10 Ιουλίου 2020

Λογοκρισίες ερωτικής λογοτεχνίας: Η περίπτωση τον Μεγάλου Ανατολικού [Λεωνίδας Εμπειρίκος]


ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΕΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ.

«Ο Μέγας Ανατολικός» του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι ένα εκτεταμένο ερωτικό μυθιστόρημα που γράφτηκε από το 1945 ως το 1951. Είναι γραμμένο δηλαδή αμέσως μετά τον Πόλεμο και συνδέεται άμεσα με αυτόν. Η σχέση αυτή, βέβαια, δεν έγινε αμέσως εμφανής μετά την πρώτη έκδοση, το 1990-1992, πλην των τριών πολύ σημαντικών δοκιμίων του Σάββα Μιχαήλ, που ανέδειξαν τη σχέση του έργου με τον Πόλεμο και κυρίως με την ελληνική συνέχειά του, την εμπειρία του ποιητή κατά τα Δεκεμβριανά, όταν συνελήφθη από την Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Σύμφωνα λοιπόν με την πολύ σωστή κατ’ εμέ ανάλυση του Σάββα Μιχαήλ, [Μιχαήλ, Σ. (1995). Πλους και κατάπλους του Μεγάλου Ανατολικού. Αθήνα: Άγρα.] το μέγεθος και η ένταση του έργου αυτού απηχούν το βαθύ τραύμα που αποτέλεσε η σύλληψη του Εμπειρίκου από ανθρώπους με τους οποίους υπήρξε ιδεολογικά συγγενής.

Ας αρχίσω όμως από την προσωπική μου εμπλοκή με το έργο. Από μικρό παιδί, ήταν μέρος της δικής μου ζωής, ήξερα ότι υπάρχει κάτι που λέγεται «Ο Μέγας Ανατολικός», το οποίο είναι εδώ, μέσα στο σπίτι, ακούγεται πού και πού -δεν το είχα ακούσει εγώ ποτέ-, αλλά τίποτα μάλλον δεν μπορεί να γίνει με αυτό. Είναι κάτι, ένα βαπόρι, μία οντότητα, γύρω από την οποία περιστρέφεται μία ολόκληρη συζήτηση μεταξύ του συγγραφέα πατέρα μου, της μητέρας μου και των πολλών φίλων που επισκέπτονται τον Εμπειρικό εκείνα τα χρόνια, κάτι που είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, λόγω των συνθηκών να γίνει δημόσιο.

Στη μεταπολεμική Ελλάδα ο «Ανατολικός» ήταν αδύνατον να εκδοθεί. Ο Εμπειρικός προσπαθεί να τον εκδώσει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 στο Παρίσι, με πρωτοβουλία του Μπρετόν, χάρη στη μεσολάβηση του Νάνου Βαλαωρίτη που βρίσκεται τότε εκεί, αρχικά στον εκδότη του Μαρκησίου ντε Σαντ, Ζαν Ζακ Ποβέ (Jean-Jacques Pauvert). Το σχέδιο αυτό περιπλέκεται, όμως, εφόσον ο τελευταίος καταδικάστηκε για μία έκδοση του Μαρκησίου ντε Σαντ, οπότε έγινε πρόταση στον Εμπειρικό να αντικατασταθούν οι ερωτικές κυριολεξίες με την κεκαλυμμένη γλώσσα των ερωτικών μυθιστορημάτων του 18ου αιώνα, την «άθλια grivoiserie », που απεχθανόταν. [Επιστολή Εμπειρικού προς Νάνο Βαλαωρίτη. Στο Εμπειρικός, Α. (2001). Ένα ποίημα, μια επιστολή, μια δήλωση. Αθήνα: Άγρα.] Αρνήθηκε. Εν συνεχεία, παρέμεινε η δυνατότητα έκδοσης στις εκδόσεις Ophelia Press, κλάδο ερωτικών μυθιστορημάτων των εκδόσεων Olympia Press του Βρετανού εκδότη Μορίς Ζιροντιά (Maurice Girodias), που εξέδιδε τα βιβλία του στα αγγλικά στο Παρίσι (προκειμένου να αποφευχθεί η λογοκρισία). Για την έκδοση αυτή ο αγγλόφωνος Ανδριώτης ποιητής και φίλος του, Γιάννης Γκούμας, μετέφρασε αρκετές εκατοντάδες σελίδες. Ήρθε όμως η Χούντα και έβαλε τέλος στις προσπάθειες αυτές. Ο Εμπειρικός αρρώστησε αμέσως μετά την πτώση της Χούντας και πέθανε έναν χρόνο μετά.

Εκδόθηκε, τελικά, το 1990-1992 στην Ελλάδα στις Εκδόσεις Άγρα, σε μία στιγμή που αποτελούσε, κατά την εκ των υστέρων εκτίμησή μου, το έσχατο όριο μιας πολύ ευνοϊκής εποχής: στο μεταίχμιο, ας πούμε, μεταξύ της πλήρους κατάργησης της λογοκρισίας και αυτού που άρχισε μέσα στη δεκαετία του ’90 να ονομάζεται «πολιτική ορθότητα». Παρ’ όλα αυτά, οι Εκδόσεις Εξάντας είχαν καταδικαστεί το 1982 για την έκδοση του «120 μέρες στα Σόδομα» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ενώ το βιβλίο κυκλοφόρησε ελεύθερα το 1997. Ο εκδότης της Άγρας, Σταύρος Πετσόπουλος, έβγαλε τον Ανατολικό, έκρυψε το μεγαλύτερο μέρος του στοκ, με το φόβο της κατάσχεσης, και περίμενε να δει τι θα γίνει. Γράφτηκαν εξαιρετικά βίαια κείμενα εγκαλώντας τον εισαγγελέα να παρέμβει. Τα περισσότερα προέρχονταν από τον παραδοσιακό ελληνικό συντηρητικό χώρο, την Εκκλησία, την Άκρα Δεξιά και το Άγιον Όρος (όχι από το σύνολο του Όρους· ένας καλόγερος το πήρε χαμπάρι και έγραψε ένα πολύ οργισμένο κείμενο). Ιδιαίτερη σημασία είχε το άρθρο των Πολιτικών Θεμάτων, προσκείμενων στη Νέα Δημοκρατία που ήταν στην κυβέρνηση, με τίτλο «Η μεγάλη εκπόρνευση». Ζητούσε και αυτό παρέμβαση του εισαγγελέα. Ο Θανάσης Βαλτινός, συνεργάτης τότε της Άγρας και πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών, προσέγγισε την τότε υπουργό Πολιτισμού, Άννα Ψαρούδα - Μπενάκη, η οποία τον καθησύχασε ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο με τον Εμπειρικό. Δεν υπήρξαν αντίστοιχες αντιδράσεις εκείνη την εποχή από το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, αν και η κριτική, σε γενικές γραμμές, ήταν ιδιαίτερα αρνητική, αμφισβητώντας τη λογοτεχνική αξία του έργου, στο οποίο συνηθιζόταν να αποδίδεται τότε ο χαρακτήρας μιας ιδιωτικής φαντασίωσης που η οικογένεια και ο εκδότης έκαναν δημόσια, μόνο και μόνο για να βγάλουν λεφτά. Σόκαραν εμφανώς από την αρχή οι περιγραφές ερωτικών συνευρέσεων, ιδιαίτερα αυτές στις οποίες συμμετείχαν και παιδιά.

Ας έρθω όμως τώρα στο ίδιο το έργο, που έχει μία καταστατική σχέση με την έννοια της λογοκρισίας: της εσωτερικής λογοκρισίας. Γιατί, πέρα από τον Πόλεμο και το τραύμα της ομηρίας, με τα οποία αναμφίβολα σχετίζεται, ο Μέγας Ανατολικός αποτελεί το ολοκληρωμένο προϊόν μιας μακράς προσπάθειας να ξεπεραστεί η εσωτερική λογοκρισία. Είναι το αποτέλεσμα ενός προγράμματος που ο Εμπειρικός είχε διαμορφώσει από πολύ νωρίς, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, όπως κατάλαβα κι εγώ σιγά σιγά διαβάζοντας τις μελέτες που εκδόθηκαν στη συνέχεια: του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, [«Εισαγωγή» στο Εμπειρικός, Α. (2012). Ο Μέγας Ανατολικός. Ανθολόγιον. Αθήνα: Άγρα, σ.σ. 13-65.] του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, [Εμπειρικός, Α. (2012). «Εκατό Χρόνια πέρασαν κι ένα καράβι». Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης. Αθήνα: Άγρα..] του Νίκου Σιγάλα, [Σιγάλας, Ν. (2012). Ο Ανδρέας Εμπειρικός και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού η Μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας. Αθήνα: Άγρα.] ιδιαίτερα του τελευταίου στη συγκε¬κριμένη περίπτωση. Το πρόγραμμα αυτό έχει σχέση με τη διπλή του ιδιότητα ως ποιητή και ψυχαναλυτή, καθώς υπήρξε ο πρώτος τη τάξει Έλληνας ψυχαναλυτής και ο άνθρωπος που πρώτος προσπάθησε να ιδρύσει την ελληνική φροϊδική ψυχαναλυτική εταιρεία. [Αναγνωστόπουλος, Δ. - Τζαβάρας, Θ. (2006). Ψυχαναλυτικές αναψηλαφήσεις στο έργο του Ανδρέα Εμπειρικού. Αθήνα: Συνάψεις.] Δεν τα κατάφερε - του απαγορεύτηκε άτυπα και η εξάσκηση της ψυχανάλυσης. Δεν μπορεί όμως να δει κανείς τον συγγραφέα ανεξάρτητα από τον ψυχαναλυτή, αυτή υπήρξε και η μόνη επίσημη ιδιότητά του (αναγνωρισμένη από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων), παρότι δεν κατάφερε να θεμελιώσει το θεσμό στην Ελλάδα.

Πώς, όμως, σχετίζονται τα δύο αυτά επίπεδα; Το βλέπουμε, καταρχάς, σε μία σειρά από σχεδιάσματα ενός θεωρητικού κειμένου στα ελληνικά και στα γαλλικά, που βρήκαμε το 2006 και που αποτελούσαν αρχικά συνέχεια της «Διάλεξης περί σουρεαλισμού», η οποία εκφωνήθηκε στις 25 Ιανουάριου 1935, και μετατράπηκαν εν συνεχεία σε επιστολή στον Μπρετόν και εναλλακτικά σε σχέδιο άρθρου σε γαλλικό υπερρεαλιστικό περιοδικό, μάλλον το «Μίnotaure». [Για την αποκατάσταση και θεωρητική πραγμάτευση των σχεδιασμάτων αυτών, βλ. Σιγάλας, Ν., ό.π., από όπου και τα παραθέματα που ακολουθούν.]. Εκεί, λοιπόν, γράφει στα γαλλικά, πραγματευόμενος τις σχέσεις του υπερρεαλισμού με την επανάσταση, ότι, εφόσον σκοπεύει στην απόλυτη απελευθέρωση του ανθρώπου, ο υπερρεαλισμός επιθυμεί την «απόλυτη κατάργηση του Υπερεγώ, του ρυθμιστή αυτού και σχεδιαστή της κοινωνίας». Η δε κατεύθυνση αυτή του υπερρεαλισμού τίθεται σε αντίθεση, γράφει, με την Τρίτη Διεθνή, με την οποία ο υπερρεαλισμός συμπορεύεται (για λίγους μήνες ακόμα), και συνάδει περισσότερο με τους «λιμπερταρίους αναρχικούς».

Δηλαδή, όλη η συμπόρευση και με τους υπερρεαλιστές και με την ψυχανάλυση έχει έναν άρρητο (καθώς οι σελίδες αυτές δεν εκδόθηκαν) ορίζοντα, που τον βάζει πολύ πιο κοντά στους «λιμπερταρίους αναρχικούς», όπως λέει, και αντιστοιχεί σε μία συνειδητή κατάργηση του λογοκριτικού ρόλου που ακριβώς έχει το Υπερεγώ στο άτομο και, κατά προέκταση, όπως λέει στο κείμενο, στην κοινωνία. Είναι κάτι το οποίο φαντάζει αρκετά παράδοξο σήμερα, καθώς θεωρείται ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία, δεν μπορεί να υπάρξει π κανονιστική συνιστώσα της κοινωνίας χωρίς ενοχή και συνεπώς χωρίς Υπερεγώ. Η συζήτηση αυτή αρχίζει από τον ίδιο τον Φρόιντ που απευθύνεται στον Χανς Κέλσεν (Hans Kelsen) και του ζητά να γράψει ένα άρθρο στο Imago για να σχολιάσει το κείμενό του «Εισαγωγή στο ναρκισσισμό (Zur Einfuhrung des Narzibmus [1914])», ανοίγοντας έτσι έναν διάλογο με τον επιφανέστερο εκπρόσωπο της κανονιστικής σχολής του δικαίου (ή αλλιώς του καθαρού δικαίου). Προϊόν του διαλόγου αυτού υπήρξε η έννοια του Υπερεγώ. Υπάρχει για όλα αυτά ένα εξαίρετο άρθρο του Ετιέν Μπαλιμπάρ (Etienne Balibar), που δείχνει τη βαθιά σχέση της έννοιας του Υπερεγώ με το δίκαιο και τις συνέπειές της σχέσης. [Balibar, Ε. (2007). «Freud et Kelsen, 1922. L'invention du surmoi». Incidence, No. 3, Octobre 2007. Βλ. και Σιγάλας, N., ό.π., σσ. 166-195.] Τα διακυβεύματα αυτά ξέρουμε σήμερα, μετά την ανακάλυψη των σελίδων του 1935 και την ανάλυσή τους, ότι τα γνώριζε ο Εμπειρι¬κός. Μόνο σε σχέση με αυτά μπορεί να ιδωθεί ολοκληρωμένα ο «Μέγας Ανατολικός».

Ας αρχίσω από το ακανθώδες ζήτημα της παιδικής σεξουαλικότητας. Πώς μπορεί αυτή να γίνει κατανοητή; Θα αναφερθώ απλώς στη θεωρητική συγκρότηση του έργου, στο όραμα της μεταοιδιπόδειας απελευθέρωσης του ανθρώπου, που αποτελεί τον καμβά του κειμένου. Το όραμα αυτό διαμορφώνεται όταν ο ποιητής απομακρύνεται από τη μαρξιστική Αριστερά με την αυστηρά κανονιστική της αντίληψη, με το μεγάλο «Υπερεγώ» της και το «νέο κράτος», όπως γράφει το 1935, που σκοπεύει να οικοδομήσει μετά την επανάσταση.

Οπότε το 1935, γράφοντας στον Μπρετόν, φτιάχνει το πρώτο προσχέδιο μιας θεωρίας πολιτικής συνάμα και λογοτεχνικής, που βασίζεται στην απελευθέρωση της «αρχής της απόλαυσης» από την «αρχή της πραγματικότητας», της δυνατότητας δηλαδή της ονειροπόλησης και του ρεμβασμού να ξεφύγει από τη διάψευση της καθημερινής ζωής. Στερεύοντας την πηγή της απόλαυσης, η «αρχή της πραγματικότητας» υποδουλώνει το νου στην δυναστεία του κριτή που αποτελεί το Υπερεγώ. Ενώ ο υπερρεαλισμός επιδιώκει το αντίθετο: Υπερβαίνοντας την «αρχή της πραγματικότητας» καταρρίπτει το Υπερεγώ απελευθερώνοντας το άτομο. Η θεωρία αυτή εξελίσσεται στη συνέχεια, όπως βλέπουμε κυρίως μέσα στη συλλογή πεζών κειμένων που έχουν τον τίτλο «Γραπτά», [Εμπειρικός, Λ. (2006). «Τα Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία του Ανδρέα Εμπειρικού: Δημοσιευμένα κείμενα και παραλειπόμενα». Ποιητική, άνοιξη-καλοκαίρι 2006, σ.σ. 146-158.] ενώ η αρχή της πραγματικότητας στενεύει συνεχώς τον κλοιό της, με τον πιο απτό και βίαιο τρόπο, γύρω από την Ευρώπη, την Ελλάδα και τελικά γύρω από τον ίδιο τον Εμπειρικό. Σε πολύ αδρές γραμμές, η θεωρία αυτή έχει την εξής μορφή: Το Υπερεγώ αποτελεί το κεντρικό στοιχείο που οργανώνει την καταστροφή μέσα στην κοινωνία. Ποιο είναι, όμως, το κάστρο του Υπερεγώ; Η λανθάνουσα περίοδος, κατά την οποία ακριβώς ολοκληρώνεται μέσω του κοινωνικού και του γονικού περιβάλλοντος η εσωτερίκευση της απαγόρευσης και του νόμου. Γιατί κατά τη λανθάνουσα περίοδο ολοκληρώνεται ο κατεξοχήν νόμος, η οιδιπόδεια απαγόρευση, υπό το βάρος της οποίας η παιδική σεξουαλικότητα γίνεται ταμπού και το Υπερεγώ ολοκληρώνεται και κατισχύει. Εναντίον λοιπόν της λανθάνουσας περιόδου είναι στραμμένος ολόκληρος ο Μέγας Ανατολικός. Τεκμήρια του σχεδίου αυτού υπάρχουν από νωρίς, όπως ένα κείμενο του 1943, που δημοσιεύεται στο Ανθολόγιο τον Μεγάλου Ανατολικού, όπου γράφεται ρητά ότι θα πρέπει να γίνουν σχολεία για μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στα οποία σιγά σιγά θα διδάσκονται τις θωπείες, φτάνοντας μέχρι την πλήρη συνουσία, που αρχίζει μόνο μετά την ήβη. Έτσι είναι και στον «Ανατολικό»: Δεν υπάρχει κανένα παιδί κάτω της ήβης που να έρχεται σε ολοκληρωμένη επαφή (πέραν ορισμένων αναμνήσεων, συχνά οδυνηρών). Δεν πρόκειται για μία νομική κατηγορία, που επιτρέπει το γάμο, άνω των 18 ή άνω των 14, στην τάδε νομικά ή εθιμικά συγκροτημένη τάξη, αλλά για κάτι πέραν αυτού, που αντιστρατεύεται ακριβώς την κάθε εσωτερίκευση ενός νομικού πλαισίου. Διότι, όπως λέει ο Κέλσεν, «η τάξη του νόμου είναι η τάξη του καταναγκασμού», μία παραδοχή που ο Φρόιντ ωθεί στην ερμηνεία ότι ενδέχεται ο ίδιος ο καταναγκασμός να προ- καλεί ενίοτε την έκνομη πράξη, αναγκαία και αυτή για την ύπαρξη του νόμου. Την ερμηνεία αυτή προχωρά ακόμα περισσότερο, εμπνεόμενος και από άλλα μεταψυχολογικά έργα του Φρόιντ - όπως το Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας-, ο Εμπειρικός. Βασική πηγή έμπνευσης αποτελεί όμως το χιλιοδιαβασμένο από τον Εμπειρικό βιβλίο του Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι «Η Ερωτική ζωή των πρωτόγονων», του 1929, στο οποίο, στη βάση της εθνολογικής περιγραφής των ερωτικών ηθών των ιθαγενών, και ιδιαίτερα των παιδιών, των νησιών Τρομπριάν της Μελανησίας, τίθεται σε αμφισβήτηση η καθολικότητα της λανθάνουσας περιόδου και του οιδιπόδειου συμπλέγματος.

Όλα αυτά σχετίζονται με τη συζήτηση του Καντ για το νόμο - και στον Ανατολικό απαντούν συχνά πυκνά κριτικές του καντιανού κατηγορικού επιχειρήματος. Είναι επίσης μία κριτική της φροϊδικής ερμηνείας του σαδισμού. Γιατί για τον Φρόιντ ο σαδισμός είναι συνυφασμένος με την ενόρμηση του θανάτου, που είναι συνάμα η ενόρμηση μέσω της οποίας το Υπερεγώ, [Εμπειρικός, Α. (2012), ό.π., σ.σ. 911-914.] 
κατά τη δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων, δαμάζει την αρχή της απόλαυσης. Στην ερμηνεία αυτή του σαδισμού αντιτίθεται ολόκληρος ο Μέγας Ανατολικός, όπου οι άνθρωποι απελευθερώνονται και από τις φαντασιώσεις ακόμα που ενέχουν αυτό που ονομάζουμε σαδιστική βία και που ο Εμπειρικός στον «Ανατολικό» ονομάζει «πονομανία» (και «πονολαγνεία», αντιστοίχως, ότι αποκαλούμε κοινώς μαζοχισμό). Τον Μαρκήσιο ντε Σαντ θαύμαζε, άλλωστε, και ως ιστορική προσωπικότητα, για την αφοσίωσή του στη δημοκρατία, την αντίθεσή του στη θανατική ποινή, την προσήλωσή του στην ελευθερία. Μέσω του «Μεγάλου Ανατολικού» χτίζει έναν διάλογο με τον Σαντ, στον οποίο αντιτίθεται σθεναρά, με έντονο όμως σεβασμό, στην προοπτική θα έλεγα ενός είδους εγελιανής «αντίθεσης της αντίθεσης».

Μένει να προχωρήσω ένα τελευταίο βήμα τη σχέση του «Μεγάλου Ανατολικού» με τη λογοκρισία. Να γράφεις χωρίς εσωτερική λογοκρισία, να φτάσεις τη γραφή στα όρια του ασυνείδητου, στα όρια της απόλαυσης, να εντάξεις αυτό τον τρόπο σε ένα σχέδιο, ένα περιπετειώδες βιβλίο, ένα βιβλίο εξερεύνησης στα πρότυπα του Ιούλιου Βερν, ώστε να μυήσεις και άλλους στον τρόπο αυτό: Αυτό είναι νομίζω περίπου το σχέδιο του «Μεγάλου Ανατολικού». [Λάζος, X., «Κατήχηση και λειτουργική». Διαβάζω, τεύχος 421, σ.σ.. 125-132.] Που σημαίνει παράλληλα: να νικήσεις το Υπερεγώ και να μάθεις και τους άλλους να το νικούν μέσα σε μία ηδονική περιπέτεια, λυτρώνοντας την κοινωνία από τις ένοχες πράξεις που παράγει η ίδια η ενοχή. Είναι όμως ακριβώς εδώ, τη στιγμή του ατομικού ξεπεράσματος, τη στιγμή που η ποίηση ελευθερώνεται από την εσωτερική λογοκρισία και από τη δυναστεία της συνυφασμένης με αυτήν «αρχής της πραγματικότητας», που αρχίζουν τα προβλήματα με την άλλη, την «εξωτερική» λογοκρισία. Η αδυναμία έκδοσης του τεράστιου αυτού μυθιστορήματος -και για αντίστοιχους λόγους μεγάλου μέρους του υπόλοιπου έργου του Εμπειρικού- ήταν κάτι που φαίνεται ότι δεν είχε υπολογίσει ο ποιητής όταν με ενθουσιασμό το συνέγραφε. Ο δε ενθουσιασμός αυτός, η διέγερση που, όπως έγραφε στον Νάνο Βαλαωρίτη αισθανόταν την ώρα της συγγραφής, πολλαπλασιαζόταν σίγουρα μέσω της χαράς που η ίδια η διαδικασία μιας απελευθερούμενης από την εσωτερική λογοκρισία γραφής ως πράξη και εμπειρία παρείχε στον συγγραφέα. Αντίστοιχη όμως της διέγερσης και της πρωτόγνωρης απελευθέρωσης ήταν και η απόκλιση από τους τρόπους και τους κανόνες που θα μπορούσαν να γίνουν έστω και στο ελάχιστο αποδεκτοί εντός του κράτους και της κοινωνίας, του κόσμου, γενικότερα, στον οποίο ζούσε. Όσο λοιπόν απελευθερωνόταν από την «αρχή της πραγματικότητας» μέσα στη συγγραφή, τόσο πιο ηχηρά προσέκρουε σε αυτή μέσω του αποκλεισμού που η εξωτερική λογοκρισία επέβαλλε, ρητά ή άρρητα, στο έργο του.


Πηγή: rosalux.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια: