«Μόλις σημάνουν τα μεσάνυχτα, ο Ζεφ, το μέγα αυτόματον.
λέει υπερήφανα κι αργά τις λέξεις τις αιώνιες και τις απατηλές …»
Νίκος Εγγονόπουλος
«Αδιάκοπα θα ξυπνάμε κι αδιάκοπα θα κοιμόμαστε».
Ch. Baudelaire
Μέσα στην πλήρη του αποθέωση, ο Μεσαίωνας ηττήθηκε από τα όνειρά του, που το δαιμονικό τους μήνυμα σάρωνε τις νύχτες καβάλα στο σκουπόξυλο. Η πιο απελπισμένη άμυνά του ήταν να τα «αρνηθεί». Έτσι, απαγόρευσε στους ευλαβείς ανθρώπους να βλέπουν όνειρα. Κι εκείνα, συναντώντας παντού μανταλωμένες πόρτες και σε κάθε σταυροδρόμι αναμμένες πυρές, εξακολούθησαν να τρυπώνουν αθρόα από τις καπνοδόχες, με το άλλοθι της θρησκευτικής εμπειρίας και της τέχνης.
Στις περιπέτειες του σύγχρονου ποιητικού λόγου, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, επισημαίνει κανείς την ίδια νευρωτική, κατάλοιπη στάση. Γιατί ο ποιητής, συνεχίζοντας να αντλεί απτόητος απ’ το όνειρο τις εικόνες του (εικόνες που ακυρώνουν την καθημερινή αθλιότητά του) αρνείται κατηγορηματικά να επιτρέψει στον ονειροκρίτη να πλησιάσει τον κραδασμό του, και όταν ακόμη δεν απορρίπτει a priori την ονειρική καταγωγή της λειτουργίας του. Όταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν εκδηλώνει αυτή τη διάθεση, αναλαμβάνουν ν’ αμυνθούν για λογαριασμό του οι κηδεμόνες του.
α) Οι αισθητικές αγωγές του ποιητή πρέπει ν’ αναζητηθούν στην κοινωνική του ύπαρξη, στην εγρήγορση κι όχι στον μακάριο ύπνο του. Η αναδίπλωση του ποιητή, σ’ έναν αβυσσαλέο υποκειμενισμό είναι στείρα και άγονη. Το ωραίο, σαν συνέπεια μιας αισθητικής άσκησης, δεν μπορεί να έχει κάποια σημασία, παρά μόνο ως μαρτυρία της συνειδητής ζωής…
β) Η ποίηση είναι περιπέτεια των λέξεων, μια βίωση καθ’ εαυτήν, μια «παράδοξη» ζύμωση του λόγου, η απόλαυση ενός κινδύνου χωρίς κοινωνικούς και χωρίς ψυχολογικούς προσδιορισμούς, -ενός κινδύνου γεμάτου νόμιμο μυστήριο… Και επί τέλους, η ποίηση είναι ένα γεγονός με αυτόνομες προϋποθέσεις και λειτουργικές διαδικασίες, μια ιδιαίτερη «ποιότητα» στον κόσμο, και κάθε αναγωγή της σε χώρους μη αισθητικούς, κάθε συνάρτησή της με τις ψυχολογικές υποδομές του καλλιτέχνη, είναι χυδαία και άσκοπη.
Το πρόβλημα όμως του ονείρου (που δεν είναι πρόβλημα ψυχολογικό) μένει. Η απόταξη του Σατανά, βιαστικό χρέος και της στρατευμένης και της «καθαρής» αισθητικής στάσης, για όσους διαβάζουν στη γλώσσα της την ποίηση (μια γλώσσα που περιπλανεί, που δεν βρίσκεται ποτέ σ’ αυτό που λέει), μοιραία αποβαίνει άκαρπη, καθώς τα συσσωρευμένα φορτία του αδικαίωτου ονείρου διαπερνούν τα ευένδοτα στρώματα της φωνής της φωνής του ποιητή, περιηγούνται τις κλυδωνιζόμενες αξίες της και μελετούν τις χορδές του καθημερινού θανάτου του, τον φόβο, τη δειλία, τον αδικαίωτο έρωτα, την εσχάτη προδοσία στη ζωή.
Να πώς διατυπώνεται η ποιητική δόνηση σ’ ένα μαθητή του Βαλερύ, που θα ήθελε κι αυτός να «ντύσει τις γυμνές συγκινήσεις», που βρίσκει την αισθητική πραγμάτωση στους «τρόπους» της συνείδησης, αποφεύγοντας τα ονειρικά συλλαβίσματα της ψυχής.
«… ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα
ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.»
Γ. Σεφέρη, «Ο βασιλιάς της Ασίνης».
Οι στίχοι υποβάλλουν τον δυναμισμό της θλίψης, συνυφασμένο με τις απώλειες των συναισθητικών στηριγμάτων ενός εγώ, πολύ αδύναμου για να κατοικήσει μοναχικό στον κόσμο. Κάτι ουσιώδες για τη ζωή πέρασε στην περιοχή μιας αφόρητης νοσταλγίας, αφήνοντας άνυδρο το τοπίο της ύπαρξης, που ο σπαραγμός της εμπόδισε την δενδροφύτευσή της με νέες, δροσερές εξιδανικεύσεις. Ο ποιητής ένα κενό. Ανάμεσα σε πέτρες, αρχαία της ψυχής του λείψανα, που πάνω τους αναζητεί απελπισμένα χειρονομίες, περιτριγυρισμένος από μαρμαρωμένες μορφές που δεν γνέφουν πια, ονόματα που θα σκορπίσουν σαν στάχτη στον χρόνο, που θα χαθούνε οριστικά, αν δεν τα θρηνεί ασταμάτητα. Και κάπου, μέσα στο γενικό πένθος, το ονειρικό σχήμα της μελαγχολίας, το κίτρινο ρέμα που κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο… Η αλχημεία του λόγου διαπερνά το κατώφλι του ύπνου και συναντά το όνειρο, την αλχημεία της ζωής. Και πρόκειται για μια ποιητική λειτουργία ενσυνείδητη, που απαιτεί πάρα πολλά από τις «εν εγρηγόρσει» βιώσεις της, που αποστρέφεται τις υπνωτικές βακτηρίες, προσεκτική στους γκρεμούς τής φαντασίας και τα γλιστερά μονοπάτια της έμπνευσης. Ο ποιητής ένας ονειροπόλος.
Το παρόν όπως και τα επόμενα τρία μέρη (τέσσερα συνολικά) από "Το Μέγα Αυτόματον του Μεσονυχτίου" προέρχεται από το βιβλίο του Μάριου Μαρκίδη με τίτλο "Κύρια Ονόματα" και υπότιτλο "(παλιές σημειώσεις)", εκδόσεις Έρασμος, με κείμενα του Μάριου Μαρκίδη, της περιόδου 1971-1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου