλεύω·
Δεν έρχεσαι με το καλό; Με το κακό σε κλέβω.
-Πατέρα µου, πατέρα μου! Σφίξε µε! Να, μ’ αρπάζει!
Με τ’ άγρια του, πατέρα µου, τα νύχια με σπαράζει!
Ερίγησε ο πατέρας του και βιάζει τ᾽ άλογό του
Και σφίγγει στην αγκάλη του τον άμοιρο το γιο του·
Φτάνει με κόπο σπίτι του με στήθος τρομαγμένο·
Στην αγκαλιά του το παιδί βλέπει ξεψυχισμένο.
*Από τη γερμανική παράδοση