Πηγή: 24grammata.com.
Ο Άρης Αλεξάνδρου - λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη - υπήρξε μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος και γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ της Ρωσίας. Ασπάστηκε τον μαρξισμό, διετέλεσε μέλος κομμουνιστικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενώ το 1951 παραιτήθηκε μετά τη λήξη της ιδεολογικής του στράτευσης στην Αριστερά. Με την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αποδήμησε στο Παρίσι, όπου πέθανε το 1978. Έχει χαρακτηριστεί «διάτων αστέρας» [Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Αθήνα: Σοκόλης 2004, σ.36] της μεταπολεμικής νεοελληνικής λογοτεχνίας για την ταχεία και απαρατήρητη - στο ευρύ αναγνωστικό κοινό τουλάχιστον - πορεία του. Το έργο του διέγραψε τη μετάβαση από τον στρατευμένο λόγο στην θεματοποίηση του «οράματος που διαλύθηκε».
Αισθητικά συμφραζόμενα· η πλοκή.
Από το 1974 και εξής διακρίνεται μια πιο προσωπική στάση απέναντι στην ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική σε αρκετά ελληνικά μυθιστορήματα, «θεματικός πυρήνας των οποίων δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, αλλά ο τρόπος με τον οποία ορισμένα άτομα βλέπουν τα γεγονότα και μετά τα αφηγούνται» [Δημήτρης Τζιοβας, Ο Άλλος εαυτός: ταυτότητα και κοινωνία στην νεοελληνική πεζογραφία, μτφρ. Ά. Ρόζενμπεργκ, θεώρηση μτφρ - επιμ. Ουρανία Ιορδανίδου, Αθήνα: Πόλις 2007, σ. 104]. Τη στάση αυτή εκφράζει εύγλωττα Το κιβώτιο, μια αλληγορική αφήγηση για τον Εμφύλιο Πόλεμο, καταγγελία των αυταρχικών εξουσιών και συνάμα ένα σχόλιο στον δυτικό ορθολογισμό.
Το μυθιστόρημα καλύπτεται από την αφήγηση ενός ανώνυμου κρατουμένου, πρώην μέλους μιας μυστικής αποστολής υψίστου κινδύνου του Λαϊκού Στρατού, της οποίας η επιτυχία θα ισοδυναμούσε με τελική νίκη στον πόλεμο. Η ομάδα αποτελούταν από επιλεχθέντα με αυστηρά κριτήρια «κομματικότητας» μέλη και είχε αναλάβει την μεταφορά ενός κιβωτίου με άγνωστο περιεχόμενο από την πόλη Κ στην πόλη Ν διασχίζοντας εχθρικό έδαφος. Κατά τη διάρκεια της αποστολής, η ομάδα αποδεκατίζεται, με εξαίρεση τον αφηγητή, ο οποίος κατορθώνει να παραδώσει το περιώνυμο κιβώτιο στην Στρατιωτική Διοίκηση. Όταν το κιβώτιο αποδεικνύεται κενό, ο αφηγητής ανακρίνεται και φυλακίζεται ως δολιοφθορέας. Ως μοναδικός επιζών της επιχείρησης, συντάσσει γραπτή ανακριτική απολογία προς υπεράσπιση της αθωότητάς του. Αυτές οι επίσημες προσωπικές καταθέσεις, που αποτελούν 18 ανισομήκεις αφηγηματικές ενότητες, συνθέτουν το μυθιστόρημα.
Το Κιβώτιο αποτελεί ένα σημείο τομής στην μεταπολεμική πεζογραφία, καθώς διαγράφει σαφώς το παράλογο τόσο των δεσποτικών αρχών της Αριστεράς, όσο και του παρόντος της αφήγησης - ο άγνωστος ανακριτής, οι αναπάντητες αναφορές, οι άσκοποι κύκλοι της ομάδας, το κενό κιβώτιο κ.α. Η ιδιοτυπία του έγκειται στην πρωτοποριακή γραφή του, η οποία ναρκοθέτησε τα παραδοσιακά πρότυπα του μυθιστορήματος και γειτνιάζει με τη γραφή του Δ. Χατζή, και Α. Φραγκιά. Κάθε προσπάθεια ειδολογικής κατάταξης αποβαίνει μάταια· πρόκειται για ένα προκλητικό κείμενο που ανθίσταται στις κατηγοριοποιήσεις.
Ο αφηγητής και ο βαθμός μηδέν της γραφής.
Ο ανώνυμος αφηγητής, έγκλειστος στο κελί του γράφει σε πρώτο πρόσωπο τις καταθέσεις του και παρουσιάζεται απογυμνωμένος συναισθημάτων και σαφών ιδιοτήτων. Σποραδικά αντλούμε θραύσματα βιογραφικών στοιχείων, τα οποία πρέπει να τοποθετήσουμε σε μία λογική σειρά, υπερκεράζοντας τις ασυνέπειες και αναχρονίες. Κατά βάση η ταυτότητά του κατασκευάζεται μέσω του λόγου του και παραδόξως μέσω μιας μεθοδικής, εκλογικευμένης αφηγηματικής πρακτικής. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι, μολονότι η προσωπική απολογία συστήνει τον εξομολογητικό τόνο, αυτός απουσιάζει εντελώς. Μέσω της ουδετεροποίησης και κενότητας του πρώτου προσώπου καταλήγουμε «στη διάλυση κάθε προσωπικού περιγράμματος και [...] στο μυθιστόρημα της γλώσσας» [Λίζυ Τσιριμώκου, Εσωτερική Ταχύτητα, Αθήνα: Άγρα 2000, σ.143] ή αλλιώς στον «βαθμό μηδέν της γραφής» [Αλλιώς «λευκή γραφή», με την απουσία των σημείων-οδοδεικτών και τον ουδέτερο λόγο. Βλ Rolland Barthes, Ο βαθμός Μηδέν της Γραφής, Νέα Κριτικά Δοκίμια, μτφρ Κ. Παπαϊακώβου, Αθήνα: Κέδρος 1983, σ.14], σύμφωνα με τον R. Barthes.
Ο αφηγητής αποτελεί ένα οργανικό μέλος του Κόμματος, που ακολουθεί τυφλά την γραμμή της οργάνωσης, διαποτισμένος από την άκαμπτη κομματική ιδεολογία [Συμπύκνωση της ιδεολογίας αυτής μας δίνεται στην φράση του διοικητή του ΕΛΑΣ: «Το παν λοιπόν είναι να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα τα γεγονότα και τα δεδομένα της αντικειμενικής πραγματικότητας, οπότε θα είμαστε σε θέση να προβλέπουμε το μέλλον» (σ.309)]. Προκειμένου να προσδώσει κύρος και αντικειμενικότητα στον λόγο του, μεταχειρίζεται το επίσημο διοικητικό λεξιλόγιο. Η εμμονή του στην ακρίβεια και την κυριολεξία οδηγεί στην σχολαστική καταγραφή λεπτομερειών - με την ελπίδα ότι έτσι θα αποδειχθεί η αθωότητά του. Συγκεκριμένα, δίνεται έμφαση στο ποσοτικό-αριθμητικό στοιχείο, π.χ. η επιμονή στον αριθμό των μελών της αποστολής, και ελάχιστα στην περιγραφή χώρων ή ανθρώπων. Η «αποσυναισθηματικοποίηση» του λόγου, η επιδίωξη της μέγιστης πιστότητας και συσσώρευσης πληροφοριών έχουν ως απώτατο στόχο την ολιστική απόδοση των γεγονότων· «παρασυρμένος από την μανία μου να εξηγώ και να επεξηγώ το κάθε τι, για να μη μένουνε σκοτεινά σημεία» [Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο, Αθήνα: Κέδρος 2012, σ. 56. Τα επόμενα αποσπάσματα προέρχονται από την ίδια έκδοση και απλώς θα σημειώνεται σε παρένθεση η σελίδα στην οποία βρίσκονται.].
Εντούτοις, αυτή η στάση κρατά μέχρι ένα σημείο, περίπου στα μέσα του βιβλίου, οπότε η αμφιβολία φωλιάζει στην καρδιά του αφηγητή. Αρχικά, γεννιέται η καχυποψία για την πολιτική ιδεολογία του ανακριτή: «φαντάζει αφύσικο [που ο ανακριτής σιωπά] και έχω κάθε λόγο να τον υποπτεύομαι» (σ.182) για το αν είναι λενινιστής, δογματικός ή κυβερνητικός. Ο αφηγητής στηρίζει τις ως τότε ψευδολογίες του, στην προσπάθειά του να προκαλέσει κάποια αντίδραση εκ μέρους του παραλήπτη, ισχυριζόμενος πως «περίμενα να επέμβετε και να εμφανιστείτε επιτέλους με το αληθινό, το ανακριτικό σας πρόσωπο» (σ.184). Η δυσπιστία του μεταβάλλει την προσφώνηση «σύντροφε ανακριτά» σε «κύριε ανακριτά» και έπειτα καταργείται εντελώς.
Έπεται η αμφιβολία για την ανάγνωση ή μη των γραπτών του από τον ανακριτή, η οποία απολήγει σε βεβαιότητα: «δεν διαβάζετε καθόλου το γραφτό μου» (σ.188). Στο σημείο αυτό κλονίζεται επικίνδυνα η καταστατική αρχή του μυθιστορήματος, η εκτίμηση δηλαδή εκ μέρους του αφηγητή της προσωπικής του ηθικής ευθύνης απέναντι στην «ιστορική αναγκαιότητα», την οποία υπηρετεί η εξαντλητική, λογοκρατούμενη αφήγηση. Στην αρχή δήλωσε πως «μου είναι πολύ εύκολο να αφηγηθώ τα γεγονότα» (σ.11). Τώρα, θα παραδεχτεί ότι ο λόγος του είναι εξ ορισμού ελλιπής και ο αρχικός του στόχος, η πληρότητα της αφήγησης, χιμαιρικός. Η διατύπωση του αφηγητή είναι εναργής: «η γραφική ύλη είναι ένα μέσο λειψό [και] στο μυαλό μου συνωστίζονται ένα σωρό λεπτομέρειες, [...] σκόρπια κομμάτια [προς συναρμολόγηση], θρύψαλα, χαλάσματα του πολέμου της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου και το κυριότερο δεν έχω μπροστά μου την εικόνα που πρέπει να συναρμολογήσω» (σ.188). Πρόκειται για την μεταμοντερνιστική επίγνωση του ανέφικτου του νοήματος και του κατακερματισμένου ειδώλου της πραγματικότητας, η οποία ποτέ δεν μπορεί να συλληφθεί συνολικά. Ακόμη περισσότερο, τονίζεται το αδικαιολόγητο και το άσκοπο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποιο το νόημα να γράφει αναφορές που δεν διαβάζονται από κανένα;
Το τέχνασμα του ψεύδους· η αλήθεια· η μνήμη
Είναι σαφές πως πρόκειται για μια αφηγηματική αλληγορία, στην οποία δεν δίνεται έμφαση «στην πολιτική ή ιστορική αιτιολόγηση των γεγονότων αλλά σε μια προσωπική αντίδραση και στην κατασκευή της υποκειμενικότητας μέσω του λόγου» [Δημήτρης Τζιοβας, ό.π., σ. 104]. Τα όρια της γλώσσας είναι αυτά που καθορίζουν την κατασκευή της συλλογικής-ατομικής πραγματικότητας. Μέσω της γλώσσας πασχίζει ο αφηγητής-κρατούμενος να αποδείξει την αθωότητά του και ταυτόχρονα να συλλάβει την ουσία της ύπαρξης του στην χαοτική δίνη της ιστορικής αφήγησης. Προς το τέλος του μυθιστορήματος ο αφηγητής εξομολογείται: «τώρα μπρος σε τούτο το άσπρο χαρτί, προς τα πού να συνεχίσω;» Ο αγώνας της εξιστόρησης μπορεί να νοηθεί ως προσπάθεια κατανόησης της θέσης του ατόμου μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, συνεπώς ως διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας.
Η αφήγηση διέπεται από αντιφάσεις και ασυνέχειες, τα γεγονότα ανασκευάζονται διαρκώς. Ο αφηγητής σε άλλα σημεία υπογραμμίζει το καθήκον «θεωρώ καθήκον μου να καταθέσω» (σ.180) ενώ αλλού αυθαδιάζει απερίφραστα, «τρεις μέρες δεν έγραψα τίποτα, γιατί; Γιατί έτσι, λογαριασμό θα σας δώσω;» (σ.230). Η υποκειμενική συνέχεια των γεγονότων, η ασάφεια των καταθέσεων παρά τις αληθοφανείς λεπτομέρειες γεννώνται με την γλώσσα του κειμένου, δεν περιγράφονται. Έτσι ο ρεαλισμός, η λογική και η ακριβολογία, που προβάλλονται ως βασικά στοιχεία του λόγου, υπονομεύονται, αφού αδυνατούν να παράγουν νόημα που να περιέχει τη ρευστότητα και την τυχαιότητα της πραγματικότητας. Το σημαίνον αποκτά σημαίνοντα ρόλο, ενώ το σημαινόμενο διασπάται, κατακερματίζεται για να χωρέσει μέσα του τις αντιφατικές εκδοχές του νοήματος. Ταυτόχρονα, λοιπόν, με την προσβολή της τελεολογικής οπτικής, μέσω των ψευδο-ομολογιών προσβάλλεται και η αξιοπιστία του αφηγητή, και συνακόλουθα του νοήματος και της ίδιας της ιστορίας
Ως αναγνώστες αναγκαστικά στηριζόμαστε στην μνήμη του, η οποία αρχικά χαράσσει μια όσο το δυνατόν πιο γραμμική αφήγηση, στην οποία στη συνέχεια παρεισφρέουν συνειρμοί. Αρκεί ένα συντροφικό όνομα ή ένα αντικείμενο για να διακοπεί η κυρίως αφήγηση και να βυθιστούμε βαθιά στην κοιτίδα της μνήμης. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Λ. Τσιριμώκου, οι παλινδρομικές κινήσεις μεταξύ αμνησίας και υπερμνησίας συντείνουν στις αλλεπάλληλες επικυρώσεις και ακυρώσεις των υψηλών ιδανικών - Πίστη, Χρέος κτλ. [Λ. Τσιριμώκου, Ο συνήθης ύποπτος, Βιβλιοκρισίες, Σύγχρονα Θέματα , τευχ. 98 , Ιούλιος -Σεπτέμβριος 2007,σ. 145]. Εν τέλει, το αυτοβιογραφικό ψηφιδωτό που συντίθεται συμπεριλαμβάνει ετερόκλητα αποσπάσματα του παρελθόντος και ο αφηγητής αποκτά επίγνωση της αλυσιτέλειας του εγχειρήματος του: «μπορεί να υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, μα προς τι να συνεχίσω, δεν είναι βέβαια δυνατόν να ανακαλύψω όλες τις εκδοχές, [...] να αφηγηθώ όλη τη ζωή μου δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο». Συνεπώς, δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη αυτοβιογραφία αλλά για την αμφισβήτηση της αλήθειας και της συνεκτικής ιστορικής αφήγησης.
Όπως, εύγλωττα γράφει ο Ν. Εγγονόπουλος:
Η Ιστορία!
τι αβασάνιστες πληροφορίες συνεκράτησε
τι λανθασμένες φήμες μάς μετέδωσε!
Πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες!
Α! η Κλειώ! Μα βέβαιο
πως εσημείωνε ό,τι κι αν άκουγε:
φαίνεται πως πολύ λίγο θα την σκότιζε
ν' αντιληφθεί
τι ήτανε αλήθεια και τι δεν ήταν.
Η μεταμοντέρνα συνθήκη.
Βασικό χαρακτηριστικό του μεταμοντερνισμού θεωρείται η «δυσπιστία προς τις μείζονες αφηγήσεις και η αντίδραση στην «ολική» ιστορία που με τη σειρά της συνεπάγεται αντίδραση προς τις έννοιες του ρεαλισμού της πλοκής και του νοήματος» [Δ. Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Αθήνα: Οδυσσέας 2002, σ. 248]. Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο εντάσσεται και το Κιβώτιο, το οποίο αν και δίνει την εντύπωση ότι θα μας δώσει την μετα-αφήγηση του εμφυλίου πολέμου, εν τέλει αποδομεί τους συλλογικούς μύθους και τις μεγάλες αφηγήσεις της Ελληνικής Αριστεράς, μια σημαίνουσα ιδεολογική στροφή, συγκριτικά με έργα συναφούς θεματικής όπως οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Σ. Τσίρκα.
Όπως είδαμε, δεν πρόκειται για ένα έργο ρεαλιστικό αλλά μεταφορικό. Παρά τους σαφείς χωροχρονικούς προσδιορισμούς, ο ηθελημένα απρόσωπος αφηγητής χωρίς συναισθήματα, οι προσχηματικοί χαρακτήρες δίχως ολοκληρωμένη ταυτότητα, η συνειρμική λειτουργία της μνήμης, το αυθαίρετο των επεισοδίων, η αποσπασματικότητα της δομής και η διαρκής ανασκευή-διάψευση των μικροαφηγήσεων κατεργάζονται την ακύρωση του ρεαλισμού. Στο τέλος, «αποκαλύπτεται τόσο η κενότητα του κιβωτίου, αλλά και η αδυναμία της αφήγησης να χωρέσει το άπειρο, να νοηματοδοτήσει την πράξη» [Δ. Τζιόβας, ό.π., σ. 240]. Είναι αξιοσημείωτο πως, με την πρόοδο της αφήγησης δεν πάμε από την άγνοια στη γνώση αλλά στο μη-νόημα· «ξέρω πολύ καλά ποιος ευθύνεται για την αποτυχία της αποστολής» (σ.11) και στο τέλος «δεν ξέρω αν το παραλάβαμε άδειο, δεν ξέρω αν άδειασε στο δρόμο, δεν ξέρω αν ήτανε γεμάτο» (σ.356) [Δ. Ραυτόπουλος, ό.π., σ. 304].
Το Κιβώτιο, ένα κείμενο αποκεντρωμένο, αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει έναν βασικό άξονα ώστε να παραδώσει οποιαδήποτε μείζονα σημασία. Το νόημα προβάλλεται ως διαρκώς διαφεύγον, με απροσδιόριστες και αλληλοσυγκρουόμενες όψεις· η αναπαραστατική δύναμη της αφήγησης ακυρώνεται, και ο αφηγητής παραδέχεται πώς «ξέρω [...] πως όσα κι αν προσθέσω, θα πρόκειται πάντα για μια περίληψη του τελικού κειμένου» (σ.235). Ακόμη, τονίζει τη ματαιότητα των παραλλαγών της ιστορίας, το άσκοπο της αποστολής και των θανάτων (σ.337) μέχρι που φτάνει στην παραδοχή πως «όλο το γραφτό μου είναι γελοίο και άχρηστο» (σ.344) [Δ. Ραυτόπουλος, ό.π., σ. 304].
Η ανάγνωση ως παραγωγή νοήματος.
Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα έργο ανοιχτό, μπορεί να επιμηκυνθεί εις άπειρον με την προσθήκη διαφορετικών εκδοχών - «όλα είναι πιθανά [...] όλες οι εκδοχές» (σ.344) - ή με την αναδιάταξη του αφηγηματικού υλικού. Ο Ά. Αλεξάνδρου, ο συγγραφέας που «ήρθε απ’ την Ανατολή και χάθηκε στη Δύση» [Δ. Ραυτόπουλος, ό.π., σ. 11], μας έδωσε ένα έργο συνθετικό και μεγαλόπνοο. Μολαταύτα, δεν είναι ούτε εύκολο ούτε ανώδυνο. Μέσω της αναγνωστικής διαδικασίας ο αναγνώστης μυείται στην αποκρυπτογράφηση της γραφής, καθώς σταδιακά εδραιώνεται η υποψία προς το πρόσωπο του αφηγητή και τις διαρκείς αναιρέσεις των δηλώσεών του - δυσπιστία, που, όπως είδαμε, βασανίζει και τον ίδιο.
Έτσι, εγκλωβίζεται στον κειμενικό λαβύρινθο και αναζητεί τον μίτο της νοηματικής, αισθητικής και φιλοσοφικής πορείας του αφηγητή. Όπως σημειώνει η Λ. Τσιριμώκου, προκειμένου να μην προσληφθεί το έργο ως ένα πλήθος άναρχων πλατειασμών και αχρείαστων λεπτομερειών είναι απαραίτητη η αναγνωστική συμμετοχή για την παραγωγή νοήματος, εν ολίγοις, απαιτείται ένας ενεργητικός αναγνώστης [Λίζυ Τσιριμώκου, ό.π.]. Όπως είδαμε, στο Κιβώτιο δεν υφίσταται ο κλασικός αφηγητής που πατρονάρει, παρέχοντας κατευθυντήρια νοήματα, αλλά προσκαλεί τον αναγνώστη στην συμπόρευση με τις δυσκολίες του ήρωα και στην νοητικό-συναισθηματική μέθεξη με τον κόσμο του κειμένου, επιτρέποντάς του να σημασιοδοτήσει αυτόνομα το αφηγηματικό σύμπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου