Δύο ποιήματα του Edgar Allan Poe σε μτφ. Ντέμη Κωνσταντινίδη (αναδημοσίευση από 24Γράμματα)
A Dream Within A Dream
Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.
I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?
Όνειρο μέσα σ’ όνειρο
Άσε με γλυκά στο μέτωπο να σε φιλήσω.
Τώρα, καθώς χωρίζουμε, θα στ’ ομολογήσω:
Άδικο δεν είχες πως οι μέρες μου υπήρξαν
Ένα όνειρο!
Μα, αν φτερούγισε μακριά η ελπίδα
Σε μια νύχτα ή σε μια μέρα
Σ’ ένα όραμα ή σε κανένα…
Είναι λιγότερο γι’ αυτό χαμένη;
Όλα όσα βλέπουμε ή φαινόμαστε
Όνειρο σ’ ό,τι ονειρευόμαστε!
Μπροστά στη βουερή
Και κυματοδαρμένη ακτή
Στέκομαι σφίγγοντας στη χούφτα μου
Κόκκους της χρυσαφένιας άμμου.
Ελάχιστοι! Κι όμως γλιστρούν
Από τα δάχτυλα ως την άβυσσο…
Και κλαίω, κλαίω ως τον παράδεισο!
Θεέ μου! Να τους κρατήσω λίγο πιο σφιχτά;
Έναν να σώσω απ’ τα σκληρά τα κύματα!
Ω, μα όσα βλέπουμε ή φαινόμαστε
Όνειρο σ’ ό,τι ονειρευόμαστε;
The City in the Sea
Lo! Death has reared himself a throne
In a strange city lying alone
Far down within the dim West,
Where the good and the bad and the worst and the best
Have gone to their eternal rest.
There shrines and palaces and towers
(Time-eaten towers that tremble not!)
Resemble nothing that is ours.
Around, by lifting winds forgot,
Resignedly beneath the sky
The melancholy waters he.
No rays from the holy heaven come down
On the long night-time of that town;
But light from out the lurid sea
Streams up the turrets silently-
Gleams up the pinnacles far and free-
Up domes- up spires- up kingly halls-
Up fanes- up Babylon-like walls-
Up shadowy long-forgotten bowers
Of sculptured ivy and stone flowers-
Up many and many a marvellous shrine
Whose wreathed friezes intertwine
The viol, the violet, and the vine.
Resignedly beneath the sky
The melancholy waters lie.
So blend the turrets and shadows there
That all seem pendulous in air,
While from a proud tower in the town
Death looks gigantically down.
There open fanes and gaping graves
Yawn level with the luminous waves;
But not the riches there that lie
In each idol’s diamond eye-
Not the gaily-jewelled dead
Tempt the waters from their bed;
For no ripples curl, alas!
Along that wilderness of glass-
No swellings tell that winds may be
Upon some far-off happier sea-
No heavings hint that winds have been
On seas less hideously serene.
But lo, a stir is in the air!
The wave- there is a movement there!
As if the towers had thrust aside,
In slightly sinking, the dull tide-
As if their tops had feebly given
A void within the filmy Heaven.
The waves have now a redder glow-
The hours are breathing faint and low-
And when, amid no earthly moans,
Down, down that town shall settle hence,
Hell, rising from a thousand thrones,
Shall do it reverence.
Η Πόλη μες στη θάλασσα
Κοίτα! Ύψωσε θρόνο ο Θάνατος
Σε πολιτεία παράξενη, που μόνη της ξαπλώνει
Μέσα βαθιά στην ομιχλώδη Δύση
Όπου οι καλοί και οι κακοί κι οι τελευταίοι κι οι πρώτοι
Προς την αιώνια βάδισαν ανάπαυση.
Εκεί, ναοί κι ανάκτορα και πύργοι
(Πύργοι φθαρμένοι από τον χρόνο, ασάλευτοι!)
Που δεν θυμίζουν τίποτα δικό μας…
Κι ολόγυρα, λησμονημένα από βίαιους ανέμους
Παραιτημένα κάτω από τους ουρανούς
Τα μελαγχολικά νερά ξαπλώνουν.
Καμιά αχτίδα απ’ τον άγιο ουρανό δεν φτάνει κάτω
Στις μακριές αυτής της πολιτείας νύχτες.
Μόνο ένα φως από τη ζοφερή θάλασσα πέρα
Γλύφει τ’ ακρόκορφα των πύργων σιωπηλά
Φωτίζει τ’ αετώματα μέχρι πέρα μακριά
Τους τρούλους, τα ακροπύργια, βασιλικούς διαδρόμους
Βωμούς ιερούς και βαβυλώνια, λες, τείχη
Τα σκιερά, τα ξεχασμένα αιώνες δέντρα
Με τα λουλούδια, τα κισσόφυλλα από πέτρα
Τα αναρίθμητα, τα θαυμαστά ιερά
Που στις στριφτές ζωφόρους τους δικτυωτά
Περιπλεγμένα κλήματα, γαρύφαλλα, βιολέτες…
Παραιτημένα κάτω από τους ουρανούς
Τα μελαγχολικά νερά ξαπλώνουν.
Τόσο μπλεγμένα εκεί τ’ ακρόκορφα με τις σκιές
Που μοιάζουν όλα να αιωρούνται αχνά
Ενώ απ’ της πόλης κάστρο μεγαλοπρεπές
Ο Θάνατος αφ’ υψηλού κοιτά.
Εκεί, ναοί ανοιχτοί, χαίνοντες τάφοι
Χάσκουν στο επίπεδο των φωτερών κυμάτων.
Μα ούτε τα πλούτη που απλώνονται εκεί πέρα
Στο διαμαντένιο μάτι κάθε ειδώλου
Ούτε οι νεκροί με τα χαρούμενα στολίδια
Δεν θέλγουν τα ακίνητα νερά απ’ τα στρωσίδια…
Γιατί, αλίμονο, κανένας παφλασμός δεν αυλακώνει!
Την παγωμένη από γυαλί αυτή ερημιά
Καμία φουσκοθαλασσιά δεν μαρτυρά ανέμων
Φύσημα σε μακρινή, μπορεί πιο ευτυχισμένη θάλασσα.
Καμιά υπόνοια σοβαρή, λοιπόν, γι’ ανέμους
Από νερά λιγότερο φρικτά αρυτίδωτα.
Μα δες. Μια ταραχή είναι στον αέρα!
Το κύμα -σαν κάτι να κινείται εκεί πέρα!
Οι πύργοι μέριασαν στο πλάι
Βυθίζονται, λες, ελαφρά μες στη μουντή παλίρροια
Λες κι οι κορφές τους παραχώρησαν
Δισταχτικά κάποιο κενό, μες στο θαμπό ουρανό.
Λάμπουν πιο κόκκινα τα κύματα
Οι ώρες, τώρα, ξέπνοα ξεγλιστρίματα
Κι όταν, σε απόκοσμο κλαυθμό
Βαθιά, βαθιά η πολιτεία λουφάξει
Ψηλά, απ’ τους χίλιους θρόνους του
Ο Άδης θα φρουμάξει.
A Dream Within A Dream
Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.
I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?
Όνειρο μέσα σ’ όνειρο
Άσε με γλυκά στο μέτωπο να σε φιλήσω.
Τώρα, καθώς χωρίζουμε, θα στ’ ομολογήσω:
Άδικο δεν είχες πως οι μέρες μου υπήρξαν
Ένα όνειρο!
Μα, αν φτερούγισε μακριά η ελπίδα
Σε μια νύχτα ή σε μια μέρα
Σ’ ένα όραμα ή σε κανένα…
Είναι λιγότερο γι’ αυτό χαμένη;
Όλα όσα βλέπουμε ή φαινόμαστε
Όνειρο σ’ ό,τι ονειρευόμαστε!
Μπροστά στη βουερή
Και κυματοδαρμένη ακτή
Στέκομαι σφίγγοντας στη χούφτα μου
Κόκκους της χρυσαφένιας άμμου.
Ελάχιστοι! Κι όμως γλιστρούν
Από τα δάχτυλα ως την άβυσσο…
Και κλαίω, κλαίω ως τον παράδεισο!
Θεέ μου! Να τους κρατήσω λίγο πιο σφιχτά;
Έναν να σώσω απ’ τα σκληρά τα κύματα!
Ω, μα όσα βλέπουμε ή φαινόμαστε
Όνειρο σ’ ό,τι ονειρευόμαστε;
The City in the Sea
Lo! Death has reared himself a throne
In a strange city lying alone
Far down within the dim West,
Where the good and the bad and the worst and the best
Have gone to their eternal rest.
There shrines and palaces and towers
(Time-eaten towers that tremble not!)
Resemble nothing that is ours.
Around, by lifting winds forgot,
Resignedly beneath the sky
The melancholy waters he.
No rays from the holy heaven come down
On the long night-time of that town;
But light from out the lurid sea
Streams up the turrets silently-
Gleams up the pinnacles far and free-
Up domes- up spires- up kingly halls-
Up fanes- up Babylon-like walls-
Up shadowy long-forgotten bowers
Of sculptured ivy and stone flowers-
Up many and many a marvellous shrine
Whose wreathed friezes intertwine
The viol, the violet, and the vine.
Resignedly beneath the sky
The melancholy waters lie.
So blend the turrets and shadows there
That all seem pendulous in air,
While from a proud tower in the town
Death looks gigantically down.
There open fanes and gaping graves
Yawn level with the luminous waves;
But not the riches there that lie
In each idol’s diamond eye-
Not the gaily-jewelled dead
Tempt the waters from their bed;
For no ripples curl, alas!
Along that wilderness of glass-
No swellings tell that winds may be
Upon some far-off happier sea-
No heavings hint that winds have been
On seas less hideously serene.
But lo, a stir is in the air!
The wave- there is a movement there!
As if the towers had thrust aside,
In slightly sinking, the dull tide-
As if their tops had feebly given
A void within the filmy Heaven.
The waves have now a redder glow-
The hours are breathing faint and low-
And when, amid no earthly moans,
Down, down that town shall settle hence,
Hell, rising from a thousand thrones,
Shall do it reverence.
Η Πόλη μες στη θάλασσα
Κοίτα! Ύψωσε θρόνο ο Θάνατος
Σε πολιτεία παράξενη, που μόνη της ξαπλώνει
Μέσα βαθιά στην ομιχλώδη Δύση
Όπου οι καλοί και οι κακοί κι οι τελευταίοι κι οι πρώτοι
Προς την αιώνια βάδισαν ανάπαυση.
Εκεί, ναοί κι ανάκτορα και πύργοι
(Πύργοι φθαρμένοι από τον χρόνο, ασάλευτοι!)
Που δεν θυμίζουν τίποτα δικό μας…
Κι ολόγυρα, λησμονημένα από βίαιους ανέμους
Παραιτημένα κάτω από τους ουρανούς
Τα μελαγχολικά νερά ξαπλώνουν.
Καμιά αχτίδα απ’ τον άγιο ουρανό δεν φτάνει κάτω
Στις μακριές αυτής της πολιτείας νύχτες.
Μόνο ένα φως από τη ζοφερή θάλασσα πέρα
Γλύφει τ’ ακρόκορφα των πύργων σιωπηλά
Φωτίζει τ’ αετώματα μέχρι πέρα μακριά
Τους τρούλους, τα ακροπύργια, βασιλικούς διαδρόμους
Βωμούς ιερούς και βαβυλώνια, λες, τείχη
Τα σκιερά, τα ξεχασμένα αιώνες δέντρα
Με τα λουλούδια, τα κισσόφυλλα από πέτρα
Τα αναρίθμητα, τα θαυμαστά ιερά
Που στις στριφτές ζωφόρους τους δικτυωτά
Περιπλεγμένα κλήματα, γαρύφαλλα, βιολέτες…
Παραιτημένα κάτω από τους ουρανούς
Τα μελαγχολικά νερά ξαπλώνουν.
Τόσο μπλεγμένα εκεί τ’ ακρόκορφα με τις σκιές
Που μοιάζουν όλα να αιωρούνται αχνά
Ενώ απ’ της πόλης κάστρο μεγαλοπρεπές
Ο Θάνατος αφ’ υψηλού κοιτά.
Εκεί, ναοί ανοιχτοί, χαίνοντες τάφοι
Χάσκουν στο επίπεδο των φωτερών κυμάτων.
Μα ούτε τα πλούτη που απλώνονται εκεί πέρα
Στο διαμαντένιο μάτι κάθε ειδώλου
Ούτε οι νεκροί με τα χαρούμενα στολίδια
Δεν θέλγουν τα ακίνητα νερά απ’ τα στρωσίδια…
Γιατί, αλίμονο, κανένας παφλασμός δεν αυλακώνει!
Την παγωμένη από γυαλί αυτή ερημιά
Καμία φουσκοθαλασσιά δεν μαρτυρά ανέμων
Φύσημα σε μακρινή, μπορεί πιο ευτυχισμένη θάλασσα.
Καμιά υπόνοια σοβαρή, λοιπόν, γι’ ανέμους
Από νερά λιγότερο φρικτά αρυτίδωτα.
Μα δες. Μια ταραχή είναι στον αέρα!
Το κύμα -σαν κάτι να κινείται εκεί πέρα!
Οι πύργοι μέριασαν στο πλάι
Βυθίζονται, λες, ελαφρά μες στη μουντή παλίρροια
Λες κι οι κορφές τους παραχώρησαν
Δισταχτικά κάποιο κενό, μες στο θαμπό ουρανό.
Λάμπουν πιο κόκκινα τα κύματα
Οι ώρες, τώρα, ξέπνοα ξεγλιστρίματα
Κι όταν, σε απόκοσμο κλαυθμό
Βαθιά, βαθιά η πολιτεία λουφάξει
Ψηλά, απ’ τους χίλιους θρόνους του
Ο Άδης θα φρουμάξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου