Η Προσευχή μου
Ω θεέ της Δικαιοσύνης, Θεέ μου, —
όχι, όχι εσύ του Πάνου Κόσμου,
μα εσύ μονάχα πού είσαι εντός μου,
μες στη βαθιά ψυχή μου, Θεέ μου!
Όχι, όχι εσύ, που γονατίζουν
μπρος σου οι καλόγεροι, οι παπάδες,
κ’ οι αγροίκοι ορθόδοξοι, λαμπάδες
σου ανάβουν και σε θυμιατίζουν.
Όχι εσύ, βέβαια, που ‘χεις πλάσει
τον άνθρωπον από πηλό,
και σκλάβο έχεις παντοτινό
το πλάσμα σου καταδικάσει.
Όχι εσύ, βέβαια, που ‘χεις χρίσει
πάπες, πατριάρχες, βασιλείς,
και στη μιζέρια, δυστυχείς,
τους αδελφούς μου έχεις αφήσει.
Εσύ όχι, που στον σκλάβο λες,—
μ’ ελπίδες μόνο, ώσπου πεθαίνει,
ζώντας τον μάταιες, — να υπομένει
με νηστείες και με προσευχές.
Όχι εσύ, Κύριε των αισχρών
τυράννων και των απατεώνων,
των ηλιθίων είδωλο μόνον
κι όλων, του ανθρώπου, των έχθρων.
Μα εσύ, του Λόγου θεέ, σιμά σου
μόνο που οι σκλάβοι αναγαλλιάζουν,
και που γοργά, αύριο, θα γιορτάζουν
οι λαοί, μαζί όλοι, τ’ όνομά σου!
Αγάπη ζώσα, στον καθένα
να εμπνεύσεις, για τη λευτεριά, —
που, όπως μπορεί, να πολέμα
του λαού τους δήμιους ο καθένας.
Δυνάμωσε και το δικό μου
χέρι, που ο σκλάβος σαν ξεσηκωθεί,
στων πολεμάρχων τη γραμμή
να βρω κ’ εγώ τον θάνατό μου.
Κάμε, η φλεγόμενη καρδιά μου
μην κρυώσει εδώ, στην ξενιτειά,
και να μην ακουστεί η λαλιά μου
σάμπως μια βοή στην ερημιά.
από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου