Πόλεμος
Χλωμιάζουνε ψηλά στον ουρανό τ’ αστέρια,
το φεγγάρι μακάβρια παγερό κοιτάζει,
στον θάνατο η καρδιά, τον κοντινό, φρικιάζει:
πόλεμος.
Στο ρείθρο, κουρασμένοι στρατιώτες ταράζουν
την ηρεμία που στ’ αγριολούλουδα αιωρείται
κ’ άφωνα την τρομαχτική ξαναλέν λέξη:
πόλεμος.
Ω αυταπάτη γλυκιά! Μες στον ύπνο τους βλέπουν,
ότι ευτυχείς σ’ ευτυχή χώραν επιστρέφουν,
όπου όλοι ζουν ειρηνικά, όπου δεν υπάρχει
πόλεμος.
Μα, αθόρυβα, η κακή του φθινοπώρου νύχτα
αρπάζει τα όνειρά τους, κι ορμητικό κύμα
θλίψης απαρηγόρητης τον νου τυφλώνει:
πόλεμος.
Οι ουρανοί, με δάκρυα, απλώνουν πάνωθε τους
τους πένθιμους της παγερής γαλήνης πέπλους,
και σε μακάβριαν ένωση, με τρόμο σμίγουν
το φθινόπωρο, ο θάνατος κι ο πόλεμος.
*
Στον αιώνα αυτό, που η εξόντωση έχει σκοπός γίνει,
ω Κύριε, μήπως και χρειάζομαι εγώ εκεί;
— Εσύ μου χάρισες θεία ταπεινοφροσύνη
και σ’ εκκλησία μου έχεις αλλάξει την ψυχή —
και τη στιγμή της άγιας έμπνευσης εκείνη
άπλωσες την δεξιά σου πάνω μου, και τι,
τι δε μου είπες! λόγια που άκουσα από την
πρώτη, τη σκοτεινή που γεννήθηκα μέρα!
Ω Κύριε, για ποιόν χρειάζομαι εκεί πέρα;
από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου