ΕΓΩ ΤΟ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ
Με λένε Πάβλο το πετούμενο,
Πετεινό με ένα μόνο φτερό,
Πετούμενο της φωτεινής σκιάς
Και της συγκεχυμένης λάμψης,
Οι φτερούγες μου δεν φαίνονται,
Τ’ αυτιά μου βουίζουν
Σαν διαβαίνω μέσα απ’ τα δέντρα
Ή κάτω απ’ τους τάφους
Σαν πένθιμη ομπρέλα
Ή σαν σπαθί ξεγυμνωμένο,
Τεντωμένος σαν τόξο
Ή στρογγυλός σαν το σταφύλι,
Πετώ συνεχώς δίχως να γνωρίζω,
Πληγωμένος στη σκοτεινή νυχτιά,
Ποιοι με θέλουν να ελπίζω,
Ποιοι δεν θέλουν το τραγούδι μου,
Ποιοι θέλουν το θάνατό μου,
Ποιοι δεν γνωρίζουν ότι φθάνω
Και δεν πρόκειται να με νικήσουν,
Να με ματώσουν, να με πνίξουν
Ή ν’ αγγίξουν το σχισμένο μου ρούχο
Με το σφύριγμα του ανέμου.
Γι’ αυτό έρχομαι και φεύγω,
Πετάω και δεν πετάω αλλά τραγουδάω:
Είμαι το μανιασμένο πουλί
Της ήρεμης τρικυμίας.
EL PÁJARO YO
Me llamo pájaro Pablo,
ave de una sola pluma,
volador de sombra clara
y de claridad confusa,
las alas no se me ven,
los oídos me retumban
cuando paso entre los árboles
o debajo de las tumbas
cual un funesto paraguas
o como espada desnuda,
estirado como un arco
o redondo como una uva,
vuelo y vuelo sin saber,
herido en la noche oscura,
quiénes me van a esperar,
quiénes no quieren mi canto,
quiénes me quieren morir,
quiénes no saben que llego
y no vendrán a vencerme,
a sangrarme, a retorcerme
o a besar mi traje roto
por el silbido del viento.
Por eso vuelvo y me voy,
vuelo y no vuelo pero canto:
soy el pájaro furioso
de la tempestad tranquila.
Με λένε Πάβλο το πετούμενο,
Πετεινό με ένα μόνο φτερό,
Πετούμενο της φωτεινής σκιάς
Και της συγκεχυμένης λάμψης,
Οι φτερούγες μου δεν φαίνονται,
Τ’ αυτιά μου βουίζουν
Σαν διαβαίνω μέσα απ’ τα δέντρα
Ή κάτω απ’ τους τάφους
Σαν πένθιμη ομπρέλα
Ή σαν σπαθί ξεγυμνωμένο,
Τεντωμένος σαν τόξο
Ή στρογγυλός σαν το σταφύλι,
Πετώ συνεχώς δίχως να γνωρίζω,
Πληγωμένος στη σκοτεινή νυχτιά,
Ποιοι με θέλουν να ελπίζω,
Ποιοι δεν θέλουν το τραγούδι μου,
Ποιοι θέλουν το θάνατό μου,
Ποιοι δεν γνωρίζουν ότι φθάνω
Και δεν πρόκειται να με νικήσουν,
Να με ματώσουν, να με πνίξουν
Ή ν’ αγγίξουν το σχισμένο μου ρούχο
Με το σφύριγμα του ανέμου.
Γι’ αυτό έρχομαι και φεύγω,
Πετάω και δεν πετάω αλλά τραγουδάω:
Είμαι το μανιασμένο πουλί
Της ήρεμης τρικυμίας.
EL PÁJARO YO
Me llamo pájaro Pablo,
ave de una sola pluma,
volador de sombra clara
y de claridad confusa,
las alas no se me ven,
los oídos me retumban
cuando paso entre los árboles
o debajo de las tumbas
cual un funesto paraguas
o como espada desnuda,
estirado como un arco
o redondo como una uva,
vuelo y vuelo sin saber,
herido en la noche oscura,
quiénes me van a esperar,
quiénes no quieren mi canto,
quiénes me quieren morir,
quiénes no saben que llego
y no vendrán a vencerme,
a sangrarme, a retorcerme
o a besar mi traje roto
por el silbido del viento.
Por eso vuelvo y me voy,
vuelo y no vuelo pero canto:
soy el pájaro furioso
de la tempestad tranquila.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου