17 Δεκεμβρίου 2015

Περί Ερμηνείας [Βασίλης Λαμπρόπουλος] ( II )

./..

Η αναφορικότητα δεν είναι η περιγραφή της πραγματικότητας ούτε βασίζεται στην αντιστοιχία νοήματος και δεδομένων: είναι η χρήση της γλώσσας που προϋποθέτει μια κοινότητα συμβάσεων. Η σημασία παράγεται από το διαρκές παιχνίδι διαφοράς και αναλογίας, που αναπτύσσεται μεταξύ των λέξεων και είναι η αλλεπάλληλη υποκατάσταση του αναμενόμενου «πράγματος» με ένα νέο σημείο. Παρόμοια, το έργο υφίσταται (σε βαθμούς ποικίλης έντασης και ισχύος) μόνον ως η ερμηνεία του. Δεν υπάρχει σωστή και εσφαλμένη ερμηνεία, δεν υπάρχει παρερμηνεία ή παρανάγνωση, αφού η ανάγνωση δεν είναι μια αντικειμενική διακρίβωση ενός περιεχομένου, παρά η απόδοση νοήματος και επομένως η πραγμάτωση του έργου. Το έργο τέχνης λειτουργεί ως πρόσκληση να εξασκήσουμε τις σημαίνουσες πρακτικές που γνωρίζουμε και να αντλήσουμε από αυτές μέτρα ποιοτικής αποτίμησης. Το έργο τέχνης προσκαλεί την πολιτιστική μας ικανότητα ως ερμηνευτών να κατανοήσουμε τον κόσμο και να τοποθετηθούμε προς αυτόν. Γι’ αυτό η ερμηνεία είναι «στάσις και αντίστασις και μάχη» — μια πράξη δράσης και βίας, που δυναμικοποιεί και πολλαπλασιάζει το νόημα.

Η αλήθεια και η γνησιότητα αποτελούν τα δυο πρόσωπα του Νάρκισσου, του ίδιου νοσταλγικού ινδάλματος της αθωότητας, της ωραιότητας και της αυτάρκειας. Όλες οι (συ)ζητήσεις για το έσχατο νόημα (όπως π.χ. το κέντρο της τάξεως, το αυτόνομο υποκείμενο, η προέλευση, το υπέρτατο σημείο αναφοράς) αποδεικνύονται κυκλικές και παρακμιακές: το νόημα, καθώς και κάθε του κεντρικότητα, παράγεται— δεν αποκαλύπτεται. Για να αρνηθούμε την ιδεαλιστική διχοτομία «πράγμα — λέξη» και «δεδομένο — αξία», πρέπει να αντιληφθούμε ότι η κουλτούρα λειτουργεί πάνω σε θεσμικούς κώδικες και κάθε φορά συγκροτείται ως τυποποίηση διαδικασιών περιγραφής, αποτίμησης και ιεράρχησης. Η σπουδή της τέχνης πρέπει να λάβει υπόψη τις συμβάσεις, όπου συστηματοποιείται το παιχνίδι των διαφορών και αναλογιών, και να τις εκμεταλλευθεί κατάλληλα˙ γιατί το έργο είναι κάθε πολιτισμικά ισχυρή / λειτουργική / αποτελεσματική ερμηνεία του, κάθε ερμηνεία που προσπαθεί να επιβάλει τη δική της εκδοχή — τη δική της θέληση της αλήθειας — ως τη μόνη σωστή: κάθε ερμηνεία πού διεκδικεί την απόλαυση και κατανόηση της τέχνης, δηλαδή του αγώνα διεκδίκησης της τέχνης.

Η τέχνη είναι πολιτιστικός θεσμός, όπως και η σημασία είναι σύμβαση. Η τέχνη δεν έχει ως θέμα τον εαυτό της — αφού άλλωστε η ίδια δεν υπάρχει, δεν υφίσταται με μια αιώνια και σταθερή μορφή — αλλά τις συνθήκες που ρυθμίζουν τη συντήρηση και διαβίωσή της, δηλαδή τις επικοινωνιακές προϋποθέσεις της (που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της Ρητορικής). Το έργο έχει ως θέμα μόνον εκείνο που γνωρίζει από τον εαυτό του, εκείνο που το ενδιαφέρει, εκείνο πού διεκδικεί: τη θεσμικότητα της τέχνης, η οποία δε γίνεται νοητή αφηρημένα, αλλά συλλαμβάνεται στην παραδειγματική ενσάρκωση της σε κάποιο άλλο συγκεκριμένο έργο. Η τέχνη είναι μια έμπρακτη κριτική καλλιτεχνημάτων˙ είναι η κριτική του καλλιτέχνη για ό,τι κοινώς θεωρείται σαν τέχνη, διατυπωμένη με όρους παρμένους από τον κώδικα αυτής της τέχνης. Εκείνο που κάθε δημιουργός γνωρίζει / παραλαμβάνει σαν τέχνη είναι η κοινή αντίληψη της εποχής του γι αυτή, δηλαδή η κρατούσα αισθητική. Αυτός επιλέγει κάποια έργα που εκπροσωπούν αυτή την αισθητική και τα αντιμετωπίζει κριτικά. Ουσιαστικά η τέχνη έχει ως θέμα τις συνθήκες που την επιτρέπουν / απαγορεύουν / καθορίζουν, όπως αυτές συγκεκριμενοποιούνται στην παρουσία / κυκλοφορία ορισμένων φαινομένων / έργων. Η τέχνη έχει ως θέμα τις υπαρκτικές / θεσμικές προϋποθέσεις της και είναι προπάντων και πρωταρχικά μια κρίση για την τέχνη — ως — θεσμό.

Το καλλιτέχνημα δεν είναι αντανάκλαση του κόσμου, αλλά αναπαράσταση μιας ανάγνωσης, της ανάγνωσης που προκάλεσε την εμφάνισή του. Τη μνήμη αυτής της ανάγνωσης προσπαθεί να μιμηθεί ή να αρνηθεί, να μεταγράψει ή να μεταβάλει, με τρόπο που να την ακυρώνει. (Η ρομαντική πρωτοτυπία εξορκίζει μια ένοχη μνήμη). Σε κάθε έργο μια τέτοια μνήμη γυρεύει την απαλοιφή / εξαγορά της. Το έργο για να υπάρξει — δηλαδή για να γίνει — επιζητεί να αποσιωπήσει τη φύση του, να μυθολογήσει την τέχνη και να υποκαταστήσει την αναπαράσταση με την πραγματικότητα. Αφού δεν μπορεί να ταυτιστεί με το χρονικό και τοπικό παρόν, αναγκάζεται να ισχυρισθεί ότι κατονομάζει το είναι και να διεκδικήσει μια μεταφυσική πληρότητα. Έτσι σκηνοθετεί τη μνήμη του με τρόπο που να θυμίζει τον κόσμο και όχι το θεσμό, δηλ. με τρόπο που μεταφέρει την παράσταση στους πόθους του αποδέκτη. Το έργο προσπαθεί να αρνηθεί ότι το παρόν του τίθεται υπό διαρκή επανάληψη. Όταν το έργο ξεχνιέται, ο παραλήπτης του θυμάται τον κόσμο και εφευρίσκει την καταγωγή του˙ όταν το έργο ξεχνιέται, τότε θεωρείται σαν επανάληψη της αλήθειας. Όσο και αν η τέχνη υπόσχεται την κατάλυση των σημείων πάντα το καλλιτέχνημα ενθυμείται και επιθυμεί την εξουσία.

Η τέχνη, παγιδευμένη ανάμεσα στη θεσμικότητα και τη μεταφυσική — δηλαδή στον ετεροκαθορισμό της από τη γλώσσα και τη χρονικότητα — κρίνει τις προϋποθέσεις της για να αποκτήσει το λόγο της: η δημιουργία τέχνης είναι μια απόπειρα αντιποίησης και αντιθέσπισης του νοήματος της τέχνης. Επομένως η τέχνη αποτελεί πεδίο σημειωτικού «αγώνα», όπου διεκδικείται η ερμηνεία / επικράτηση άξιών — δηλαδή η ιεραρχία —, και προσδιορίζεται με βάση τούς κανόνες των  επικοινωνιακών παιγνίων, καθώς και τις αλλαγές στους κανονισμούς, που κάθε νέα διαιτησία [arbiter elegantiae] επιφέρει. Ο νέος δημιουργός προσπαθεί να εκτοπίσει έναν παίκτη για να πάρει τη θέση του με την υπόσχεση μιας άλλης, απόλυτης παρουσίας. Η ιστορία της τέχνης είναι η ιστορία αυτής της διεκδίκησης του όρου «τέχνη» από όσους επιτυχώς αποκρύπτουν την εντεχνία. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί τους προγόνους του, αφού, βέβαια, διαλέγει τους αντιπάλους του.

Το εξηγητικό ερώτημα επανέρχεται κάποτε με αλλοιωμένη μορφή: υπάρχουν όρια στη βία πού επιτρέπεται να ασκηθεί πάνω σε ένα έργο; Όμως η ίδια η έννοια του έργου και του υπαρκτικού του τρόπου είναι μια απατηλή αντίληψη. Μόνον ο ανταγωνισμός των αντιπάλων αναγνώσεων διατηρεί τη μάχη εν εξελίξει και την έκβαση σε διαρκή αναστολή. Ο τόπος του έργου είναι ακριβώς ο χώρος όπου συγκλίνουν και συγκρούονται οι δυνάμεις που επιτρέπουν / διεκδικούν την κατανάλωση του, δηλαδή την απόσβεση της καλλιτεχνικότητας του. Ο καλλιτέχνης δε δημιουργεί απλώς για να κρίνει ή να υποστηρίξει μια συγκεκριμένη άποψη για την τέχνη˙ σκοπεύει να αποδείξει έμπρακτα ότι ο θεσμός και το έργο του (και μόνον αυτό) ταυτίζονται — δηλαδή να αποσιωπήσει την ύπαρξη του θεσμού, να προβάλει το έργο του ως εικόνα της πραγματικότητας και την αναγνώριση του ύφους του ως ανάμνηση της αλήθειας. Η τέχνη δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνο ως καταγγελία και αντικαθίδρυση της τέχνης: είναι το διαρκές παιχνίδι, ο αδυσώπητος αγώνας να απαρνηθεί την τέχνη για να την αποκτήσει.

Γενικά τα καλλιτεχνήματα μπορούν να διακριθούν κατά την πολιτισμική τους λειτουργικότητα σε δυο κατηγορίες:
α) σε έργα που διεκδικούν την πραγματικότητα για λογαριασμό τους, και 
β) σε έργα πού διεκδικούν την τέχνη για λογαριασμό τους.
(Εξυπακούεται ότι κανένα έργο δεν ανήκει σταθερά και οριστικά σε μια μόνο κατηγορία). Τα  πρώτα, τα  «ρεαλιστικά», παρελκύουν την πλαστότητα της υπόστασης τους και παραπέμπουν στον «πραγματικό» κόσμο. Τα  άλλα, τα  «μοντερνιστικά», προβάλλουν τη συμβατικότητα της φύσης τους και έτσι ανάγουν στην παράδοσή τους.
Όλων οι επιδιώξεις και χρήσεις είναι εξουσιαστικές και μεταξύ τους αντίπαλες: τα  πρώτα αγνοούν (ή κολακεύουν) προσποιητά τα  δεύτερα, ενώ τα  δεύτερα καταδικάζουν και απορρίπτουν τα  πρώτα, εξορίζοντάς τα από το χώρο της τέχνης. Η παραπάνω διάκριση μπορεί να αναχθεί από το πολιτικό στο σημειωτικό επίπεδο και να τροποποιηθεί ανάλογα: όλα τα έργα τέχνης διεκδικούν το καθένα για λογαριασμό του, την «πραγματικότητα», δηλαδή τη λήθη της φύσης τους, αλλά διακρίνονται
1) σε εκείνα που τη διεκδικούν μαχητικά από άλλες μορφές αναπαράστασης και 
2) σε εκείνα πού την παραλαμβάνουν από τις κρατούσες μορφές αναπαράστασης και την αναπαράγουν με σεβασμό. 
Όλα τα έργα εκφράζουν μια άποψη για την κωδικότητα της τέχνης, για τη φύση και λειτουργία των συμβάσεων που την οριοθετούν. Όμως, ενώ τα μεν διαφωνούν με το κρατούν καθεστώς, επισημαίνουν την προσοχή στην αυθαιρετότητα και προσπαθούν να το αλλάξουν, τα άλλα το αποδέχονται, το εξυπακούουν, και ταυτόχρονα το αποκρύπτουν και επιδιώκουν να το εκμεταλλευθούν. Οπωσδήποτε, και στην περίπτωση των διαφωνούντων και σε εκείνη των νομοταγών, αυτό που διακυβεύεται είναι η αυθεντική γνώση, ο νόμος και η τάξη του κόσμου.

Το καλλιτέχνημα είναι από τη φύση του μια (εφαρμοσμένη) κριτική, μια (καλλιτεχνική) ερμηνεία άλλων καλλιτεχνημάτων. Η τέχνη είναι από τα είδη της συνεργατικής και συνεργειακής ανάγνωσης, όπου ο παραλήπτης αναμιγνύεται ενεργά στην αισθητική επικοινωνία και την προωθεί. Η βασική διαφορά αυτού του είδους ανάγνωσης από άλλα (όπως ή Ρητορική, ή Φιλολογία, η Ιστορία της Τέχνης, η Ερμηνευτική κλπ.) είναι ότι εδώ ο δέκτης αποφασίζει, μετά το παιχνίδι της αισθητικής επικοινωνίας, να συμπράξει, δηλαδή να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι με τούς ίδιους όρους, εκείνους της τέχνης. Κάνω τέχνη σημαίνει εκφέρω γνώμη για καλλιτεχνικά θέματα / φαινόμενα με βάση τους καθιερωμένους όρους διακίνησης της καλλιτεχνικότητας — δηλ. εξυπακούω ως μέσο συνεννόησης τον τρέχοντα κώδικα καλλιτεχνικής έκφρασης και αντίληψης με σκοπό την υποστήριξη ή αναθεώρησή του˙ και στις δυο περιπτώσεις: διεκδικώ την τέχνη για λογαριασμό μου ξαναπαίζοντας το παιχνίδι της τέχνης και αντιστρέφοντας τους ρόλους του. Η τέχνη είναι αντιτέχνησις.

Τα πιο ενδιαφέροντα και πλούσια έργα είναι, φυσικά, τα μαχητικά — εκείνα που διεκδικούν για τον εαυτό τους μια διαφορετική, νέα άποψη για την τέχνη, και αγωνίζονται δυναμικά να την επιβάλουν. Πρόκειται για έργα με οξεία ρητορική αυτογνωσία, με κωδική αντίληψη των κανόνων του αισθητικού παιχνιδιού, τους οποίους επιδιώκουν να αναθεωρήσουν και να οικειοποιηθούν. Βέβαια, η καινούρια εγρήγορση ως προς το θεσμό, που αρχικά προσπορίζουν, και αυτή με τη σειρά της θεσμοποιεί και θεσμοποιείται. Το αισθητικό παιχνίδι είναι στην πραγματικότητα αγώνας και λογομαχία για την κυριαρχία στη σκηνή της τέχνης: η διεκδίκηση της νομοθετικής ισχύος που περιβάλλει το θεσμό και η μάταιη προσπάθεια για μια σταθερή επικράτηση. Εκεί που η Κριτική είδε έμπνευση, γνησιότητα, ειλικρίνεια και ευγενή άμιλλα, δεν υπάρχει παρά κατασκευή, υπόδυση, εναντίωση και βία για την επιβολή της απόλυτης τυραννίας: της απόσβεσης της καλλιτεχνικότητας.

Όσο και αν το έργο φιλοδοξεί την οριστικότητα, πάντα υπόκειται σε ειδικούς περιορισμούς που το επηρεάζουν και το μεταβάλλουν. Η ζωή του αρχίζει στο περιθώριο, στο σχολιασμό, στην κατάληψη, στην ερμηνεία του˙ το ίδιο γίνεται, δεν υπάρχει. Το έργο – ως - υλικό αντικείμενο παρέχει απλώς την ευκαιρία, όμως η αξία του εξαρτάται από τη δράση του νου — και ο νους, λόγω της αυτοαναφορικότητάς του, υπερβαίνει κάθε ευκαιρία και κάθε περίπτωση. Αν, λοιπόν, ο τόπος του έργου είναι ο χώρος όπου συγκλίνουν / συμφύρονται οι εκάστοτε θεσμικές προϋποθέσεις του, τότε το έργο δεν μπορεί να έχει κάποια σταθερή, απόλυτη αισθητική ποιότητα˙ αντίθετα, η ποιότητά του προσδιορίζεται κάθε φορά αναφορικά προς την κρατούσα αισθητική αντίληψη. Το πεδίο του αγώνα είναι η θεσμικότητα της τέχνης, και η επίδοση κάθε έργου προς την κατεύθυνση της αναθεώρησής του, δηλαδή ο βαθμός οικειοποίησης του θεσμού της τέχνης από το έργο, αποκαλείται «ποιότητα».

./..


Δεν υπάρχουν σχόλια: