οι εικόνες των σελίδων από τα Άπαντα Διονυσίου Σολωμού (έκδοσης Σέργιου Χ. Ραφτάνη του 1880) του παρόντος από εδώ: anemi.lib
το κείμενο του παρόντος από εδώ: greek-language.gr/digitalResources
A voce
piu ch’al ver drizzan li volti;
E cosi
ferman sua opinione,
Prima
ch’arte o ragion per lor s’ascolti
Dante Purg.
C. XXVI
Έγραψε τον «Διάλογον» ο Διονύσιος Σολωμός εις Ζάκυνθον
κατά το 1824. Σώζεται το αντίγραφον, ατελές, ως κάτω θέλομεν σημειώσει, το
οποίον φίλος του τις αντέγραψε κατά παραγγελίαν του ποιητού και προς χρήσιν
του· αλλά ούτε το επιθεώρησεν, ούτε εδημοσίευσε τον «Διάλογον» ―τον δημοσιεύομεν
κατά το αντίγραφον τούτο.
ΦΙΛΟΣ
Έπειτα από τόσες ομιλίες, εξέχασες κοιτάζοντας κατά το
Μοριά.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά πρέπει να εξέχασες κι εσύ, γιατί δε μου ομιλούσες
παντελώς· είναι πιθανό να εστοχαζόμασθε τα ίδια πράγματα και οι δύο· ημπορεί να
επέρασαν τρεις ώρες αφού ο ήλιος εμεσουράνησε, θέλουν ακόμη τέσσερες για να
θολώσουν τα νερά, και, αν θέλεις, ημπορούμε να καθίσουμε εις τούτη την πέτρα
και να ξαναρχινήσουμε.
ΦΙΛΟΣ
Ας καθίσουμε· γλυκιά η μυρωδία του πελάγου, γλυκός ο
αέρας, και ο ουρανός ασυγνέφιαστος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Το πέλαγο είναι όλο στρωτό και ο αέρας λεπτότατος, και
όποιος ήθελε να κινήσει για το Μοριά, δεν ημπορούσε να κάμει ταξίδι χωρίς να
δουλέψουν ακατάπαυστα τα κουπιά.
ΦΙΛΟΣ
Τί σου αρέσει περσότερο, η ησυχία της θάλασσας ή η
ταραχή;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη οπού
απλώνεται καθαρότατη· την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου οπού
απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει
μέσα του. Αλλ’ αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μισολόγγι, μ’
αρέσει περσότερο η ταραχή· εφαίνονταν δύο δύο, τρία τρία, και εξάνοιγες λευκά
τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα
κύματα, τα οποία με μία βουή, οπού λες και ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το
πέλαγο του Ιονίου και εσυντρίβονταν εις το γιαλό της Ζακύνθου.
ΦΙΛΟΣ
Το θυμούμαι καλά· και τόσος ήταν ο κρότος, και τόση η
ανακάτωση του πελάγου, οπού σε παραμέρισα για ν’ αποφύγουμε το ράντισμα οπού
αποπάνου μας σταλοβολούσε η θάλασσα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Φαίνεται ότι εκεί πέρα οι δικοί μας δεν έχουν τόση
δυσκολία να βρέχονται με το αίμα τους, όσην έχουμε εμείς να νοτισθούμε από
ολίγες σταλαγματιές θαλασσινές.
ΦΙΛΟΣ
Ετοιμάζεσαι πάλι να ξανακοιτάξεις κατά το Μοριά, και να
ξανασωπάσεις… αγκαλά εγώ έχω τον τρόπο να σε κάμω να ομιλείς όποτε θέλω.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις
έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα
κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και
έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς
ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος
βαβίζει· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.
ΦΙΛΟΣ
Βέβαια είναι εχθροί μας και οι δύο· με κάνεις να θυμηθώ
τα λόγια του Λοκ: Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο ποτάμι, εις το οποίον έχουν
ανταπόκριση τα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος, και όποιος δεν την μεταχειρίζεται καθώς
πρέπει, κάνει ό,τι του βολέσει για να κόψει ή να εμποδίσει τους δρόμους, με το
μέσον των οποίων τρέχει η πολυμάθεια. Όποιος κάνει λοιπόν αυτό με απόφαση
θεληματική, πρέπει οι άλλοι να τον στοχάζονται εχθρόν της αλήθειας και της
πολυμάθειας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τί λες; ώς πότε θα πηγαίνει ομπρός αυτή η υπόθεση; ένας
λαός από το ένα μέρος να ομιλεί σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να
ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλεί μίαν γλώσσαν δικήν τους!
ΦΙΛΟΣ
Για κάποιο καιρό η υπόθεση θέλει ακολουθήσει· η αλήθεια
είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή. Κάποιοι
γνωρίζουν την αλήθεια, αλλ’ επειδή γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον
σκοτεινόν απόχτησαν κάποια φήμη σοφίας, τον ακολουθούν, και ας είναι σφαλερός.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι
οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι.
ΦΙΛΟΣ
Περιγράφει το εργαστήρι ενός απ’ αυτούς ο Σαίξπηρ
εξαίρετα, και θέλω να σου ξαναθυμίσω τα λόγια του, γιατί, τη αληθεία, μου
ξαναθυμούν τον τρόπον, εις τον οποίον είναι γραμμένα τα βιβλία των
Σοφολογιότατων. —Εκρέμονταν από το πατερό τού φτωχότατου εργαστηριού μία
ξεροχελώνα, ένας κροκόδειλος αχερωμένος και άλλα δερμάτια άσχημων ψαριών· ήτον
τριγύρου πολλά συρτάρια αδειανά με επιγραφές, αγγειά από χοντρόπηλο πράσινο,
ήτον φούσκες, ήτον βρομόχορτα παλιωμένα, κακομοιριασμένα δεμάτια βούρλα, παλιά
κομμάτια από διαφόρων λογιών ιατρικά, αριά σπαρμένα εδώ κι εκεί για να
προσκαλέσουν τον αγοραστή.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Βλέπω από μακριά έναν Σοφολογιότατον· επιθυμώ για την
ησυχία μου και για τη δική σου και για τη δική του να μην έλθει κοντά μας.
ΦΙΛΟΣ
Το επιθυμώ κι εγώ· εσύ θυμώνεις πάρα πολύ.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Θυμώνω γιατί είμαι στενεμένος να ξαναπώ τα πράγματα οπού
είπαν τόσες φορές τα άλλα έθνη, και δίχως ωφέλεια να τα ξαναπώ. Οι Γάλλοι
έλαβαν φιλονικεία για τη γλώσσα, και ετελείωσε εις την εποχήν του Δαλαμπέρτ·
την έλαβαν οι Γερμανοί, και ο Όπιτς έδωσε το παράδειγμα της αλήθειας· την
έλαβαν οι Ιταλοί, και με τόσο πείσμα, οπού μήτε το παράδειγμα του Υψηλότατου
Ποιητή είχε φθάσει για τότε να τους καταπείσει. Ησύχασαν τέλος πάντων γράφοντας
τη γλώσσα του λαού τους τα σοφά έθνη, και αντί εκείνες οι ελεεινές ανησυχίες να
μας είναι παράδειγμα για να τες αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα.
Τέλος πάντων οι Σοφολογιότατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα
οπού ήτον μία φορά ζωντανή εις τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και
αν ήτον αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την εξάπλωση της σοφίας· αλλ’ οι
δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες
φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί.
ΦΙΛΟΣ
Ο Σοφολογιότατος έρχεται κατά μας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Καλώς τα δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια
μ’ αυτόν. Κοίτα πώς τρέχει! Το πηγούνι του σηκώνει την άκρη, ωσάν να ήθελε να
ενωθεί με τη μύτη. Ω να εγένονταν η ένωση, και τόσο σφιχτή, που να μην μπορεί
πλέον ν’ ανοίξει το στόμα του για να φωτίσει το γένος!
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Έφαγα τον κόσμο, φίλτατε, για να σ’ εύρω· έτρεχα, όπως
είναι το χρέος ενός καλού πατριώτη να τρέχει, όταν είναι εις κίνδυνον η δόξα
του γένους· ένα βιβλίο θέλει τυπωθεί ογλήγορα γραμμένο εις τη γλώσσα του λαού
της Ελλάδας, οπού λέγει κακό για μας τους σοφούς, και μου κακοφαίνεται.
ΦΙΛΟΣ
Γιατί σου κακοφαίνεται;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί πολλά μυαλά είναι σωστά και πολλά όχι· και όσα δεν
είναι σωστά ημπορεί να απατηθούν. Είναι τόσοι χρόνοι οπού σπουδάζω για το κοινόν
όφελος της πατρίδας μου και δεν επιθυμούσα να έβγουν άλλοι να μου τυφλώσουν
τους ανθρώπους. Ήλθα σ’ εσέ, οπού είσαι σοφός και συ, για να ενωθούμε με όσους
συλλογίζονται καλά και να καταπλακώσουμε αυτόν τον βάρβαρον συγγραφέα.
ΦΙΛΟΣ
Και ποίος είναι ο συγγραφέας;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Δεν μου είπαν τ’ όνομά του· μου είπαν πως είναι ένας
νέος, ο οποίος για την κοινή γλώσσα βαστάει πάντα το σπαθί στο χέρι, και από τη
μάνητα τη μεγάλη ημπορούμε να πούμε πως εκαταστήθηκε άλλος Αίας μαστιγοφόρος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν πάρε τα μέτρα σου μη λάχει και στον θυμό του
σκοτώσει πρόβατα και αυτός και εντροπιασθεί.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ας εντροπιασθεί· γι’ αυτόν δεν με μέλει· με μέλει για το
κοινόν όφελος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και τί όφελος;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Η γλώσσα σού φαίνεται λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα
διδάξεις το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξεις πρώτα τες ορθές λέξες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει,
μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Με μεγάλη φωνή):
Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες
από μικρός;
ΠΟΙΗΤΗΣ
(Με μεγαλύτερη):
Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους
εσπούδαξες από μικρός;
ΦΙΛΟΣ
Αδέλφια, μην αρχινάτε να φωνάζετε, γιατί βρισκόμασθε εις
το δρόμο, και η αληθινή σοφία λέει το δίκαιόν της με μεγαλοπρέπεια και χωρίς
θυμούς.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Χαμηλώνοντας τη φωνή και προσπαθώντας να φανεί
μεγαλόπρεπος)
Αλήθεια, φίλε· έτσι έκανε και ο Σωκράτης.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Απαράλλαχτα! Θυμήσου το όνομα, γιατί ημπορεί να
χρειασθεί. Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τούτο μού φαίνεται πολύ παράξενο· ένας από τους
σοφότερους του έθνους μας έγραψε ότι για να γράφουμε με τα λόγια του λαού
πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζόμασθε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αυτά είναι τέκνα στραβόκορμα ενός πατέρα ευμορφότατου. Ο
Κονδιλλιάκ είχε πει πως η λέξη είναι το σημείο της ιδέας· δεν εφαντάσθηκε όμως
ποτέ πως όσοι έχουν τες ίδιες λέξες έχουν τους ίδιους στοχασμούς. Τα νομίσματα
εις τον τόπον εις τον οποίον ζεις έχουν την ίδια τιμή· μολοντούτο εις τα χέρια
μου δεν αξίζουν, γιατί δεν ηξέρω να τα ξοδιάζω, εις τα χέρια σου αξίζουν ολίγο
περσότερο, γιατί ηξέρεις και τα οικονομείς, και εις τα χέρια ενός τρίτου εις
ολίγον καιρό πληθαίνουν. Αν ήτον αυτό αληθινό, όλοι οι άνθρωποι ενός τόπου
έπρεπε να έχουν τους ίδιους στοχασμούς· διαφέρουν όμως εις αυτούς, όπως
διαφέρουν εις τες φυσιογνωμίες· και αν κατά δυστυχίαν του γένους κανένας
Σοφολογιότατος ετρελαινότουν, είναι πιθανό να εξεθύμαινε την τρέλα του με τα
ίδια λόγια οπού ήτον συνηθισμένος να λαλεί· και για τούτο είναι σωστό πράγμα να
πω ότι συλλογίζεται σαν κι εσένα;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Σ’ τούτο το στερνό φρόνιμα ομίλησες· τες λέξες όμως του
λαού να μεταχειριζόμασθε είναι άγνωστο πράγμα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Το ενάντιο είναι άγνωστο. Εις τί περίστασες βρισκόμασθε,
εις τί περίστασες βρίσκεται η γλώσσα μας; Εβγήκε ακόμα κανένας μεγάλος
συγγραφέας να μας είναι παράδειγμα, ο οποίος να ευγένισε αληθινά τα λόγια της,
ζωγραφίζοντας με αυτά εικόνες και πάθη;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
… Σαν τον Όμηρο, όχι βέβαια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πολύ ψηλά επήδησες, φίλε. Πες μου λοιπόν πώς πρέπει να
πορευθούμε;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Πρέπει να τρέξουμε εις τες μορφές των ελληνικών λέξεων
και να πάρουμε όσες ημπορούμε, και κάποιες από τες δικές μας, οπού δεν είχαν οι
Παλαιοί, να τες σύρουμε στην παλαιά μορφή.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Γιατί;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί αυτές οι λέξες είναι ευγενικότερες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πες την αλήθεια, είναι άβλαβη η συνείδησή σου ενώ μου λες
τέτοια;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Άβλαβη, μά την αγάπη του Ελικώνος!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Φριχτότατος όρκος! και βεβαιώσου πως μου ταράζει τα
σωθικά. Εγώ σου λέγω ωστόσο, πως έχεις πλακωμένην την κρίσιν από τον κόπον οπού
έκαμες για να τες μάθεις, και επειδή παρατηρώ πως εσείς όλοι ελπίζετε να
φωτίστε το γένος με τ’ αλφαβητάρι στο χέρι, σ’ ερωτώ, ποίο αλφαβητάρι είναι
ευγενικότερο, το δικό μας, ή το ιταλικό;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όσο μεν για τούτο… τα γράμματα κάθε αλφαβηταριού έχουν
την ίδιαν ευγένεια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήγουν δεν έχουν καμίαν αφ’ εαυτού τους. Όταν είναι
σκόρπια και ανακατωμένα, τί δηλούν; έρχεται ο τυπογράφος, τα διαλέει, τα βάνει
εις τάξη, και το μάτι διαβάζει: Ουρανός, Μάρκος Μπότσαρης, Σοφολογιότατος. Εις
την πρώτη λέξη σκύφτω το κεφάλι μου, αναδακρύζω στη δεύτερη, και στην τρίτη
γελώ για χρόνους. Το ίδιο πες για τες λέξες· η ευγένειά τους κρέμεται από την
τέχνη με την οποίαν τες μεταχειρίζεσαι.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όποιαν τέχνην και αν μεταχειρισθείς, οι λέξες της τωρινής
Ελλάδας είναι διεφθαρμένες… Τί με κοιτάζεις χωρίς να ομιλείς;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Κοιτάζω τες άσπρες τρίχες της κεφαλής σου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αμή τί έχουν να κάμουν με τες λέξες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Έχουν να κάμουν με τον καιρό. Ο καιρός, οπού άρχισε να
σου κάνει σεβάσμια τα μαλλιά, διαφθείρει όλα τα πράγματα του κόσμου, και τες
γλώσσες ακόμα, και ησύχασε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τί ευγένεια ημπορούν να έχουν οι λέξες μας αν είναι
διεφθαρμένες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ευγένειαν οπού είχαν οι αγγλικές πριν γράψει ο
Σαίξπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές πριν γράψει ο Ρασίν, οπού είχαν οι ελληνικές
πριν γράψει ο Όμηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. Κάθε
γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των
γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας
σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον
οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εγώ δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, αγκαλά έπρεπε
να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγώ δεν κάνω καμία, για να μην χάνω καιρό· και τη ζωή του
Μαθουσάλα να ήμουν βέβαιος πως θα ζήσω, δεν άνοιγα στόμα για τέτοιες ευχές, οι
οποίες φέρνουν το ίδιο όφελος οπού φέρνουν τα κλάηματα στα σώματα των νεκρών.
Οι ευχές οπού κάνω είναι για να ξαναζήσει η σοφία, και η σοφία δεν θέλει να
ξαναζήσει ποτέ όσο γράφετε με τον τρόπον τον εδικόν σας. Έλαβα πάντα τη
δυστυχία να στοχάζομαι με τον Σωκράτη τες λέξες ωσάν τες σφυριές· το αυτί σου
πυθαγορίζει στες παλαιές, το δικό μου και του γένους στες τωρινές.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και ποίος ημπορεί να μου εμποδίσει να διορθώσω, καθώς
θέλει ο Κοραής, τες λέξες μας με τα σχήματα της παλαιάς;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Για ποίο δίκαιο θέλεις να κάμεις τέτοια διόρθωση;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί η διόρθωση μιας γλώσσας νέας πρέπει να γίνει με την
οδηγία της μητρός της· όλη η Ελλάδα λέγει μάτι, εμείς πρέπει να διορθώσουμε και
να πούμε ομμάτιον· λέγει κρεβάτι, πρέπει να πούμε κραββάτιον.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Η πρόταση αύτη ομοιάζει την τρέλα κάποιων ανθρώπων οπού
έχουν τα φαινόμενα της φρονιμάδας.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τί εννοείς να πεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εννοώ να πω ότι μόλον που η πρόταση φαίνεται πως περιέχει
κάποιο δικαίωμα, αν την ξετάξεις καλά, δεν περιέχει κανένα, και είναι ενάντια
εις τα παραδείγματα των άλλων εθνών.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τούτο επιθυμώ να μου αποδείξεις.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μετά χαράς· και τόσο προθυμότερα σου το αποδείχνω, όσο
συλλογίζομαι πως τούτο είναι το πρώτο θεμέλιο, εις το οποίο υψώνεται το μεγάλο
χτίριο της γλώσσας σας, η οποία, με το θέλημα σου, είναι βαρβαρότατη, όπως
θέλει σου το αποδείξω εις το εξής. Η διαφθορά της μορφής των λέξεων, λέγει ο
Γιβελέν, είναι τριών λογιών· ή αλλάχνουν τα φωνήεντα, ή αλλάχνουν τα σύμφωνα, ή
αλλάχνουν τοποθεσία τα ψηφία οπού συνθέτουν μίαν λέξη. Τούτο γίνεται εις κάθε
γλώσσα οπού γεννιέται από άλλην. Παρατήρησε τη γλώσσα των Λατίνων, τη γλώσσα
των Ισπανών, τη γλώσσα των Γάλλων, τη γλώσσα των Ιταλών. Σύγκρινέ τες με τη
γλώσσα που τες εγέννησε, και θέλει ιδείς φανερότατην την αλήθειαν οπού σου
λέγω. Τώρα ας πάρουμε τον πρώτο στίχο του Δάντη και ας τον διορθώσουμε κατά τον
τρόπο οπού σεις αποφασίστε να μεταχειρισθείτε:
Nel
mezzo del cammin di nostra vita.
Η ιταλική γλώσσα δεν είναι καθαυτό θυγατέρα της
Λατινικής, είναι εγγονή της· ας κάμουμε τη διόρθωση με την ίδιαν επιδεξιότητα,
με την οποία την κάνετε εσείς εις τη γλώσσα σας. Nel, είναι βάρβαρο, πρέπει να πούμε in — mezzo, κείνα τα δύο zz είναι βάρβαρα, πρέπει να πούμε medio — del, τίποτες — cammin, κάθου γύρευε πόθεν έρχεται! αλλά
θέλει μεγαλοψυχία· ας το λατινίσουμε: cammini — nostra,
πρέπει να πούμε nostrae
— vita, πρέπει να πούμε
vitae. Νά διορθωμένος ο
στίχος και φωτισμένο το γένος!
In medio cammini nostrae vitae.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τούτο είναι γελοίον.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και τα δικά σας τάχα αλλιώτικα είναι; Είναι απαράλλαχτα
τα ίδια. Και τόσον ανόητος ήταν ο Δάντης να μην ηξεύρη και αυτός κατ’ αναλογία
να κάμει στη γλώσσα του τέτοια διόρθωση; Οι στίχοι του οι λατινικοί δεν είναι
βέβαια εύμορφοι, όμως με τον Βιργίλιο, οπού όλον τον είχε στο νου του, δεν
ήθελε πολύ τέτοιες διόρθωσες να τες κάμει. Γιατί δεν τες έκαμε; Γιατί δεν τες
έκαμαν οι Γάλλοι; Γιατί δεν τες έκαμαν οι Λατίνοι; Και πώς ημπορούσαν να τες
κάμουν; Ας πάρουμε την ύστερη λέξη και ας ιδούμε αν ημπορεί ποτέ να
ξεβαρβαρωθεί. Είπαμε vitae
αντί για vita· αλλά
εξεβαρβαρώθηκε εις τέτοιον τρόπο; Όχι, Σοφολογιότατε· η μορφή της λέξης έπεσε
από μίαν βαρβαρότητα εις άλλην· το vitae είναι διεφθαρμένο και αυτό από το θαυμαστό σου το βίος, το
ελληνικό· το βίος λοιπόν είναι η πρωτότυπη μορφή και η αληθινά ευγενική; Ποίος
το είπε; Ποίος ξεύρει να σου το πει; Το όφις, το οποίο βέβαια το στοχάζεσαι
ευγενικότερο από το φίδι, το όφις λέγω, με τόσες άλλες λέξες, δεν είναι μήτε
ελληνικό, γιατί το οφ είναι ξένο, και μοναχά η κατάληξή του είναι ελληνική· και
έτσι καθώς βλέπεις, Σοφολογιότατε, αγάλια αγάλια εγώ σε στενεύω να ομιλήσεις
του Αδάμ τη γλώσσα, και ημπορείς να μου ψάλεις με τον Δάντη: La lingua ch’ei parlo fu tutta spenta· γιατί εγώ σου
αποκραίνομαι: Ομίλειε με τα νοήματα για να μη βαρβαρίζεις!
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Λοιπόν;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν του λαού της Ελλάδας όλες τες λέξες…
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Κοκκινίζοντας)
Πάντα τον λαό μού βγάνεις έξω για διδάσκαλο! ποίος το
είπε ποτέ!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πολλοί το είπαν, πολλοί. Ο Βάκων λέγει, δεν θυμούμαι εις
τί μέρος, ότι είναι κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι στοχάζονται πως τα πράγματα
ειπώθηκαν όλα, και εσύ στοχάζεσαι πως δεν ειπώθηκε τίποτε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Σε παρακαλώ να μου πεις ποίος το είπε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Άκουε, Σοφολογιότατε, και τρόμαξε: Is qui, omnium eruditorum testimonio, totiusque judicio Graeciae, cum prudentia et acumine et venustate et subtilitate, tum vero eloquentia (ακούς
Σοφολογιότατε; eloquentia),
varietate, copia, quam se cumque in partem dedisset, omnium fuit facile princeps.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ποίος; πες μου ποίος, να ησυχάσουμε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Θυμήσου το όνομα οπού εμελέτησες πρωτύτερα, γιατί τώρα
χρειάζεται.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ποίος; Ο Σωκράτης;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο ίδιος· και επειδή σε βλέπω και αχνίζεις εις τ’ όνομά
του, να σε θερίσω και με τα λόγια του:
Αλκιβιάδης: Οἶμαι ἔγωγε· ἄλλα γοῦν πολλὰ οἷοί τ’ εἰσὶν (οἱ
πολλοί) διδάσκειν σπουδαιότερα τοῦ πεττεύειν.
Σωκράτης: Ποῖα ταῦτα;
Αλκιβιάδης: Οἷον καὶ τὸ ἑλληνίζειν παρὰ τούτων ἔγωγ’ ἔμαθον,
καὶ οὐκ ἂν ἔχοιμι ἐμαυτοῦ εἰπεῖν διδάσκαλον, ἀλλ’ εἰς αὐτοὺς ἀναφέρω οὓς σὺ φῂς
οὐ σπουδαίους εἶναι διδασκάλους.
Σωκράτης: Ἀλλ’, ὦ γενναῖε, τούτου μὲν ἀγαθοὶ διδάσκαλοι οἱ
πολλοί, καὶ δικαίως ἐπαινοῖντ’ ἂν αὐτῶν εἰς διδασκαλίαν.
Αλκιβιάδης: Τί δή;
Σωκράτης: Ὅτι ἔχουσι περὶ αὐτὰ ἃ χρὴ τοὺς ἀγαθοὺς
διδασκάλους ἔχειν.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Μη λάχει και εννοεί τίποτε άλλο;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εσύ, οπού είσαι ελληνιστής, μου κάνεις εμέ τέτοια
ερωτήματα; είναι δουλειά δική σου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Δεν σου λέγω το εναντίο… Ευμορφότατα λόγια!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ευμορφότατο νόημα! Ναι, ευμορφότατο νόημα! Αμή τί ήθελες;
να γράφει τες λέξες της κεφαλής του καθένας; με ποίο δικαίωμα; με το δικαίωμα
που δίνει το πνεύμα και η μάθηση; Καλό, λοιπόν· ένας οπού έχει πνεύμα και
μάθηση φτιάνει μορφές λέξεων καθώς θελήσει, ένας άλλος κάνει το ίδιο, ένας
τρίτος κάνει χειρότερα, και εις ολίγον καιρό δεν έχουμε παρά σκοτάδια
πυκνότατα. Για τούτο η φύση των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια από
το στόμα όχι δύο και τριών ανθρώπων, αλλά από του λαού το στόμα· και η φιλοσοφία αγρίκησε
αυτήν την θέλησή της και την εκήρυξε στους ανθρώπους. Όσο μεν γι’ αυτό που
υποπτεύεσαι, πως να είναι άλλο τι απ’ αυτό που σημαίνουν τα λόγια, για ν’
αφήσεις κάθε αμφιβολία, να σου πω πόσοι κλασικοί εξαναείπαν το ίδιο πράγμα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όχι, όχι, μη μελετήσεις κανέναν, γιατί ο Πλάτων αξίζει
για όλους τους και για όσους θα γεννηθούν.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δικαία κρίση· αλλά η προφητεία την υπερβαίνει.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εγώ πιστεύω του Πλάτωνος, περσότερο από όσα δικαιώματα
ημπορεί κανείς να προβάλει· παρά να αμφιβάλλω στα λόγια του, κάλλιο να τρελαθώ,
και ήθελε τωόντι τρελαθώ αν αμφίβαλλα. Αγκαλά… τέτοιο πράγμα μού κάνει μεγάλην
αγανάχτηση στην ψυχή μου… Είσαι γενναίος;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και αν δεν είμαι, ακολουθώντας τα παραδείγματα τόσων
άλλων, προσπαθώ να φαίνομαι τέτοιος.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ω! είσαι τέτοιος βέβαια, είσαι τέτοιος!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ευχαριστώ, και ας είναι η πρώτη φορά οπού με βλέπεις.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Ομιλώντας αγαλινά)
Πιστεύεις πως ο Πλάτων (Θεέ μου, συγχώρεσε με!) ο Πλάτων,
λέγω, ο ίδιος οπού το είπε, πιστεύεις πως έγραφε καθώς ομιλεί ο λαός;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν το πιστεύω· και ποίος το πιστεύει;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Το πιστεύουν όσοι είναι της χυδαϊκής φατρίας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Στρεβλό πράγμα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τί έλεγες έως τώρα εσύ ο ίδιος;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τίποτε από αυτά. Εμείς δεν είπαμεν ακόμη πώς πρέπει να
γράφουμε τη γλώσσα· έως τώρα είπα και σου απόδειξα, πως οι μορφές των λέξεων,
όταν είναι κοινές, δεν είναι υποκείμενες να αλλάζονται από κανέναν με πρόφαση
διόρθωσης· και τίποτε άλλο.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και τα λόγια του Πλάτωνος γιατί μου τα ανέφερες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Για να καταπεισθείς πως τη σημασία των λέξεων ο λαός την
διδάσκει του συγγραφέα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Το σύγγραμμα λοιπόν θα είναι κάθε άλλο πράγμα από του
λαού την ομιλία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όχι κάθε άλλο πράγμα· εκείνο οπού λέγει ο Βάκων για τη
φύση, δηλαδή πως ο φιλόσοφος για να την κυριέψει πρέπει πρώτα να της υποταχθεί,
ημπορεί κανείς να το πει για τη γλώσσα· υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού,
και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αυτό δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Νά πώς γίνεται. Από τα παραδείγματα που θέλει σου αναφέρω
θέλει φανερωθεί πως ο συγγραφέας πότε στες φράσες του ακολουθάει τον λαό, πότε
όχι· πως η μορφή των λέξεων οπού μεταχειρίζεται ο λαός δεν αλλάζεται από τον
συγγραφέα· πως κάθε λέξη για να λάβει ευγένεια δεν χρειάζεται άλλο παρά η τέχνη
του συγγραφέα· αν παίρνω τα παραδείγματα από τους ξένους, μη με ελέγχεις· γιατί
το φταίξιμο δεν είναι δικό μου.
Quand’
io fui desto innanzi la dimane
pianger
sentii fra ’l sonno i miei figliuoli
ch’eran
con meco, e domandar del pane.
Παρατήρησε, σε παρακαλώ— το θυμάσαι όλο εκείνο το μεγάλο
θαύμα της τέχνης, τον Ουγολίνο; τούτα τα λόγια σού εγγίζουν την ψυχή;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Μάλιστα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εδώ δεν είναι μεταφορά καμία, εδώ δεν είναι καμία φράση
δεινή, και εις τούτους τους τρεις στίχους ο Ποιητής ακολούθησε τον λαό· μάλιστα
είναι καλό να παρατηρήσουμε πως εκείνο το con meco, οπού οι Ιταλοί το βρίσκουν σωστότατο, δεν ημπορεί να
προέρχεται παρά από τον κοινό λαό, γιατί ο συγγραφέας αφ’ εαυτού του δεν
τολμάει να το κάμει· και ως προς τούτο θυμήσου το δῶ του Ομήρου, το ca’ του Δάντη, και άλλα τέτοια
πλήθος, και, για να πληροφορηθείς πως ο συγγραφέας δεν είναι εκείνος οπού τα
πλάττει, βάλε και εσύ κατά μίμησιν αντί για ψωμί, ψω, να ιδούμε τί απόκριση
λαβαίνεις από τους άλλους.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εις ποίες περίστασες ο ποιητής δεν ακολουθάει στες φράσες
του τον λαό;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εις πολλές· όμως και εις αυτές πρέπει οι φράσες του να
έχουν κάποιαν αναλογία με τες άλλες οπού υπάρχουν:
E questa
e l’altre mossero a sua danza
e quasi
velocissime faville
mi si
velar di subita distanza.
Στους πρώτους δύο στίχους οι φράσες του ποιητή είναι
φράσες του λαού, στον τρίτον όχι, και έχει τέχνη καλή η μορφή των λέξεων,
μολοντούτο είναι πάντοτε η ίδια.
I’ venni
in loco d’ogni luce muto
αυτή η φράση δεν είναι του λαού, τα λόγια όμως τα
καταλαβαίνει γιατί είναι δικά του.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Δώσ’ μου κανένα παράδειγμα για να καταλάβω εις τί τρόπον
οι λέξες οπού φαίνονται χυδαϊκές ημπορούν να ευγενισθούν.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ευθύς· όχι ποτέ αλλάζοντας μορφή. Αλλά πες μου εσύ πρώτα:
sollevo, peccator, capo, pasto, forbendo,
capelli, αυτά τα λόγια
σού φαίνονται ευγενικά;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τα τρία τα στερνά μού φαίνονται πολύ χυδαία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
La bocca
sollevo dal fiero pasto
quel
peccator, forbendola a’ capelli
del capo
ch’egli avea diretro guasto.
Τώρα εκείνο το forbendo, εκείνο το pasto σού φέρνουν φρίκη ή όχι;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
—
ΠΟΙΗΤΗΣ
Νά λοιπόν, αν έχεις ψυχή, αισθάνεσαι πως έτσι
μεταχειρισμένα τα λόγια δεν είναι χυδαϊκά· αν δεν έχεις, μήτε τα φαντάσματα της
ποιήσεως βλέπεις, μήτε τα πάθη αισθάνεσαι, και με την πρόληψη που έχεις, τα
λόγια σού φαίνονται χυδαϊκά.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Η βάση λοιπόν, εις την οποίαν πρέπει να καλλωπίσουμε τη
γλώσσα μας, αντί να είναι η ελληνική, θέλεις να είναι η τωρινή;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εξ αποφάσεως.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και πώς ημπορεί να γίνει αυτό; Είναι τόσες διάλεκτοι στην
Ελλάδα και δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πόσες διάλεκτοι; πόσες; Κοίτα καλά μη σε απατήσει η
διαφορά της προφοράς, ενώ κρίνεις τες διαλέκτους της Ελλάδας· δέκα λόγια οπού
εμείς έχουμε αλλιώτικα από κείνα πὄχουν εις το Μοριά, τί πειράζουν; Έπειτα
ποίες είναι τούτες οι μεγάλες διαφορές; Εμείς λέμε πατερό, και άλλοι λένε
πάτερο, εμείς λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού
λένε αγέρας, εμείς ημπορούνε, και άλλου λένε ημπορούν· τί διαφορές είναι
τούτες; Δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Ιταλοί, οι οποίοι
αληθινά δεν ακούονται. — Έλαβες ξένον δούλον ποτέ;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τους δούλους μού βγάνεις έξω;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αποκρίσου, γιατί δεν ηξέρεις πού αποβλέπει η ερώτησή μου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Έλαβα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όταν ομιλούσαν τους εκαταλάβαινες;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
—
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αποκρίνομαι εγώ· εγώ έλαβα δούλους ξένους, έναν από τη
Μάνη, και τον εκαταλάβαινα εξαίρετα· έναν από το Γαστούνι, έναν από τον Όλυμπο,
έναν από τη Χιο, έναν από τη Φιλιππούπολη, και τους εκαταλάβαινα εξαίρετα·
άκουσα να ομιλούν ανθρώπους από το Μισολόγγι, από την Κωνσταντινούπολη, και τα
λοιπά, και τους εκαταλάβαινα τόσο, οπού σχεδόν έλεγα πως είναι από τον τόπο
μου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αμή αυτοί ήταν αμαθέστατοι όλοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήταν· και ο Χριστόπουλος, οπού είναι κάθε άλλο παρά
αμαθέστατος, γράφει με τες λέξες αυτών.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και αυτές οι λέξες…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και αυτές οι λέξες είναι οι ίδιες, με τες οποίες βρίσκεις
γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα οπού δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζει, και έχει
στη ράχη του χρόνους διακόσιους. Είδαμε τα κλέφτικα τυπωμένα και γνωρίζουμε και
άλλα απ’ αυτά και ελυπηθήκαμε πώς θα πάνε στα χέρια των νέων τόσες τρέλες
ποιητικές και αηδέστατες,* και επαρατηρήσαμε πως δεν έχουν μία λέξη που να μη
σώζεται στη Ζάκυνθο.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και η φτώχεια της γλώσσας δεν σου φέρνει σύγχυση καμία;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πρώτον μεν, δεν άκουσα ποτέ πως η φτώχεια μιας γλώσσας
είναι αρκετό δικαιολόγημα για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι· δεύτερον δε, ποίος
αποφάσισε πως είναι φτωχή;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όλοι οι σοφοί του έθνους.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Σοφοί; ας είναι· και οι σοφοί δεν σου φαίνονται πως
ημπορούν να πάρουν λάθος;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Είναι ευκολότερο να λανθάνεσθε εσείς.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Να ήταν τούτο ζήτημα σκοτεινό και καινούριο, ίσως· αλλά
είναι καινούριο; εις την εποχή του Δάντη δεν εκινήθηκε κάτι παρόμοιο; όλοι οι
σοφοί, καθώς τους κράζεις εσύ, εκείνου του καιρού, δεν εκατάτρεξαν τον Δάντη;
δεν του έλεγαν πως η γλώσσα είναι διεφθαρμένη, δυστυχισμένη, φτωχή, και πως δεν
είναι άξια να τη γράφει άνθρωπος οπού έχει σοφία; Δεν αυθαδιάσαν να τον
φωνάξουν πως ήπρεπε να διπλώσουν με τα συγγράμματα του το πιπέρι; Τί λοιπόν μου
φέρνεις έξω τους σοφούς για να με τρομάξεις; Δεν είχαν εις τούτο περσότερη
γνώση από τους φιλοσόφους
οι χυδαίοι άνθρωποι, οι οποίοι ετραγουδούσαν στους δρόμους τους στίχους του;
Είναι τώρα ένας στην Ιταλία που να μη σπουδάζει, για να μάθει τη γλώσσα, τον
Δάντη;
* * *
Έως εδώ τελειώνουν το πρώτο, δεύτερο και τρίτο τετράδιον·
δεν ευρέθη το τέταρτον, ίσως λείπει και πέμπτο· το ακόλουθο είναι το υστερινό).
*
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εγώ σε βεβαιώνω ότι πολεμώ για την αλήθεια και όχι για
τίποτε άλλο.
ΠΟΙΗΤΗΣ
(Πιάνοντας φιλικά το χέρι του Σοφολογιότατου):
Τίμια λόγια σού εβγήκαν από το στόμα· και εγώ και εσύ
πολεμούμε για την αλήθεια, αλλά συλλογίσου καλά, μήπως, κυνηγώντας την αλήθειαν
εις εκείνον τον τρόπο, απατηθείς σφίγγοντας εις τον κόρφο σου το φάντασμά της.
Έλα στο νου σου, στοχάσου πόσο κακό κάνει η γλώσσα που γράφετε· ώς πότε θα
ακολουθούν να μας κλαίγουν οι ξένοι και να μας ξαναθυμούν τες δόξες των παλαιών
μας για να μας αυξήσουν την εντροπή; Η δάφνη κατεμαράνθη, εφώναξε ο γενναίος·
πικρότατα και αληθινά λόγια! Ναι! Αλίμονον! η δάφνη κατεμαράνθη! Έρχεται ο
ξένος και βρίσκει ακόμη ζωντανά πολλά συνήθεια της Ιλιάδος· ακόμη οι γυναίκες
λέγουν τα μοιρολόγια εις τα λείψανα και τα φιλούν· ακόμη ο γέρος στη δυστυχιά του
χτυπάει το μέτωπό του με τα δύο του χέρια και τα σηκώνει στον ουρανό σαν να
ήθελε να τον ερωτήσει γιατί έπεσε τέτοια συμφορά στο κεφάλι του· ακόμη γυμνώνει
το βυζί της η μάνα και ξαναθυμάει του παιδιού της το γάλα που του έδωσε· ακόμη
ο δούλος κάνει όρκον εις το ψωμί που τον έθρεψε. Όμως ο ξένος δεν έχει άλλα
δικά μας να μουρμουρίσει στα χείλα του παρά Μῆνιν ἄοιδε Θεά, γιατί η δάφνη
κατεμαράνθη. Και τώρα που ξαναγίνεται νίκη στο Μαραθώνα, δεν σώζεται φωνή
ανθρώπου να ξανακάμει στη γλώσσα μας όρκον: Μά τες ψυχές που εχάθηκαν
πολεμώντας! γιατί η δάφνη κατεμαράνθη.
(Ο ποιητής κλαίει)
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Γελάει)
Σε παρακαλώ να θυμηθείς τα λόγια τα πικρά που μου είπες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Συγχώρεσέ με· έχω εύκολο το χείλο και δεν έχω κακή την
καρδιά· συγχώρεσε με, σου λέγω.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Πες πως τα ξαστόχησα όλα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όχι όλα, αδελφέ αγαπημένε, μά τη μνήμη του Μπότσαρη, μη
τα ξαστοχήσεις όλα! Τόσοι πατέρες έχουν εις τη διδασκαλία σου τα παιδιά τους
και ελπίζουν να τα κάμεις ασπίδες της πατρίδας, και μην θέλεις να πάρεις το
κρίμα στο λαιμό σου. Δεν είναι εντροπή να φανερώσει άνθρωπος πως έσφαλε,
μάλιστα θέλει σ’ επαινέσει κάθε γενναίος, και εγώ σου δίνω στο μέτωπο το φιλί
της ειρήνης.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εμείς, εμείς, θέλει σηκώσουμε τους στύλους της γλώσσας,
τώρα που η ελευθερία…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσείς, εσείς θέλει σηκώσετε τους
ίδιους στύλους οπού έστησε περνώντας από την Παλαιστίνην ο Σέσωστρις! Δεν
υποφέρεσαι πλέον! Εσύ ομιλείς για ελευθερία; εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον
νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεση της ορθογραφίας έως
τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθερία; Είδαμε το όφελος οπού εκάματε με τα φώτα σας
εις την επανάσταση της Ελλάδας· ακούσαμε ποιητάδες ανόητους που ήθελαν να
αθανατίσουν τους ήρωες και οι παινεμένοι ήρωες δεν εκαταλάβαιναν λέξη· ακούσαμε
πεζούς σκοτεινόμυαλους, οι οποίοι επροσπαθούσαν να ανάψουν φλόγα πολέμου εις
τον λαό, και αρχινούσαν από τη λέξη Προτροπή. Και πώς; ο λαός της Ρώμης έτρεχε
ν’ ακούσει τον Κικέρωνα γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε; γιατί δεν εκαταλάβαινε
τίποτε εδιόρθωσε ο λαός τον Δημοσθένη, ο όποιος έπαιξε επιταυτού με τη λέξη
σφαλμένη; γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε εθαύμασε, όταν εδιάβασε την ιστορία του
ο Ηρόδοτος, κι έκλαιγε ωστόσο ακούοντάς την ο Θουκυδίδης, οπού ήτον δεκατρίων
χρονών; και γιατί δεν εκαταλάβαιναν τίποτε εκφωνούσαν οι Σπαρτιάτες τρέχοντας
εις την μάχη τα πολεμικά τραγούδια του Τυρταίου και αισθάνονταν τραγουδώντας
και άλλην ψυχή μες στα στήθια τους; Ω νέοι συμμαθητάδες μου, πώς ημπορείτε να
λάβετε ποτέ ελπίδα να τραγουδήσουν και τα δικά σας, εάν σας τρυπούν τ’ αυτιά οι
διδάσκαλοι σας με βρώματα, με θούριον και με παρόμοια; Ω Σοφολογιότατοι! αυτά
είναι τα μαθήματα που τους δίνετε και θέλετε να τους φωτίσετε; τόσο κάνει να
τους φωτίσετε και με μια φουχτιά στάχτη στα μάτια! Σας δίνω όμως την είδηση ότι
ετέλειωσε το βασίλειόν σας εις την Ελλάδα με των Τουρκών το βασίλειο.
Ετέλειωσε, και ίσως αναθεματίστε την ώρα της Επαναστάσεως· όχι, όχι, η Ευρώπη
οπού έχει προσηλωμένα εις εμάς τα μάτια της για να ιδεί τί κάνουμε τώρα οπού
συντρίβουμε τες άλυσες της σκλαβιάς, δεν θέλει μας ιδεί ποτέ να υποταχθούμε εις
τριάντα τυράννους ξύλινους!
ΦΙΛΟΣ
Σώπα γιατί μαζώνεται ο λαός.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν με μέλει, ας μαζωχθεί· μάλιστα ας μαζωχθεί ο λαός της
Ελλάδας όλης για να τον ακούσει ο Σοφολογιότατος πώς ομιλεί· ας μαζωχθεί για να
τον φωνάξω όσο δύναμαι δυνατότερα πόσο είναι αδικημένος εις το σκήπτρο της
γλώσσας, το οποίον του έδωκε η φύση. Εγνώρισε τη δύναμη αυτού του σκήπτρου ο
Σωκράτης, την εγνώρισε ο Κικέρων, την εγνώρισε ο Σπερόνης, την εγνώρισαν όλοι
οι σοφοί κάθε έθνους και κάθε καιρού, και τούτος θέλει να το αδράξει από τα
χέρια του, να το τσακίσει και να του δώσει άλλο βρικολακίστικο!
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αλλά, Κύριε…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά, Κύριε, δεν θέλει το τσακίστε ποτέ· οι ανδρείοι
θέλει το μεταχειρισθούν εις την πλάτη σας, καθώς ο Οδυσσέας εμεταχειρίσθηκε το
δικό του εις την πλάτη του Θερσίτη.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αλλά, Κύριε…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά, Κύριε, δεν ηξέρεις τί συλλογίζεσαι. Να αλλάξεις τη
γλώσσα ενός λαού! Σύρε, λοιπόν, τριγύρισε την Ελλάδα, σύρε νά βρεις την κόρη
και πες της με τί λόγια πρέπει να λέγει ότι η ευμορφύτερη ευμορφιά του κορμιού
της είναι η τιμή· άμε νά βρεις τους πολεμάρχους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές
και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα· άμε νά βρεις τον ασπρομάλλη, ο
οποίος θυμάται πόσον αίμα μάς ερούφηξεν ο Αλής, και πες του με τί λόγια πρέπει
να παρασταίνει βρέφη, παρθένες, γέροντες αδικοσκοτωμένους εξήντα χιλιάδες· άμε
νά βρεις τους δυστυχέστατους Χιώτες, οι οποίοι παραδέρνουν εδώ κι εκεί, και
όταν κουρασθούν κάθονται, ίσως, εις κανένα έρημο ακρογιάλι και ψάλλουν με λόγια
δικά τους επί τον ποταμόν Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμε και εκλαύσαμε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αλλά, Κύριε…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά, Κύριε, δεν σ’ αφήνω να ομιλείς πλέον. Άλλην έγνοια
δεν έχετε παρά να διακονεύετε λέξες με τα κεφάλια σας· και τα κεφάλια σας είναι
άλαλα και ξερά ωσάν τα κρανία που κοιμούνται στα χώματα. Θέλει άλλο παρά λέξες
διακονεμένες για να ωφελήσεις έναν λαό, ο οποίος πολεμάει για την ελευθερία
οπού έχασε από αιώνες, και κάνει τέρατα! Είναι δύο φλόγες, διδάσκαλε, μία στο
νου, άλλη στην καρδιά, αναμμένες από τη φύση εις κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι
εις διάφορες εποχές διαφορετικά μέσα μεταχειρίζονται για ν’ απολαύσουν τα ίδια
αποτελέσματα· και από τη γη πετιούνται στον ουρανό, και από τον ουρανό
πετιούνται στον Άδη, και ζωγραφίζουν εικόνες και πάθη, παρόμοια μ’ εκείνα οπού
είναι σπαρμένα από τη φύση στον κόσμο· και αγαπούν και σέβονται και λατρεύουν
την τέχνη τους ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής, και ομοιώνονται με τα
συμβεβηκότα που περιγράφουν, και κάνουν τους άλλους να γελούν, και κλαίουν και
ελπίζουν και φοβούνται και δειλιάζουν και ανατριχιάζουν, και δεν αφήνουν
αναίσθητες παρά τες πέτρες και σε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Ομιλώντας γλήγορα)
Καλά, καλά, αλλά λίγοι γνωρίζουν την παλαιήν ορθογραφία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Χαίρετε, λοιπόν, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες,
περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, υποστιγμές,
ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας και ουδέ ποιητής ουδέ
λογογράφος ημπορεί να γράψει λέξη χωρίς πρώτα να σας υποταχθεί. Εσείς
εμπνεύσατε, πριν γεννηθείτε, τον Όμηρο, όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την
Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον
εκαταλάβαινε· εσείς τον εμπνεύσετε όταν περιγράφει τον αποχαιρετισμό του
Έκτορος εις την Ανδρομάχη και το τέκνο του τον φοβάται και κρύβεται· εσείς τον
εμπνεύσετε όταν περιγράφει τον δυστυχισμένον βασιλέα της Τρωάδας, που παγαίνει
στον Αχιλλέα και πέφτει στα πόδια του και του φιλεί τα χέρια, οπού του είχαν
ολίγο πρωτύτερα σκοτώσει το ακριβότερό του παιδί· εσείς εμπνεύσατε τον Δάντη
όταν ετραγουδούσε τον Ουγολίνο με μίαν δύναμη που δεν βρίσκω παρόμοιαν εις όλη
την ποίηση των παλαιών· εσείς τον Σαίξπηρ όταν επαράσταινε τον Λέαρ, τον Άμλετ,
τον Οτέλλο, τον Μάκβεθ, και ανατρίχιαζεν όλος ο κόσμος της Αγγλίας· εσείς τον
Ρασίν, εσείς τον Γόεθ, εσείς τον Πίνδαρο, οπού ήτον στενοχωρεμένος από τους
σοφολογιότατους του καιρού του να τους κράζει κοράκους. Κοράκοι, όλοι κοράκοι
αληθινοί, και χειρότεροι από τον κόρακα οπού εβγήκε από την Κιβωτό και
εθρεφότουν από τα λείψανα οπού είχε αφήσει ο κατακλυσμός του Κόσμου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
…
(Κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή και φεύγει).
ΦΙΛΟΣ
Είμαι βέβαιος ότι του φαίνεται πως σ’ εχαιρέτησε, τόσο
είναι καταζαλισμένος! Δεν ηξέρει τί ν’ αποκριθεί, όμως δεν τον εκατάπεισες.
Τρέχει να ξαναπεί αλλού ότι είναι γλώσσα διεφθαρμένη.
ΠΟΙΗΤΗΣ
(Κοιτάζοντας κατά το Μοριά).
Ο ήλιος έχει συναγμένες τες υστερινές του αχτίνες εκεί.
ΦΙΛΟΣ
Θυμήσου τα λόγια της Θείας Γραφής· να μη σ’ εύρει
θυμωμένον ο ήλιος οπού πέφτει.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αγιότατα λόγια! και προσπαθώ στη ζωή μου να τα θυμούμαι
όσον δυνατόν περισσότερο· αλλά κάθε φορά που φιλονικήσω με αυτούς τους
Σοφολογιότατους, οι οποίοι προσπαθούν να τυφλώσουν το γένος, τέτοια λόγια μού
βγαίνουν ολότελα από το νου.
ΦΙΛΟΣ
Έχεις προσηλωμένα τα μάτια σου εκεί, και τόσο αναμμένος
είσαι στο πρόσωπο, και τόσο σου τρέμουν τα μέλη, οπού φαίνεται πως ετοιμάζεσαι
να πας εκεί πέρα να πολεμήσεις.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μου πονεί η ψυχή μου· οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους
αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος και όσοι του
ομοιάζουν πολεμούν γι’ ανταμοιβή να τους σηκώσουν τη γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου