Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 86 (1904)
Βραδιές Αμφιβολίας.
Ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτε από τα πράγματα που διψάει η καρδιά μου.
Θεέ μου, ξέρω πως είσαι ψέμα και όμως τα χείλη μου σε παρακαλούν και τα γόνατά μου,
ξέρω πως τα μεγάλα σου χέρια είναι κλειστά,
κλειστά τα μάτια σου στάλα απελπισίας που κλαίνε,
- Ξέρω πως τον εαυτό μου ονειρεύομαι μόνον μέσα στο κόσμο,
- Θεέ!, λυπήσου την τρέλα μου,
- θέλω να κλάψω τον πόνο μου μπροστά στη σιωπή σου!
Η Κούραση.
Δεν ήταν ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος.
Ήταν η κούραση η αχόρταστη.
Τα μάτια του είχαν (ι)δει να φεγγοβολούν παράδοξα πετράδια στο καμίνι της σκέψεως.
Οι φλόγες είχαν κάψει τα ματόκλαδά του.
Η καρδιά του (ε)ραγίστηκε αναβαίνοντας την γυριστή σκάλα του ονείρου,
Το μυαλό του ήταν ένας κόσμος άπληστος όπου (ε)γύριζε ένας φως, ωχρό, γιατί ήταν μια πένθιμη φωτιά επάνω σ’ ένα βάλτο σκοτεινό –
Τίποτε δεν προμηνούσε τον αποθέωση.
Βραδιές Αμφιβολίας.
Ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτε από τα πράγματα που διψάει η καρδιά μου.
Θεέ μου, ξέρω πως είσαι ψέμα και όμως τα χείλη μου σε παρακαλούν και τα γόνατά μου,
ξέρω πως τα μεγάλα σου χέρια είναι κλειστά,
κλειστά τα μάτια σου στάλα απελπισίας που κλαίνε,
- Ξέρω πως τον εαυτό μου ονειρεύομαι μόνον μέσα στο κόσμο,
- Θεέ!, λυπήσου την τρέλα μου,
- θέλω να κλάψω τον πόνο μου μπροστά στη σιωπή σου!
Η Κούραση.
Δεν ήταν ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος.
Ήταν η κούραση η αχόρταστη.
Τα μάτια του είχαν (ι)δει να φεγγοβολούν παράδοξα πετράδια στο καμίνι της σκέψεως.
Οι φλόγες είχαν κάψει τα ματόκλαδά του.
Η καρδιά του (ε)ραγίστηκε αναβαίνοντας την γυριστή σκάλα του ονείρου,
Το μυαλό του ήταν ένας κόσμος άπληστος όπου (ε)γύριζε ένας φως, ωχρό, γιατί ήταν μια πένθιμη φωτιά επάνω σ’ ένα βάλτο σκοτεινό –
Τίποτε δεν προμηνούσε τον αποθέωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου