31 Ιουλίου 2015

Μπαλάντα του μελανού καημού [Federico García Lorca, μετ. ΦΚ]



Μπαλάντα του μελανού καημού

Tων κοκόρων oι αξίνες 
Σκάβουν όλο αποζητώντας
Την αυγή κι από το όρος
Νάτη η Μοναχή Μοντόγια.

Το κορμί χλωμό μπακίρι,
Που μυρίζει σκιάς κι αλόγου,
Και τ’ αμόνια των στηθών της
Στρογγυλά λένε τραγούδια.

- Μοναχή, αχ!, Τι ζητούσες
Δίχως συντροφιά εδώ κάτω;

-Τι ζητούσα, ό,τι μ’ αρέσει,
Πες μου: τι σε γνοιάζει εσένα;
Ζήταγα ό,τι ζητούσα
Τη χαρά μου, τη μορφή  μου.
1
- Μοναχή, ποιος ο καημός σου!
Ποιος ο πόνος ο πικρός σου!
2
-Τι τρανό πόνο οπού έχω!
Μες το σπίτι όλο τρέχω,
3
Σαν τρελή, ποιος ο καημός μου!
Μαύρο σώμα, άσπρα ρούχα./
Που φορώ. Αχ! πουκαμίσες 
Από νήμα εγώ φοράω.
4
Μοναχή, λούσε το σώμα
Με νερό κορυδαλλώνε
Κι άσε την καρδιά να γιάνει
Αχ! συ Μοναχή Μοντόγια.

Κάτω κελαηδάει το ρέμα:/ πέταξε 
Ουρανό και φύλλα./
Με λουλούδια κολοκύθας/
Στέφεται με φως καινούριο.
Αχ! καημέ εσύ  των τσιγγάνων!
Διάφανε καημέ και μόνε.



Romance de la pena negra

Las piquetas de los gallos
cavan buscando la aurora,
cuando por el monte oscuro
baja Soledad Montoya.

Cobre amarillo, su carne
huele a caballo y a sombra.
Yunques ahumados sus pechos,
gimen canciones redondas.

-Soledad, ¿Por quien preguntas
sin compañía y a estas horas?

-Pregunte por quien pregunte,
dime: ¿a ti qué se te importa?
Vengo a buscar lo que busco,
mi alegría y mi persona
1
-¡Soledad, qué pena tienes!
¡Qué pena tan lastimosa!
2
-¡Qué pena tan grande! Corro
mi casa como una loca,
3
¡Qué pena! Me estoy poniendo de /
azabache carne y ropa. /
¡Ay, mis camisas de hilo 

4
-Soledad, lava tu cuerpo
con agua de alondras,
y deja tu corazón
en paz, Soledad Montoya.

Por abajo canta el río: / volante de cielo y hojas. /
Con flores de calabaza / la nueva luz se corona. / 
¡Oh! pena de los gitanos!
Pena limpia y siempre sola.

Δεν υπάρχουν σχόλια: