09 Φεβρουαρίου 2015

Η Εποχή της Αγρύπνιας - Ο Ύπνος έρχεται - Κλειστά Βλέφαρα [Μελισσάνθη]



Η Εποχή της Αγρύπνιας 

Με της πέτρας την αντίσταση 
Με του νερού τη δύναμη 
Και με του ανέμου την επιμονή
Με της φωτιάς τη  μανία
Αντιστεκόμαστε κάθε στιγμή.
Με το  φόβο του ζώου
Και με του Ανθρώπου την Αγάπη
Αντιστεκόμαστε στο ανάστροφο του κόσμου ρεύμα.
Αντιστεκόμαστε στην άμπωτη της ύπαρξης
Που όλα τα ξανασέρνει στην αφάνεια.
Γιατί απαράδεχτη μας είναι των νεκρών η ακινησία
Απαράδεχτη μας είναι η σιωπή τους
Απαράδεχτη μας είναι η λήθη τους.
Ακατανόητο μας είναι το ότι στέργουν
Να υπομένουν στη μεγάλη Στέρηση
Να μη βλέπουν και να μην ακούν
Να μη γνωρίζουν με το λόγο
Να μη θυμούνται με τη μουσική
Τους καρπούς να μη γεύονται
Να μην αγγίζουνε τα πράγματα
Να μη σφίγγει το χέρι τους το χέρι μας
Τον ουρανό μας να μην ανασαίνουν.
Ενώ εμείς γευόμαστε, ανασαίνουμε
Πίνουμε λαίμαργα τον ουρανό.
Ενώ εμείς επιθυμούμε να κατέχουμε
Να δυναστεύουμε τον κόσμο και τα πράγματα
Αναζητώντας μέσα από τους άλλους
Τη μαρτυρία ότι υπάρχουμε.
Τη βεβαιότητα — που μας τη δίνει η οδύνη
περσότερο κι απ’ τη  χαρά
Δεν στέργουμε στο Θάνατο!
Και με τα κύματα που αποτραβιούνται και ξανάρχονται
Με τον τετράγυρο χορό των εποχών
Χέρι με χέρι που επιστρέφουν κρατητές
Απ’ τους πανάρχαιους δρόμους
Με της βροχής τον κύκλο που γυρνά
Πάλι στη γη απ’ τον ουρανό
Και με της βλάστησης το νέο κύκλο˙
Έτσι τους καρτερούμε πάντα να φανούν
Κι οι αφανέρωτοι νεκροί...





Ο Ύπνος έρχεται

Ο ύπνος έρχεται αναπάντεχα 
Ας προσευχηθούμε. 
Σε κάθε μια στιγμή παραμονεύει 
Γλιστράει σαν ένας κλέφτης από τις χαραμίδες
Ενώ ό βοριάς τα σπίτια μας ρημάζει 
Γυμνώνει τα μεγάλα δάση
Με τους άκριτες μας μετριέται, που φρουρούν τα σύνορα 
Με τα καράβια μας που οργώνουνε τις θάλασσες.

Ποιος καθεύδει τη στιγμή που όλα αγρυπνούν;
Άπλωσεν η βροχή την υγρασία της σήψης
Το ψύχος περονιάζει το έδαφος
Που ‘ναι κλεισμένες οι σπορές
Στη χειμέρια αγρύπνια
—Φυλάγοντας το ιερό πυρ της ζωής—
Συδαυλίζειε ο άνεμος
Τα γυμνά απ’ τις φυλλωσιές τους δέντρα
Συδαυλίζει, την κρυμμένη τους φωτιά
Μέσα στο ψύχος του Δεκέμβρη.

Ποιος καθεύδει την στιγμή που όλα αγρυπνούν; 
Ποιος τολμάει να σηκώσει τόσο αγέρωχο μέτωπο 
Τη στιγμή που όλα είναι σταυρωμένα 
Καθηλωμένα ατό Σταυρό της ύπαρξης 
Δέσμια στο χρέος
Δέσμια στον άξονα της νύχτας και της μέρας
Κι όλα κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό
Τη φοβερή του παίρνουν σημασία.
Από τη ρίζα, το σκουλήκι, το έντομο
Ως τ’ άστρα κι ως τον Άνθρωπο
Πού ‘ναι ο Νόμος και ο Λόγος της Δικαιοσύνης;
Που με το  αίμα του κερδίζει το  χυμένο Αίμα
Που με το  δάκρυ του κερδίζει τα χυμένα δάκρυα
Που με τον ίδιο του το θάνατο νικά το Θάνατο!

Γιατί˙ «η  Α γ ά π η  ε ί ν α ι  ι σ χ υ ρ ά  ω ς  θ ά ν α τ ο ς 
‘Υ δ α τ α  π ο λ λ ά  δ ε ν  δ ύ ν α ν τ α ι  ν α  σ β έ σ ω σ ι  τ η ν  Ά γ ά π η
Ο υ δ έ  π ο τ α μ ο ί  ν α  π ν ί ξ ω σ ι ν  α υ τ ή ν.»





Κλειστά Βλέφαρα

Έφυγε... ‘Εφυγε...
Ω, μη ρωτήσεις πια˙ Πότε;... Πώς χάθηκε;...
Κανείς δεν θα σου αποκριθεί 
Κανείς δεν ξέρει
Ποιο δρόμο πήρε ανάμεσα απ’ τους ίσκιους
Του ρολογιού το χτυποκάρδι όταν εκόπηκε
Κι οι μέρες στα ματόφυλλά της στέρεψαν.
Στα σύνορα του χρόνου σταματούν τα χνάρια της.
Σε ποια πτυχή της νύχτας τώρα κρύβεται;
Στ’ όστρακο συντεφένιο ποιανού ονείρου
Με βλέφαρα κλεισμένα ταξιδεύει;
-Κι ακίνητος ο αγέρας μένει γύρω της—

Σ’ ένα γυάλινο φέρετρο κοιμήθηκε
Που η πλώρη του βυθάει στο φεγγαρόφωτο
Και τήνε λούει το δάκρυ μουσικό νερό.
Με βοτσαλάκια και αχιβάδες έστρωσα το δρόμο της
Που πλένουν οι βροχές την αρμυρή τους θύμηση
Την αλισάχνη από το μέτωπο της.

Της πέτρας τ’ όνειρο σφράγισε τον ύπνο της
Με τη μαβιά σκιά του.

Σαν μια πηγή κρυμμένη μες στη γη
Ρέει τώρα, βαθειά πολύ, στου ύπνου τα τρίσβαθα.
Το πρόσωπο της σαν μια φλόγα λιώνει ακίνητο
Που η ομίχλη με τα υγρά μαλλιά της σκέπασε.
Μέσα στον ύπνο της αποξεχάστηκε
Καθώς σε κάποιο μαγεμένο δάσος
Κι ο θρήνος πλάι της όλο κελαϊδεί.

ΙΙ

Η νύχτα που τριγύρω μας παφλάζει 
Σε ποιο αναδίπλωμά της σ’ έχει σύρει;
Που η άνοιξη να μη σε βρίσκει ακόμα
Όταν οι μυστικές σπορές της γης ανάβουν 
Και φανερό το αφανέρωτο έχει γίνει;

Δεν έκρουσαν την κρύπτη του ύπνου σου οι σταγόνες
Τα δάκρυα της βροχής ξυπνούν μονάχα 
τη χλόη που φυτρώνει απ’ την καρδιά σου 
Το άρωμα της βρεγμένης γης, που σε σκεπάζει.

III

Όταν σε κοίταξε τον γνώρισες;
Ήτανε πράος;
Σου φανέρωσε αμέσως το μαχαίρι του;
Σ’ άδραξε τραχιά;
Αντιστάθηκες;
Ή γαλήνια υποτάχτηκες και του ‘δωσες το χέρι;
Κι όταν ξεμάκρυνες τόσο πολύ στη νύχτα
Που τίποτα πια να μη σου φέγγει
—Μαντήλι αποχαιρετισμού
Είτε πουλιού φτερούγα—
Ο φόβος δεν πάγωσε την καρδιά σου;
Δεν γύρεψες για στήριγμα ένα βλέμμα;
Το πόδι σου δεν σκόνταψε σε τόσο σκοτάδι;
Το στήθος σου πώς μπόρεσε να βαστάξει τόσο κενό;

Σ' απογύμνωσαν υστέρα από αγώνα; 
Ή μόνη σου όλα τ’ άφησες να πέσουν 
(Όπως το δέντρο τα ξερά του φύλλα)
Το  Φόβο, τη Λύπη, την Ελπίδα; 
Και το σπαθί της αγάπης σου κι εκείνο 
δεν έσκυψε ένας άγγελος να το σηκώσει 
Να το ζωστεί για τη  μεγάλη μάχη 
Που με το Θάνατο θα δώσει η Αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: