Wie heißt das Ding …
Wie heißt das Ding, das wenige schätzen,
Doch zierts des größten Kaisers Hand,
Es ist gemacht, um zu verletzen,
Am nächsten ists dem Schwert verwandt.
Kein Blut vergießts und macht doch tausend Wunden
Niemand beraubts und macht doch reich,
Es hat den Erdkreis überwunden,
Es macht das Leben sanft und gleich.
Die größten Reiche hats gegründet,
Die ältsten Städte hats erbaut,
Doch niemals hat es Krieg entzündet,
Und Heil dem Volk, das ihm vertraut!
Wie heißt das Ding, das wenige schätzen,
Doch zierts des größten Kaisers Hand,
Es ist gemacht, um zu verletzen,
Am nächsten ists dem Schwert verwandt.
Kein Blut vergießts und macht doch tausend Wunden
Niemand beraubts und macht doch reich,
Es hat den Erdkreis überwunden,
Es macht das Leben sanft und gleich.
Die größten Reiche hats gegründet,
Die ältsten Städte hats erbaut,
Doch niemals hat es Krieg entzündet,
Und Heil dem Volk, das ihm vertraut!
Die Lösung
Dies Ding von Eisen, das nur wenge schätzen,
Das Chinas Kaiser selbst in seiner Hand
Zu Ehren bringt am ersten Tag des Jahrs,
Dies Werkzeug, das unschuldger als das Schwert
Dem frommen Fleiß den Erdkreis unterworfen –
Wer träte aus den öden, wüsten Steppen
Der Tartarei, wo nur der Jäger schwärmt,
Der Hirte weidet, in dies blühende Land
Und sähe rings die Saatgefilde grünen
Und hundert volkbelebte Städte steigen,
Von friedlichen Gesetzen still beglückt,
Und ehrte nicht das köstliche Geräte,
Das allen diesen Segen schuf – den Pflug?
Das Chinas Kaiser selbst in seiner Hand
Zu Ehren bringt am ersten Tag des Jahrs,
Dies Werkzeug, das unschuldger als das Schwert
Dem frommen Fleiß den Erdkreis unterworfen –
Wer träte aus den öden, wüsten Steppen
Der Tartarei, wo nur der Jäger schwärmt,
Der Hirte weidet, in dies blühende Land
Und sähe rings die Saatgefilde grünen
Und hundert volkbelebte Städte steigen,
Von friedlichen Gesetzen still beglückt,
Und ehrte nicht das köstliche Geräte,
Das allen diesen Segen schuf – den Pflug?
Τι νάναι κείνο…
Τι νάναι κείνο που τιμή κανένας δεν του δίνει,
Κι όμως φορεί το ο βασιλιάς στο χέρι δαχτυλίδι;
Τόχουν φτιαγμένο χαρακιές βαθιές να σημαδεύει,
Σαν ξίφος είναι κοφτερό και δυνατό κι αντρείο.
Δε χύνει αίμα όπου ακουμπά, περίεργο που είναι;
Κι όμως πληγές χίλιες και μια όπου βρεθεί χαράζει.
Μα να το αρπάξει δε βολεί, κανένας να το κλέψει.
Κι όμως τον πλούτο χάρισε σ’ αυτόν που το κατέχει.
Γύρισε κύκλο όλη τη γη και κύκλο τη γυρίζει
Δίνοντας όψη στη ζωή χαρούμενη κι ωραία.
Των πλούσιων είναι στήριγμα και στέκει σα θεμέλιο
Πολιτειών πανάρχαιων που όρθιες τις κρατάει.
Ποτές του δεν την άναψε τη φλόγα του πολέμου,
Χαρά σε 'κείνο το λαό που τούχει εμπιστοσύνη.
Κι όμως φορεί το ο βασιλιάς στο χέρι δαχτυλίδι;
Τόχουν φτιαγμένο χαρακιές βαθιές να σημαδεύει,
Σαν ξίφος είναι κοφτερό και δυνατό κι αντρείο.
Δε χύνει αίμα όπου ακουμπά, περίεργο που είναι;
Κι όμως πληγές χίλιες και μια όπου βρεθεί χαράζει.
Μα να το αρπάξει δε βολεί, κανένας να το κλέψει.
Κι όμως τον πλούτο χάρισε σ’ αυτόν που το κατέχει.
Γύρισε κύκλο όλη τη γη και κύκλο τη γυρίζει
Δίνοντας όψη στη ζωή χαρούμενη κι ωραία.
Των πλούσιων είναι στήριγμα και στέκει σα θεμέλιο
Πολιτειών πανάρχαιων που όρθιες τις κρατάει.
Ποτές του δεν την άναψε τη φλόγα του πολέμου,
Χαρά σε 'κείνο το λαό που τούχει εμπιστοσύνη.
Η λύση του αινίγματος
Εκείνο το σιδερικό, που λίγοι το εκτιμούνε,
Που μόνος του ο βασιλιάς της Κίνας το κρατεί,
Πρωτοχρονιά στο χέρι του το φέρει με τιμή,
Το πράγμα που, αθωότερο απ’ το κοφτερό σπαθί,
Κόβει τη σάρκα την αγνή πεσμένο μες το χώμα-
Και βγήκε απ’ τη μισητή, του Τάρταρου έρμη στέππα,
Όπου μονάχα ο κυνηγός μπορεί να αναφωνεί,
Βόσκει η αγέλη, στο ανθηρό της υδρογείου το σώμα
Και βλέπει πράσινες βραγιές ν’ ανθούν απ’ τη σπορά
Και σ’ άλλες πόλεις εκατό να κατοικούν τα πλήθη,
Με νόμους φιλολαϊκούς να κυβερνιόνται ακόμα,
Πολύτιμο εργαλείο αυτό, που δεν το εκτιμούν,
Κι αυτό τόση ευμάρεια σε όλους έχει φέρει-
Τάχα πώς λες οι άνθρωποι, αλέτρι το καλούν;
Που μόνος του ο βασιλιάς της Κίνας το κρατεί,
Πρωτοχρονιά στο χέρι του το φέρει με τιμή,
Το πράγμα που, αθωότερο απ’ το κοφτερό σπαθί,
Κόβει τη σάρκα την αγνή πεσμένο μες το χώμα-
Και βγήκε απ’ τη μισητή, του Τάρταρου έρμη στέππα,
Όπου μονάχα ο κυνηγός μπορεί να αναφωνεί,
Βόσκει η αγέλη, στο ανθηρό της υδρογείου το σώμα
Και βλέπει πράσινες βραγιές ν’ ανθούν απ’ τη σπορά
Και σ’ άλλες πόλεις εκατό να κατοικούν τα πλήθη,
Με νόμους φιλολαϊκούς να κυβερνιόνται ακόμα,
Πολύτιμο εργαλείο αυτό, που δεν το εκτιμούν,
Κι αυτό τόση ευμάρεια σε όλους έχει φέρει-
Τάχα πώς λες οι άνθρωποι, αλέτρι το καλούν;
Die Funke
Ich wohne in einem steinernen Haus,
Da lieg' ich verborgen und schlafe;
Doch ich trete hervor, ich eile heraus,
Gefordert mit eiserner Waffe.
Erst bin ich unscheinbar und schwach und klein,
Mich kann dein Atem bezwingen,
Ein Regentropfen schon saugt mich ein;
Doch mir wachsen im Siege die Schwingen.
Wenn die mächtige Schwester sich zu mir gesellt,
Erwachs' ich zum furchtbar'n Gebieter der Welt.
Η Σπίθα
Da lieg' ich verborgen und schlafe;
Doch ich trete hervor, ich eile heraus,
Gefordert mit eiserner Waffe.
Erst bin ich unscheinbar und schwach und klein,
Mich kann dein Atem bezwingen,
Ein Regentropfen schon saugt mich ein;
Doch mir wachsen im Siege die Schwingen.
Wenn die mächtige Schwester sich zu mir gesellt,
Erwachs' ich zum furchtbar'n Gebieter der Welt.
Η Σπίθα
Πέτρινο σπίτι κατοικώ,
κρύβομαι και κοιμάμαι.
Προβάλλω έξω βιαστικά
σαν όπλο από σίδερο
βαριά με προκαλέσει.
Ασήμαντη είμαι στην αρχή,
μικρή, χωρίς δυνάμεις.
Μι' ανάσα σου, κι η πιο ελαφρή
μπορεί να με υποτάξει.
Και μια σταγόνα της βροχής
θα μ' έπαιρνε μαζί της.
Μα οι μικρές φτερούγες μου
στη νίκη μεγαλώνουν,
όταν η κραταιά αδελφή
ξανά με συντροφεύει,
τότε εξουσία γίνομαι
του κόσμου και φοβέρα.
κρύβομαι και κοιμάμαι.
Προβάλλω έξω βιαστικά
σαν όπλο από σίδερο
βαριά με προκαλέσει.
Ασήμαντη είμαι στην αρχή,
μικρή, χωρίς δυνάμεις.
Μι' ανάσα σου, κι η πιο ελαφρή
μπορεί να με υποτάξει.
Και μια σταγόνα της βροχής
θα μ' έπαιρνε μαζί της.
Μα οι μικρές φτερούγες μου
στη νίκη μεγαλώνουν,
όταν η κραταιά αδελφή
ξανά με συντροφεύει,
τότε εξουσία γίνομαι
του κόσμου και φοβέρα.
Parabeln und Rätsel
Von Perlen baut sich eine Brücke
Hoch über einen grauen See;
Sie baut sich auf im Augenblicke,
Und schwindelnd steigt sie in die Höh.
Hoch über einen grauen See;
Sie baut sich auf im Augenblicke,
Und schwindelnd steigt sie in die Höh.
Der höchsten Schiffe höchste Masten
Ziehn unter ihrem Bogen hin,
Sie selber trug noch keine Lasten
Und scheint, wie du ihr nahst, zu fliehn.
Sie wird erst mit dem Strom, und schwindet,
So wie des Wassers Flut versiegt.
So sprich, wo sich die Brücke findet,
Und wer sie künstlich hat gefügt?
Παραβολές και Αινίγματα
Ziehn unter ihrem Bogen hin,
Sie selber trug noch keine Lasten
Und scheint, wie du ihr nahst, zu fliehn.
Sie wird erst mit dem Strom, und schwindet,
So wie des Wassers Flut versiegt.
So sprich, wo sich die Brücke findet,
Und wer sie künstlich hat gefügt?
Παραβολές και Αινίγματα
Μαργαριτάρια αντάμωσαν γεφύρι να ορθώσουν
πάνω απ' τη λίμνη που θολά φαντάζει γκριζωπή,
του γεφυριού τόξα ψηλά που ευθύς θέλουν να σώσουν
τα ύψη τ' αθεώρητα που αυτό θα αιωρηθεί.
πάνω απ' τη λίμνη που θολά φαντάζει γκριζωπή,
του γεφυριού τόξα ψηλά που ευθύς θέλουν να σώσουν
τα ύψη τ' αθεώρητα που αυτό θα αιωρηθεί.
Και του τρανότερου σκαριού το πιο ψηλό κατάρτι
τεντώνεται διαβαίνοντας τα τόξα τ' αψηλά.
Μα η γέφυρα δε φαίνεται φορτίο να εκράτη,
κι όσο κοντύτερα κι αν πας, αυτή γι' αλλού κυλά.
τεντώνεται διαβαίνοντας τα τόξα τ' αψηλά.
Μα η γέφυρα δε φαίνεται φορτίο να εκράτη,
κι όσο κοντύτερα κι αν πας, αυτή γι' αλλού κυλά.
Το ρέμα τη σχημάτισε κι αυτό θε να τη φθείρει,
σαν πέφτει η στάθμη των νερών και πάει η φυρονεριά.
Έλα λοιπόν, για πες το μου, ποιο είναι το γεφύρι
και ποιος να το πελέκησε με τόση μαστοριά;
Rätsel - Die Auge
σαν πέφτει η στάθμη των νερών και πάει η φυρονεριά.
Έλα λοιπόν, για πες το μου, ποιο είναι το γεφύρι
και ποιος να το πελέκησε με τόση μαστοριά;
Rätsel - Die Auge
Kennst du das Bild auf zartem Grunde?
Es gibt sich selber Licht und Glanz.
Ein andres ist's zu jeder Stunde,
Und immer ist es frisch und ganz.
Im engsten Raum ist's ausgeführet,
Der kleinste Rahmen fasst es ein;
Doch alle Größe, die dich rühret,
Kennst du durch dieses Bild allein.
Und kannst du den Kristall mir nennen?
Ihm gleicht an Wert kein Edelstein;
Er leuchtet, ohne je zu brennen,
Das ganze Weltall saugt er ein.
Der Himmel selbst ist abgemalet
In seinem wundervollen Ring;
Und doch ist, was er von sich strahlet,
Noch schöner, als was er empfing.
Die Lösung
Dies zarte Bild, das in den kleinsten Rahmen
Gefaßt, das Unermeßliche uns zeigt,
Und der Kristall, in dem dies Bild sich malt,
Und der noch Schönres von sich strahlt,
Er ist das Aug, in das die Welt sich drückt,
Dein Auge ists, wenn es mir Liebe blickt.
Gefaßt, das Unermeßliche uns zeigt,
Und der Kristall, in dem dies Bild sich malt,
Und der noch Schönres von sich strahlt,
Er ist das Aug, in das die Welt sich drückt,
Dein Auge ists, wenn es mir Liebe blickt.
Το Μάτι
Γνωρίζεις τάχα την εικόνα
που μόλις στέκει, θάπεφτε θα πεις,
και μόνη αστράφτει φως και λάμψη;
Ως κάθε ώρα που περνάει
μοιάζει η μορφή της να αλλάζει,
διάφορη γίνεται συνέχεια,
μα πάντα ζωηρή κι ακέρια.
Σ' ένα στενό χώρο βαλμένη,
μικρή κορνίζα την κρατεί,
κι ό,τι κι αν είν', μικρό ή μεγάλο,
που να σ' αγγίξει το μπορεί,
κάθε φορά συ το γνωρίζεις
μόνο από την εικόνα αυτή.
Μήπως μπορείς να μου ονομάσεις
τον κρύσταλλο που σαν εκείνον
πέτρα ακριβή άλλη δεν είναι;
Δίνει το φως του, μα δεν καίει,
κρατώντας ό,τι του δοθεί,
την ίδια αυτή την οικουμένη.
Στο θαυμαστό του δαχτυλίδι
ζωγραφισμένος ο ουρανός,
κι όμως απ' ό,τι έχει νιώσει
αυτή η εικόνα αχτιδολάμπει
πάντα το πιο όμορφο απ' όλα.
Η λύση του αινίγματος
Κείνη η εικόνα η λεπτή,
Που όλη μέσα της σφαλεί
Κείνη η κορνίζα η μικρή,
Το απροσμέτρητο μας δείχνει,
Κι ο κρύσταλλος, που μέσα του την κλείνει,
Κι ό,τι ωραιότερο αστράφτει απ’ αυτή,
Είναι το μάτι, που μέσα του η πλάση
Όλα τα μήκη και τα πλάτη της αφήνει,
Το μάτι σου είναι, όταν αγάπη αυτό μου δίνει.
Που όλη μέσα της σφαλεί
Κείνη η κορνίζα η μικρή,
Το απροσμέτρητο μας δείχνει,
Κι ο κρύσταλλος, που μέσα του την κλείνει,
Κι ό,τι ωραιότερο αστράφτει απ’ αυτή,
Είναι το μάτι, που μέσα του η πλάση
Όλα τα μήκη και τα πλάτη της αφήνει,
Το μάτι σου είναι, όταν αγάπη αυτό μου δίνει.
Die Gunst des Augenb licks
Und so finden wir uns wieder
In dem heitern bunten Reihn,
Und es soll der Kranz der Lieder
Frisch und grün geflochten sein.
Aber wem der Götter bringen
Wir des Liedes ersten Zoll?
Ihn vor allen laßt uns singen,
Der die Freude schaffen soll.
Denn was frommt es, daß mit Leben
Ceres den Altar geschmückt?
Daß den Purpursaft der Reben
Bacchus in die Schale drückt?
Zückt vom Himmel nicht der Funken,
Der den Herd in Flammen setzt,
Ist der Geist nicht feuertrunken,
Und das Herz bleibt unergetzt.
Aus den Wolken muß es fallen,
Aus der Götter Schoß das Glück,
Und der mächtigste von allen
Herrschern ist der Augenblick.
Von dem allerersten Werden
Der unendlichen Natur
Alles Göttliche auf Erden
Ist ein Lichtgedanke nur.
Langsam in dem Lauf der Horen
Füget sich der Stein zum Stein,
Schnell, wie es der Geist geboren,
Will das Werk empfunden sein.
Wie im hellen Sonnenblicke
Sich ein Farbenteppich webt,
Wie auf ihrer bunten Brücke
Iris durch den Himmel schwebt,
So ist jede schöne Gabe
Flüchtig wie des Blitzes Schein,
Schnell in ihrem düstern Grabe
Schließt die Nacht sie wieder ein
In dem heitern bunten Reihn,
Und es soll der Kranz der Lieder
Frisch und grün geflochten sein.
Aber wem der Götter bringen
Wir des Liedes ersten Zoll?
Ihn vor allen laßt uns singen,
Der die Freude schaffen soll.
Denn was frommt es, daß mit Leben
Ceres den Altar geschmückt?
Daß den Purpursaft der Reben
Bacchus in die Schale drückt?
Zückt vom Himmel nicht der Funken,
Der den Herd in Flammen setzt,
Ist der Geist nicht feuertrunken,
Und das Herz bleibt unergetzt.
Aus den Wolken muß es fallen,
Aus der Götter Schoß das Glück,
Und der mächtigste von allen
Herrschern ist der Augenblick.
Von dem allerersten Werden
Der unendlichen Natur
Alles Göttliche auf Erden
Ist ein Lichtgedanke nur.
Langsam in dem Lauf der Horen
Füget sich der Stein zum Stein,
Schnell, wie es der Geist geboren,
Will das Werk empfunden sein.
Wie im hellen Sonnenblicke
Sich ein Farbenteppich webt,
Wie auf ihrer bunten Brücke
Iris durch den Himmel schwebt,
So ist jede schöne Gabe
Flüchtig wie des Blitzes Schein,
Schnell in ihrem düstern Grabe
Schließt die Nacht sie wieder ein
Η Χάρη του Βλέμματος
Και να!, ξαναβρεθήκαμε
στις γελαστές και πλουμιστές ορδές χρωμάτων.
Ένα στεφάνι τραγουδιών να γίνει
πλεγμένο ζωηρά ολοπράσινα κλαριά.
στις γελαστές και πλουμιστές ορδές χρωμάτων.
Ένα στεφάνι τραγουδιών να γίνει
πλεγμένο ζωηρά ολοπράσινα κλαριά.
Όμως σε ποιόν απ' τους θεούς
φόρο τιμής με το τραγούδι θ' αποτίσουμε ;
Ας τραγουδήσουμε γι' αυτόν
που περισσότερη χαρά θα δώσει.
φόρο τιμής με το τραγούδι θ' αποτίσουμε ;
Ας τραγουδήσουμε γι' αυτόν
που περισσότερη χαρά θα δώσει.
Άραγε τι να ωφελεί
όταν με τη ζωή στόλισε το βωμό η Δήμητρα ;
Κι ο Βάκχος έκανε να στάξει
ο πορφυρός χυμός από το φλούδι των κλημάτων.
όταν με τη ζωή στόλισε το βωμό η Δήμητρα ;
Κι ο Βάκχος έκανε να στάξει
ο πορφυρός χυμός από το φλούδι των κλημάτων.
Δε θα σταλεί μια σπίθα εξ ουρανού,
που μες στις φλόγες θα τυλίξει αυτό το τζάκι.
Kαι δεν μεθά το πνεύμα απ' τη φωτιά,
μένει δίχως απόλαυση η καρδιά μας.
που μες στις φλόγες θα τυλίξει αυτό το τζάκι.
Kαι δεν μεθά το πνεύμα απ' τη φωτιά,
μένει δίχως απόλαυση η καρδιά μας.
Η τύχη θε να πέσει από τα νέφη,
από τα βάθη των θεών.
Κι ο ισχυρότερος απ' όλους τους δυνάστες
είναι το βλέμμα.
από τα βάθη των θεών.
Κι ο ισχυρότερος απ' όλους τους δυνάστες
είναι το βλέμμα.
Απ' ό,τι γίνηκε στην πρώτη αρχή του κόσμου
στην απαρχή της ατελεύτητης κι αέναης φύσης
και κάθε τι το θεϊκό πάνω στη γη,
δεν είναι παρά μια σκέψη από φως και μόνο.
στην απαρχή της ατελεύτητης κι αέναης φύσης
και κάθε τι το θεϊκό πάνω στη γη,
δεν είναι παρά μια σκέψη από φως και μόνο.
Αργά καθώς περνούν οι Ώρες
και συνταιριάζει η πέτρα με την πέτρα,
γοργά, σαν από πνεύμα να γεννιέται
θέλει το έργο ως την καρδιά να φτάσει.
και συνταιριάζει η πέτρα με την πέτρα,
γοργά, σαν από πνεύμα να γεννιέται
θέλει το έργο ως την καρδιά να φτάσει.
Όπως στα φωτεινά σπιθίσματα του ήλιου
ένα χαλί υφαίνεται από χρώματα,
όπως στο ολοπλούμιστο γεφύρι της
η Ίριδα στον ουρανό αιωρείται,
ένα χαλί υφαίνεται από χρώματα,
όπως στο ολοπλούμιστο γεφύρι της
η Ίριδα στον ουρανό αιωρείται,
έτσι είναι κάθε ωραίο δώρο
παροδικό όπως το φως της αστραπής,
γοργά το κλείνει μέσα της η νύχτα,
στο σκυθρωπό της μνήμα το αφανίζει.
παροδικό όπως το φως της αστραπής,
γοργά το κλείνει μέσα της η νύχτα,
στο σκυθρωπό της μνήμα το αφανίζει.
Das Mädchen aus der Fremde, 1797
In einem Tal bei armen Hirten
Erschien mit jedem jungen Jahr,
Sobald die ersten Lerchen schwirrten,
Ein Mädchen, schön und wunderbar.
Sie war nicht in dem Tal geboren,
Man wußte nicht, woher sie kam,
Und schnell war ihre Spur verloren,
Sobald das Mädchen Abschied nahm.
Beseligend war ihre Nähe,
Und alle Herzen wurden weit,
Doch eine Würde, eine Höhe
Entfernte die Vertraulichkeit.
Sie brachte Blumen mit und Früchte,
Gereift auf einer andern Flur,
In einem andern Sonnenlichte,
In einer glücklichern Natur.
Und teilte jedem eine Gabe,
Dem Früchte, jenem Blumen aus,
Der Jüngling und der Greis am Stabe,
Ein jeder ging beschenkt nach Haus.
Willkommen waren alle Gäste,
Doch nahte sich ein liebend Paar,
Dem reichte sie der Gaben beste,
Der Blumen allerschönste dar.
In einem Tal bei armen Hirten
Erschien mit jedem jungen Jahr,
Sobald die ersten Lerchen schwirrten,
Ein Mädchen, schön und wunderbar.
Sie war nicht in dem Tal geboren,
Man wußte nicht, woher sie kam,
Und schnell war ihre Spur verloren,
Sobald das Mädchen Abschied nahm.
Beseligend war ihre Nähe,
Und alle Herzen wurden weit,
Doch eine Würde, eine Höhe
Entfernte die Vertraulichkeit.
Sie brachte Blumen mit und Früchte,
Gereift auf einer andern Flur,
In einem andern Sonnenlichte,
In einer glücklichern Natur.
Und teilte jedem eine Gabe,
Dem Früchte, jenem Blumen aus,
Der Jüngling und der Greis am Stabe,
Ein jeder ging beschenkt nach Haus.
Willkommen waren alle Gäste,
Doch nahte sich ein liebend Paar,
Dem reichte sie der Gaben beste,
Der Blumen allerschönste dar.
Η κόρη απ' τα ξένα
Στον κάμπο και τα βοσκοτόπια
μόλις λαλούν κορυδαλλοί
περνούσε κάθε νέο χρόνο
μια κόρη ωραία και θαυμαστή.
Δεν ήταν θρέμμα αυτού του κάμπου,
δεν ξέραν από που κρατεί.
Γοργά χανόταν κι η σκιά της,
ευθύς που αποχαιρετιστεί.
Όποιος της μίλαγε ευτυχούσε
κι όλων ανοίγαν οι καρδιές.
Όποιον κοντά της τον καλούσε,
δόξες και δύναμη ήταν χθες.
Φρούτα και άνθη πάντα εκράτει
από άλλο κάμπο, μακρινό
που ωριμάσαν οι ηλιαχτίδες
σε κάποιο τόπο φωτεινό.
Μοίραζε σ' όλους τόσα δώρα,
σ' άλλους τα άνθη ή τους καρπούς,
στα λιανοπαίδια και τους γέρους
έδινε κάτι και γι' αυτούς.
Καλοδεχούμενοι οι επισκέπτες,
ζευγάρια ερχόταν να τη δουν,
το πιο καλό χάριζε πάντα,
λουλούδι ή δώρο, ό,τι ποθούν.
Die Johanniter, 1795
μόλις λαλούν κορυδαλλοί
περνούσε κάθε νέο χρόνο
μια κόρη ωραία και θαυμαστή.
Δεν ήταν θρέμμα αυτού του κάμπου,
δεν ξέραν από που κρατεί.
Γοργά χανόταν κι η σκιά της,
ευθύς που αποχαιρετιστεί.
Όποιος της μίλαγε ευτυχούσε
κι όλων ανοίγαν οι καρδιές.
Όποιον κοντά της τον καλούσε,
δόξες και δύναμη ήταν χθες.
Φρούτα και άνθη πάντα εκράτει
από άλλο κάμπο, μακρινό
που ωριμάσαν οι ηλιαχτίδες
σε κάποιο τόπο φωτεινό.
Μοίραζε σ' όλους τόσα δώρα,
σ' άλλους τα άνθη ή τους καρπούς,
στα λιανοπαίδια και τους γέρους
έδινε κάτι και γι' αυτούς.
Καλοδεχούμενοι οι επισκέπτες,
ζευγάρια ερχόταν να τη δουν,
το πιο καλό χάριζε πάντα,
λουλούδι ή δώρο, ό,τι ποθούν.
Die Johanniter, 1795
Herrlich kleidet sie euch, des Kreuzes furchtbare Rüstung,
Wenn ihr, Löwen der Schlacht, Akkon und Rhodus beschützt,
Durch die syrische Wüste den bangen Pilgrim geleitet
Und mit der Cherubim Schwert steht vor dem heiligen Grab.
Aber ein schönerer Schmuck umgibt euch die Schürze des Wärters,
Wenn ihr, Löwen der Schlacht, Söhne des edelsten Stamms,
Dient an des Kranken Bett, dem Lechzenden Labung bereitet
Und die niedrige Pflicht christlicher Milde vollbringt.
Religion des Kreuzes, nur du verknüpftest, in einem
Kranze, der Demut und Kraft doppelte Palme zugleich!
Οι Ιωαννίτες Ιππότες
Ω πανοπλία φοβερή του Σταυρικού συμβόλου,
ντυμένοι ως είστ’ εξαίσια όταν περιφρουρείτε
μέσα σ’ αμάχη φονική με λιονταρίσιο θάρρος
την Άκρα της άνυδρης γης, τη Ρόδο του πελάγου.
Μες στης Συρίας την έρημο αργά ξεπροβοδάτε
τον έντρομο, περιδεή λαό που προσκυνάει
και σεις στέκετε δυνατοί μπρος στον Πανάγιο Τάφο
με το σπαθί των Χερουβείμ, όμως στενά σας σφίγγει
σαν τζιβαέρι θαυμαστό του φύλακα η ζωστήρα.
Όταν εσείς στον πόλεμο λιοντάρια πολεμάτε,
γέννα φυλής ευγενικής, με περισσή φροντίδα
σκύβετε πάνω στοργικά στου πόνου το κρεββάτι,
στο διψασμένο τη δροσιά χαρίζετε περίσσια,
πίστη κομίζοντας αγνή στο ταπεινό καθήκον
για την αγάπη του Χριστού, την αγαθοεργία.
Ώ συ θρησκεία του Σταυρού μοναδική έχεις πλέξει
σ’ ένα στεφάνι τόσο απλό ένα διπλό κλωνάρι
της φοινικιάς τη δύναμη και την ταπεινοσύνη!
ντυμένοι ως είστ’ εξαίσια όταν περιφρουρείτε
μέσα σ’ αμάχη φονική με λιονταρίσιο θάρρος
την Άκρα της άνυδρης γης, τη Ρόδο του πελάγου.
Μες στης Συρίας την έρημο αργά ξεπροβοδάτε
τον έντρομο, περιδεή λαό που προσκυνάει
και σεις στέκετε δυνατοί μπρος στον Πανάγιο Τάφο
με το σπαθί των Χερουβείμ, όμως στενά σας σφίγγει
σαν τζιβαέρι θαυμαστό του φύλακα η ζωστήρα.
Όταν εσείς στον πόλεμο λιοντάρια πολεμάτε,
γέννα φυλής ευγενικής, με περισσή φροντίδα
σκύβετε πάνω στοργικά στου πόνου το κρεββάτι,
στο διψασμένο τη δροσιά χαρίζετε περίσσια,
πίστη κομίζοντας αγνή στο ταπεινό καθήκον
για την αγάπη του Χριστού, την αγαθοεργία.
Ώ συ θρησκεία του Σταυρού μοναδική έχεις πλέξει
σ’ ένα στεφάνι τόσο απλό ένα διπλό κλωνάρι
της φοινικιάς τη δύναμη και την ταπεινοσύνη!
----------------------------------------------------------------
Ο Γιόχαννες Κρίστοφ Φρήντριχ φον Σίλλερ (10 Νοεμβρίου 1759 –9 Μαίου 1805) γεννήθηκε στην πόλη Μάρμπαχ αμ Νέκαρ (Marbach) της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Είναι ο πρώτος μεγάλος εκπρόσωπος του ρομαντικού κινήματος Sturm und Drang. Αρχικά σπούδασε Επιστήμη του Δικαίου, αλλά κατέληξε να σπουδάσει στρατιωτική ιατρική. Ήταν επίσης ποιητής, φιλόσοφος και ιστορικός, ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς δραματουργούς, λυρικούς και δοκιμιογράφους. Ήταν μοναχογιός και είχες πέντε αδελφές. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός χειρούργος. Στη Βαϊμάρη γνώρισε τον Κρίστοφ Μάρτιν Βίλαντ, τον Γιόχανν Γκόττφριντ Χέρντερ και συνδέθηκε με μεγάλη φιλία με τον Γκαίτε. Το πρώτο θεατρικό έργο «Οι ληστές», που έγραψε πολύ νέος, αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του θεάτρου, αν και είχε ατέλειες, που παραδέχτηκε αργότερα κι ο ίδιος. Μετουσιώνοντας τον ενθουσιασμό των είκοσι χρόνων του, ο Σίλλερ κατόρθωσε να δώσει στον κόσμο της εποχής του τα πρώτα μηνύματα του νέου κινήματος. Ο ρομαντισμός κήρυξε την αγάπη για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, για την τιμωρία των ενόχων, για τη ζωή, την ελπίδα, για το αύριο του ανθρώπου. Με το έργο του «Οι ληστές» προβάλλει ακριβώς αυτά τα ιδανικά. Ιδανικά πάλης του ανθρώπου ενάντια στην άδικη κοινωνία. Το 1783-1787 γράφει δύο έργα: «Η συνωμοσία του Φιέσκο» και το «Ραδιουργία και έρως», έργα με τα οποία ο Σίλλερ επιτίθεται στους αυλικούς, που με τις ραδιουργίες τους δημιουργούν την εγκληματική ζωή του κόσμου. Ο Σίλλερ αρχίζει πια να διαγράφει με άνεση τους χαρακτήρες και η ανάλυσή του γίνεται βαθύτερη. Έγραψε κι άλλα έργα με υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, με αυστηρή τήρηση των ιδανικών του, όπως είναι τα «Ντον Κάρλος», «Μαρία Στιούαρτ», «Γουλιέλμος Τέλλος». Στα έργα του ακόμα δείχνει μια εξαιρετική επιδεξιότητα στη σκηνική δομή. Είναι κάτοχος των δραματικών εξάρσεων. Μέσα σ' αυτά ακούμε τα επίκαιρα μηνύματα και διδάγματα του Σαίξπηρ. Η φιλία του Σίλλερ με τον Γκαίτε είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Ο Γκαίτε στάθηκε γι' αυτόν όχι μόνο ένας άριστος φίλος μα και ανεκτίμητος σύμβουλος, ένας ένθερμος σύντροφος, που τον ενθάρρυνε στις κρίσιμες στιγμές. Μαζί με τον Γκαίτε, το 1799, ήταν οι υπεύθυνοι των παραστάσεων του Αυλικού Θεάτρου της Βαϊμάρης. Οι μπαλλάντες του είναι από τα πιο δημοφιλή αναγνώσματα σε μορφή ποιημάτων για το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό. Ο Σίλλερ πέθανε το 1805 στη Βαϊμάρη. Τα έργα του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα από πολλά θέατρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου