ΙΣΤ’ Το μνημείο μιας συντεχνίας.
Θα μιλήσουμε τώρα για ένα θέμα αρκετά παράδοξο και λίγο αστείο, το οποίο με απασχόλησε και παλαιότερα. Σε μια γωνία δηλαδή του Μοναστηριού της Ιεράς Οδού βρισκόταν κατάχαμα από παλιά ξεχασμένη μια πλάκα από πωρόλιθο, της οποίας την επιγραφή δημοσίευσε πρώτος ο Λενορμάν σε αρχαιολογικό περιοδικό.
Σύμφωνα με αυτή, μες στη Μονή κάποια οικοδομή είχε κατασκευαστεί με χρήματα της συντεχνίας των μπακάληδων, όταν ηγούμενος ήταν ο Ανανίας.
Την χρονολογία της επιγραφής την ανάγνωσε 6764 από κτίσεως κόσμου, το οποίο μας οδηγεί στο έτος 1256 μ.X.
Ως εκ τούτου ο Λενορμάν έφτασε στο συμπέρασμα, ότι η επιγραφή είναι πολύ πολύτιμη για τη θρησκευτική ιστορία, γιατί καταδεικνύει ότι υπό τους Σταυροφόρους πρίγκιπες τα ελληνικά εμπορικά σωματεία της πόλης της Αθήνας δεν δίσταζαν να συντρέχουν το έργο λατινικού μοναστηριού. Ταυτόχρονα πίστεψε ότι γινόταν γνωστό και το όνομα του τότε Αβά.
Κατά παράδοξο όμως τρόπο μια άλλη επιγραφή, εντελώς όμοια, της οποίας δεν είχε κατορθωθεί ν’ αναγνωστεί η χρονολογία, αναγνώστηκαν όμως τα ονόματα των τότε προϊσταμένων της συντεχνίας των μπακάληδων, άλλου όμως ηγούμενου, βρέθηκε παρατημένη σ’ έναν κήπο της Μασσαλίας, έχοντας μεταφερθεί εκεί από άγνωστο τόπον και σε άγνωστο χρόνο. Η επιγραφή αυτή δημοσιεύτηκε στα υπομνήματα της Ακαδημίας των Επιγραφών και η δυσανάγνωστη χρονολογία υποτέθηκε ότι έχει στοιχεία που έδειχναν το έτος 1459. Το περίεργο δε είναι το έξης: ότι η φράση στην επιγραφή «Ρουφέτιον των μπακάληδων» θεωρήθηκε ότι αναφερόταν σε κάποιο Ρουφέτιο από την οικογένεια των Βακαλιδών.
Και το μεν μπακάλης δεν έχει βέβαια ανάγκη ερμηνείας• ρουφέτιον δε λεγόταν επί Τουρκοκρατίας η συντεχνία, το σινάφι (εσνάφ), από την αραβική λέξη ρουφέτ, η οποία σημαίνει θίασος χωρίς να σχετίζεται με το αραβικής επίσης προέλευσης πολυθρύλητο και ελληνικότατο ρουσφέτι.
Ο Λενορμάν επανόρθωσε την πλάνη αναφορικά με τον Ρουφέτιο Βακαλίδη και διακήρυξε ως άτυχη και την ανάγνωση της χρονολογίας• αντί όμως η λέξη μπακάλης να τον οδηγήσει σε άλλες σκέψεις, προκειμένου πάντως περί Τουρκοκρατίας, απεναντίας κατάληξε στο συμπέρασμα, ότι από τον 13ο αιώνα άρχισε η επίδραση των Τούρκων• επιμένει δε στην αρχική γνώμη του, ότι και η επιγραφή της Ιεράς Οδού, όπως και αυτή της Μασσαλίας, τις οποίας σωστά συσχετίζει, ανήκουν στα χρόνια της Φραγκοκρατίας των Αθηνών.
Σημειωτέον ότι κατά την πρώτη δημοσίευση της επιγραφής στη Μασσαλία η χρονολογία αναγνώσθηκε ως αναφερόμενη στο έτος 964 μ.X., όταν σ’ αυτήν ήταν ηγούμενος ο Νικηφόρος - όπως αναγνώστηκε — που υψώθηκε σε αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Ο αυτός ηγούμενος, κατά τη δεύτερη χρονολόγηση του 1459, χαρακτηρίζεται ως διοικητής, ίσως πασάς της Αθήνας.
Η επιγραφή αυτή απασχόλησε πολλούς λόγιους Έλληνες, ένας των οποίων μάλιστα αποφάνθηκε για αυτήν ότι προερχόταν από τη Σμύρνη. Ως προς δε τη χρονολογία κατέληξαν στο χαρακτηρισμό της ως φθαρμένης.
Ξεχάσαμε να προσθέσουμε ότι κατά την πρώτη ανάγνωση της επιγραφής όχι μόνον ο Ρουφέτιος αλλά και ο Φιλόχριστος θεωρήθηκαν ως Βακαλίδες.
Όταν ανάγνωσα τα σχετικά δημοσιεύματα, και χωρίς να έχω δει τον πωρόλιθο, δεν κατόρθωσα κάτι μεγάλο διαγνώσας ότι η χρονολογία της επιγραφής της Ιεράς Οδού δεν είναι 6764 από κτίσεως κόσμου, αλλά 1764 από τη γέννηση του Χριστού.
Και επειδή η μια σκέψη φέρνει την άλλη, δεχθήκαμε ως βέβαιο ότι και η επιγραφή της Μασσαλίας, προήλθε από την Ιερά Οδό, σ’ αυτά τα χρόνια, αν όχι στο ίδιο έτος. Αναφέρονται μάλιστα σε αμφότερες οι ίδιοι προϊστάμενοι της συντεχνίας, οι αθηναϊκότατοι Αργύριος και Μουστάκας, αν και αναγράφονται δυο διαφορετικοί ηγούμενοι, αν αναγνώστηκε σωστά το όνομα του ηγουμένου, στην επιγραφή της Μασσαλίας.
Όταν κάποια χρόνια μετά από τα γεγονότα αυτά (σ.σ. αναφέρεται στον Λενορμάν και τους λόγιους Έλληνες) είχα την διεύθυνση των ανασκαφών της Ιεράς Οδού, βρήκα μες στα χώματα την στην εκεί Μονή παρατηρηθείσα επιγραφή, που είχε πλην κάποιων ασήμαντων αβλεψιών, όπως αναγνώστηκε από τον Λενορμάν, με τη διαφορά ότι όντως πρόκειται, όπως υπέθεσα, περί του έτους 1764 και ότι διακρίνονταν αχνά και οι μωλωπισμένοι προϊστάμενοι Αργυρής και Μουστάκας, όπως και στην επιγραφή της Μασσαλίας. Ώστε από το Δαφνί προέρχονται και οι δυο επιγραφές, αποδεικνύοντας ότι η Μονή όχι μόνο ζούσε τότε, αλλά είχε και σχετική ακμή, με ηγουμένους και καλογέρους φυσικά, καθώς είχε την ιδιαίτερη εύνοια των μπακάληδων, όπως στα νεώτερα χρόνια των αμαξηλατών.
Η επαναβρεθείσα από μας επιγραφή αναφέρει:
«Η παρούσα οικοδομή γέγονε διά δαπάνης και συνδρομής τον φιλοχρίστου ρουφετίου των μπακαληδών, εις μνημόσυνον αυτών και υπέρ ψυχικής σωτηρίας και ευτυχίας των τήδε πρωτευόντων αυτοίς Ιωάννου Αργυρού και Δημητρίου Μουστάκα έν έτει ΑΨΞΔ Φεβρουάριου ΚΑ ηγουμενεύοντος Ανανίου».
Ένα άλλο μικροζήτημα απομένει. Ποια να είναι η οικοδομή των μπακάληδων στο Δαφνί; Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι πρόκειται περί παρεκκλησίου, τιμημένου κάποτε με το όνομα του Αγίου Νικολάου, προστάτη της συντεχνίας και πρόθυμου, ως γνωστόν σύμφωνα με το γνωστό λαϊκό δίστιχο, να παραβρίσκεται σε κάθε λειτουργία κρατώντας στο χέρι ένα «ροΐ με λάδι», άλλα αυτό δεν αποδεικνύεται. Ενώ εξ άλλου στο όνομα του Αγίου Νικολάου θεωρείται ως τιμώμενο και το παλαιότατο εκκλησάκι του νεκροταφείου της Μονής, όπως και το αρκετά μεταγενέστερο, υποθέτουμε, μετόχι στην Αθήνα. Αλλά η επιγραφή ούτε για εκκλησία ούτε για παρεκκλήσι μιλά, αλλά για οικοδομή.
Για αυτό θεωρούμε ότι θα πρόκειται το λεγόμενου Ηγουμένειο του Δαφνιού ή για κάποια άλλη οικοδομή στην αυλή ή εκτός της περιοχής του μοναστηριού, που δεν σώζεται πια, η οποία θα άρχισε να ανεγείρεται επί Ανανία και θα ολοκληρώθηκε επί Νικηφόρου, ή και για δυο διαφορετικές οικοδομές, οι οποίες θα αναγέρθηκαν με δαπάνες των παντοπωλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου