04 Φεβρουαρίου 2016

La monja gitana [Η καλόγρια η τσιγγάνα, Federico García Lorca, μετ. ΦΚ]


La monja gitana.

Silencio de cal y mirto. 
Malvas en las hierbas finas. 
La monja borda alhelíes 
sobre una tela pajiza. 
Vuelan en la araña gris, 
siete pájaros del prisma. 
La iglesia gruñe a lo lejos 
como un oso panza arriba. 
¡Qué bien borda! ¡Con qué gracia! 
Sobre la tela pajiza, 
ella quisiera bordar 
flores de su fantasía. 
¡Qué girasol! ¡Qué magnolia 
de lentejuelas y cintas! 
¡Qué azafranes y qué lunas, 
en el mantel de la misa! 
Cinco toronjas se endulzan 
en la cercana cocina. 
Las cinco llagas de Cristo 
cortadas en Almería. 
Por los ojos de la monja 
galopan dos caballistas. 
Un rumor último y sordo 
le despega la camisa, 
y al mirar nubes y montes 
en las yertas lejanías, 
se quiebra su corazón 
de azúcar y yerbaluisa. 
¡Oh!, qué llanura empinada 
con veinte soles arriba. 
¡Qué ríos puestos de pie 
vislumbra su fantasía! 
Pero sigue con sus flores, 
mientras que de pie, en la brisa, 
la luz juega el ajedrez 
alto de la celosía.


Η καλόγρια η τσιγγάνα.

Σιωπή μυρτιάς, σιωπή ασβέστη.
Και μες τα βότανα οι μολόχες.
Κεντάει η καλόγρια ζουμπούλια
πάνω σ’ ένα καμβά αχυρένιο.
Πετούν στο γκρίζο ιστό αράχνης
Εφτά πουλιά σαν να ΄ναι πρίσμα.
Βογκάει μακριά το ερημοκλήσι
Σαν την κοιλιά μιας αρκούδας.
Αχ! Πόσο όμορφα κεντάει! 
Και με τί χάρη που τα φτιάχνει!
Στον αχυρένιο τον καμβά της,
Θα ‘θελε εκείνη να κεντήσει
Τα λούλουδα της φαντασιάς της.
Τί ηλιοτρόπια! Τί μανόλιες, 
τί πούλιες μα και τί κορδέλες!
Τί τα σαφράμια ή τα φεγγάρια,
Πάνω σε τούτο το μαντήλι!
Πέντε τα κίτρα που γλυκαίνουν
Στο διπλανό το μαγειρείο.
Πέντε λαβωματιές Χριστού
Στην Αλμερία χαραγμένες.
Με της καλoγριάς τα μάτια
Καλπάζουν δυο καβαλαραίοι.
Ένα στερνό θαμπό βουητό
Αρπάχνει μακριά το ρούχο,
Βλέποντας νέφη και βουνά
Στα απόμακρα φυλάκια, σπάει
Η από ζάχαρη καρδιά της 
κι από Λουίζα η χλωρασιά της.
Αχ! τί απότομος ο κάμπος 
Με είκοσι ήλιους στις κορφές του. 
Και τι ποτάμια που κυλάνε
Στα πόδια της, η φαντασιά της
Όλα τα βλέπει! Μα πώς όμως
Μένει με τ’ άνθη της, δεν πάει
Εκεί, και με το αεράκι, 
νάτο το φως που παίζει σκάκι,
Με το διχτυωτό από πάνω. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: