Το διάγραμμα του Ριζόκαστρου — Πώς η παλαιότατη αυτή συνοικία της Αθήνας ξεχωρίζει από την άλλη πόλη — Πώς πηγαίνει κανείς εκεί πάνω — Μια ματιά στην Αθήνα — Ανακάλυψη μιας οδού.
Αποφασίζουμε ν’ αφήσουμε την Πλατεία Συντάγματος και μέσω της οδού Φιλελλήνων εισερχόμαστε δεξιά στην μετά τη Ρωσική καμπάνα πάροδο των Κυδαθηναίων (δηλ. Κυδαθηναιέων).
Το δρόμο αυτόν τον περιπατάμε μέχρι το τέλος του που διασχίζει την οδό Αδριανού και συνεχίζεται ως οδός Θέσπιδος μετά την οδό Τριπόδων.
Αυτή την οδό Τριπόδων θα πάρουμε τώρα. Δεξιά όμως, όχι αριστερά• γιατί αριστερά βρίσκεται το Φανάρι του Διογένους, το μοναστήρι των Καπουτσίνων, ο Λόρδος Βύρων και ό,τι άλλο θέλετε. Αυτό δεν είναι δουλειά μας σήμερα. Δεξιά λοιπόν.
Βαδίζοντας στην οδό Τριπόδων συναντάμε αριστερά μία στενή πάροδο με καινούργια σκαλάκια, και ύστερα μίαν άλλη πάροδο, η οποία τέμνει την οδό Τριπόδων. Η δεύτερη αυτή φέρνει το όνομα του Επιχάρμου. Δεξιά κάτω προβάλλει το γραφικότατο σπιτάκι του στρατηγού Τζορτζ με ίχνη στέγης και ξύλινα πλαίσια παραθύρων από την Τουρκοκρατία. Αριστερά όμως, και από εκεί είναι και η δουλειά μας σήμερα, εμφανίζεται υστέρα από μερικά σκαλάκια, νεώτερα και αυτά, ο Άγιος Νικόλαος του Ραγκαβά, ενώ ψηλά στους βράχους της Ακρόπολης διαγράφεται μία μοναδικής γοητείας εικόνα. Από το σημείο λοιπόν αυτό, της διασταύρωσης των οδών Τριπόδων και Επιχάρμου, αρχίζει η κάτω γραμμή του διαγράμματος του Ριζόκαστρου, το οποίο καταλαμβάνει όλους τους προς τα πάνω χώρους μέχρι τη βορινή οδό της Ακρόπολης. Σύντομα η οδός Τριπόδων αμέσως μετά από μίαν ακόμα στενή πάροδο αριστερά, — Καλλιφρονά (σ.σ. η σημερινή Ερωτόκριτου) — καμπουριάζει δεξιά και συνεχίζει ως (πάροδος) Φλέσα, παραδίνοντας εκεί την υπηρεσία στην οδό Λυσίου, η οποία την συνεχίζει.
Την οδό αυτή ακολουθούμε τώρα. Είναι μάλιστα η οδός Λυσίου ο χαρακτηριστικός δρόμος του Ριζόκαστρου, και με όλη του την στενότητα, η λεωφόρος του. Αυτή διαγράφει ολόκληρη την κάτω πλευρά τεμνόμενη πρώτα από την οδό Ερεχθέως — δεξιά ο Άγιος Δημήτριος ο Κατηφόρης που είναι έξω από τα όριά μας μαζί με την παλιά οικία του αλησμόνητου Αθηναίου Δ. Πανταζή, και αριστερά αρκετά σκαλάκια που οδηγούν στο Εξαρχείο του Αγίου Τάφου, για το οποίο θα μιλήσουμε.
Στην οδό Λυσίου ανήκει κατόπιν αριστερά και η τεθλασμένη πάροδος Καλλιφρονά (σ.σ. η σημερινή Ερωτόκριτου), το τέλος της οποίας ή και η αρχή, αν θέλετε, βρίσκεται όπως είδαμε, στην οδό Τριπόδων. Αυτή θα την ξανασυναντήσουμε στο εσωτερικό του Ριζόκαστρου.
Κατόπιν χωρίζει στα δυο την οδό Λυσίου ο παραδοξότερος από τους δρομίσκους του Ριζόκαστρου: η οδός Μνησικλέους με τα πολλά της σκαλάκια. (Το Ριζόκαστρο, σημειώστε, έχει περισσότερα σκαλάκια και καλντερίμια παρά χώμα). Στο σημείο που αρχίζουν τα σκαλάκια αυτά της οδού Μνησικλέους, υπήρχε μέχρι από λίγα ακόμα χρόνια το περίφημο Πηγαδάκι που είχε ονοματίσει το τμήμα αυτό του Ριζόκαστρου. Το Πηγαδάκι αυτό είχε δροσίσει γενιάς και γενιές, είχε ακούσει τους θρύλους των αιώνων και τα μυστικά της γειτονιάς. Τι τους έκανε και το εξαφάνισαν;
Ας προχωρήσουμε.
Η οδός Λυσίου διέρχεται τώρα μπρος από την επιγραφή της ιδιωτικής Εκκλησούλας του Αγίου Σπυρίδωνα και της Αγίας Ζώνης και εισέρχεται στο τετράγωνο των Αέρηδων, έχοντας αριστερά ακόμα δυο παρόδους: την οδό Μάρκου Αυρήλιου και μία ωραία λιθόστρωτη και ανώνυμη (σ.σ. η σημερινή πάροδος Ανδροκίδου) — από την οποία νομίζω ότι ανέβαιναν επί Τουρκοκρατίας στην Ακρόπολη.
Αυτή ονομαζόταν παλιότερα οδός Επαμεινώνδου, αλλά κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Ρωμαϊκής αγοράς έχασε την πινακίδα της, η οποία βρίσκεται τώρα θαμμένη κάτω, κοντά στο στρατιωτικό φούρνο (σ.σ. το κτίριο του στρατιωτικού φούρνου, που λειτούργησε από το 1890 μέχρι το 1935, δεν υπάρχει πια και βρισκόταν κολλημένο στο νότιο τοίχο του Φετιχιέ Τζαμιού, το οποίο Φετιχιέ Τζαμί χρησιμοποιούταν τότε ως αλευραποθήκη).
Προχωρούμε ακόμα λίγο παρατηρώντας μόνον αριστερά, διότι δεξιά κάτω είναι το βασίλειο των Ανέμων, είναι το τζαμί του Κατακτητή, ο μακαρίτης ο Μενδρεσές....Φόβος και τρόμος!
Προχωρώντας λοιπόν λίγο ακόμα βρισκόμαστε απροσδόκητα μπρος σ’ ένα τοίχο — σταθμός αυτοκινήτου είναι εκεί, προς ειρωνεία της παλαιότητάς μας — ο τοίχος αυτός μας σταματά με αυθάδεια. Είναι λοιπόν ανάγκη ν’ αρχίσουμε βόλτες. Ανεβαίνουμε πάνω αριστερά μέσω της οδού Κλεψύδρας που φαίνονται τα ωραία της σκαλάκια, μέχρι πάνω ψηλά, κορυφούμενα από τον εμφανιζόμενο θόλο του Σωτήρα. Στρέφουμε την πορεία μας κατόπιν δεξιά ακολουθώντας την οδό Θρασυβούλου, στην οποία επάνω από δεξιά πέφτει η οδός Μουσαίου (σ.σ. ίσως από τυπογραφικό λάθος ο Καμπούρογλου την αναφέρει ως Μουσείου) ά και β' (γιατί έτσι διαιρείται) με τα χαλασμένα καλντερίμια της, και συναντιόμαστε με την οδό Πανός — η γριά η γειτόνισσα την θέλει Πανού — ακολουθούμε κατόπιν την οδό Πολυγνώτου και μέσω της οδού Διοσκούρων καταλήγουμε στη λεγόμενη Πύλη της Αγοράς. Εδώ τελειώνει η κάτω πλευρά του Ριζόκαστρου.
Τον ανήφορο λοιπόν για να διαγράψουμε τη δυτική πλευρά.
Κατευθυνόμαστε τώρα προς την Ακρόπολη. Θα ακολουθήσουμε την αυτήν οδό Διοσκούρων ολόκληρη, θα χαιρετίσουμε πάνω ψηλά την οδό Μητρώου και αφήνοντας αυτή και δεξιά το μαντρωμένο αρχαιολογικό χάος που περικλείει μέσα και τα ερείπια της εκκλησίας του Χριστού — άλλη ασχολία και αυτό — ανεβαίνουμε το καλντερίμι και σκαρφαλώνουμε στα σκαλάκια της αυτής οδού Διόσκουρων (κατά σύμπτωση η οδός Διόσκουρων έχει δυο κατευθύνσεις). Περνάμε τότε πίσω από την αψίδα του Ιερού της Υπαπαντής (ο Ι.Ν. της Υπαπαντής, βρισκόταν δυτικά της οδού Διόσκουρων, δεν υπάρχει σήμερα καθώς γκρεμίστηκε μαζί με άλλους επτά ναούς και όλα τα σπίτια της Βλασαρούς με εντολή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το 1927, για να αποκαλυφθούν, όπως κι έγινε, οι αρχαιολογικοί χώροι της Αγοράς βορειοδυτικά της Ακρόπολης) – που μια φορά φράγκεψε, όπως μαρτυρά το Σταυροθόλιό της [άλλη δουλειά και αυτή, όπως και η περιγραφή της κοντινή της, στην οδό Βουλευτηρίου (σ.σ. διέσχιζε τη Βλασαρού και δεν υπάρχει σήμερα), κατά τη γνώμη μας παλιάς Επισκοπής και του Ευκτήριου των Αρχιερέων της Αθήνας πριν την φραγκοκρατία]. Γυρίζουμε κατόπιν αριστερά μες σ΄ ένα στενό, βγαίνουμε από αυτό, κάνουμε το σταυρό μας στη θέα κάτω της μικρής και ανθοσπαρμένης Αγίας Άννας και μπαίνουμε δεξιά πάνω σ’ ένα στενό και ανοικτό σοκάκι, που στηρίζεται σ’ ένα είδος κρηπιδώματος από ξερολιθιά. Στην ευθεία μας απέναντι και πάνω μας κόβει τη φόρα ένα συστηματικότερο κρηπίδωμα από ξερολιθιά και αυτό, υποστηρικτικό της βορινής οδού Ακροπόλεως. Θα γυρίσουμε αριστερά τώρα και θα ανεβούμε 4 — 5 πρόχειρα σκαλάκια, τα οποία θα μας φέρουν στο ανοικτό έδαφος.
Τι χαλάσματα παλαιοτάτων εκκλησιών και τι ιστορία παλιά και αρχαία εμφανίζεται δεξιά — μέχρι και των Κυνικών το ενδιαίτημα ανακαλύφθηκε εκεί. Με πόση συγκίνηση διάβασα εκεί μία επιγραφή τους σπασμένη στα δυο, όπως είχα και την τύχη να διαβάσω και την επιγραφή των Στωικών στο Μετόχι της Πεντέλης, η οποία θεωρούταν ως σειρά γεωμετρικών σχημάτων γεωμετρικών... Αλλά δεν είναι σήμερα ούτε αυτά η δουλειά μας.
Τελείωσε και η Δυτική πλευρά του Ριζόκαστρου.
Τώρα λοιπόν, για να διαγράψουμε τα πάνω σύνορα, θα πάρουμε την αναπνοή μας και θα αρχίσουμε να περπατούμε ίσια, πότε ακλουθώντας την ανοικτή οδό και πότε κρυπτόμενοι και πάλι αναφαινόμενοι. Και αυτό το κρυφτούλι οφείλεται σε μία παράδοξη οδό, της οποίας το όνομα θα το μάθετε στο τέλος της. Τότε το έμαθα και γω. Βαδίζουμε λοιπόν αρκετά επί του ανοικτού εδάφους, αλλά συναντούμε (μετά την εμφάνιση της οδού Πανός) την εκκλησία του Σωτήρα, που μας αναγκάζει να την παρακάμψουμε προχωρώντας αριστερά κάτω.
Μετά το Σωτήρα όμως, έχοντας απαλλαχθεί και από τα ενοχλητικότατα συρματοπλέγματα, ας ανεβούμε λίγο ψηλά στον εκεί γήλοφο προς τα Αναφιώτικα χωρίς να πλησιάσουμε όμως, ούτε να τα λάβουμε υπόψη, γιατί δεν ανήκουν στο Ριζόκαστρο.
Είναι νεότατο και προσωρινό δημιούργημα. Σημειώστε ότι αυτήν την προσωρινότητα την ακούω τώρα 50 χρόνια.
Από το ύψος λοιπόν του γηλόφου αυτού ας παρατηρήσουμε την απέναντί μας παλιά πόλη, την Αθήνα, με όλη της την γραφικότητα και τον αληθινό χαρακτήρα. Προσέξτε να κοιτάζετε τώρα κάτω και όχι τον ανήφορο, γιατί είναι άφθαστη πάλι η ευμορφία των βράχων της Πελασγικής αρχαιότητας, με τα ιερά της σπήλαια και τις αναθηματικές τους κόγχες, λείψανα της ευλάβειας των μακρινών προγόνων μας. Αριστερά λοιπόν για να μη χάσουμε την όρεξη της παλαιότητας.
Αυτή που βλέπετε κάτω είναι η παλιά Αθήνα: η Αθήνα. Διατηρούνται ακόμα τα ήμερα και απέριττα σπιτάκια της. Δεν μιλάμε για τα σπίτια των λίγων αρχόντων με τον θαυμάσιο ξενώνα, τον όποιο λόγω του αξιώματός τους αισθάνονταν κάποια υποχρέωση να έχουν, και με τα κονάκια για τους χωρικούς κολλήγους γύρω στην απέραντη αυλή και κάτω από τις στοές της, με βρύση νερού ιδιόκτητη και με σιντριβάνια ακόμα.
Μιλάμε για τα σπίτια των πολλών. Τι να τα κάνουν οι Αθηναίοι της Τουρκοκρατίας τα μεγάλα σπίτια; Τα ήθελαν όσο για να χωρούν και για να ζουν μες σ’ αυτά καλά και ειρηνικά. Αύξανε η οικογένεια; Πρόσθεταν κάπου και ένα ακόμα δωμάτιο. Παντρεύονταν τα παιδιά; Ας είναι καλά τα πεθερικά και η γιαγιά, που προίκιζε τον εγγονό της και ιδίως την αγαπητή της εγγόνα, με το σπιτάκι που είχε κληρονομιά από κάποια θειά της.
Μεγάλο σπίτι ήταν τότε η εκκλησία• οι άνδρες είχαν και το παζάρι, το ωραίο, παστρικό και σκεπασμένο με κληματαριά παζάρι• οι άρχοντες είχαν και το Κουσέγιο, το Δημογεροντείο να πούμε.
Το σπιτάκι της παλιάς Αθήνας ήταν μικρό, αλλά η αυλή του ήταν πάντοτε περιποιημένη και ωραία. Είχε το πηγαδάκι της στη θέση του αρχαίου βωμού, μέσω του οποίου γινόταν επικοινωνία με το μυστικό κόσμο. Είχε λεμονόδενδρα — η μυρωδιά του ανθού τους έμπνευσε στο Βύρωνα το ποίημα «Ζωή μου σ’ αγαπώ» —και στο πλατύσκαλο πάνω κουνιόταν καμαρωτός στο φύσημα του βοριά ο φουντωτός βασιλικός. Τι να τα κάνουν οι Αθηναίοι τα μέγαρα; Και ο Σωκράτης σπιτάκι είχε.
Κοιτάξτε, καμαρώστε τα πρασινισμένα κεραμίδια με τις τρυπητές καμινάδες. Πόσες ψυχές να ήρθαν στον κόσμο και πόσες να φτερούγισαν μέσ’ από αυτά τα σπιτάκια! Πόσα όνειρα να έμειναν όνειρα, και πόσες ελπίδες να σκόρπισαν σαν τον καπνό, που ακόμα βγαίνει μέσ’ από τις τρυπίτσες τους. Τα κεραμίδια αυτά τα χαμηλά τα γνωρίζει καλά ο γάτος της γειτονιάς με την ουρά τον ανήφορο από τη νευρική επίδραση του φεγγαριού. Τα γνωρίζει καλά και η κουκουβάγια, ασφαλής απόγονος της γλαυκός της Αθηνάς, που μες στο σκοτάδι λαμποκοπούν τα μάτια της και ανοιγοκλείνει τις φτερούγες της χωρίς να γνωρίζει ότι κάθε της κίνηση μπορεί να χαρίσει κάτι στην τέχνη.
Αν η Εκκλησία έσωσε το Γένος, το σπίτι έσωσε τον Έλληνα – χωρίς αυτόν τι γένος θα είχαμε; Η Εκκλησία ύμνησε τον μάρτυρα, άλλα το σπίτι τον δημιούργησε. Αν οφείλουμε πολλά στον άμβωνα, δεν οφείλουμε λίγα στην παραφωτιά της γριάς.
Αυτή με τα παραμυθία της και με τις παραλοές — όπως έλεγαν στην Αθήνα τα έμμετρα παραμύθια — αυτή διέσωσε την ζωντανή του Ελληνισμού γλώσσα. Ένα παραμύθι της κι ένα τραγουδάκι της όχι μόνο λογοτεχνικά αλλά και επιστημονικά πολλές φορές είναι χρησιμότερα από δέκα τόμους αντιρρήσεων κατά τού Πάπα.
Μετά τον Σωτήρα, μετά το γήλοφο και κάτι μπερδέματα λόγω της επιδρομής προς τα κάτω των Αναφιωτών, αναγκαζόμαστε να κατεβούμε, παρακάμπτοντας μιαν αυθάδη μάντρα, στο δρομίσκο του Πρυτανείου (σημειώστε ότι οδό Πρυτανείου βρίσκουμε πάλι και κάτω στην οδό Μνησικλέους) και να περάσουμε από την πάνω πλευρά του Αγιοταφίτικου.
Αφού ανεβούμε κάτι σκαλάκια δεξιά, θα μπούμε μεν αριστερά σ’ ένα στενό κομμάτι αυτού του παραδόξου δρόμου με το άγνωστο ακόμα όνομα και αφού περιφρονήσουμε ένα βράχο, ο οποίος έχει πάρει τον κατήφορο χωρίς να ξέρει γιατί ούτε και αυτός αλλά ούτε και μεις, και αφού αντικρύσουμε πάνω δεξιά τον Αϊ Γεώργη του Βράχου (σ.σ. εννοεί τον Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Στράτωνος), στο ανοικτό πλέον έδαφος θα προχωρήσουμε αρκετά και θα φθάσουμε στο τέρμα της πάνω πλευράς.
Δεν μας μένει τώρα για να κλείσουμε το διάγραμμα του Ριζόκαστρου παρά η μεσημβρινή, ας πούμε έτσι, πλευρά.
Εκεί που πρόκειται να γυρίσουμε και να πάρουμε τον κάτω δρόμο αριστερά και λοξά — γιατί ο κάθετος δρομίσκος του Αγίου Δη μητριού του Ανηφόρη (σ.σ. αναφέρεται στον Ι.Ν. Αγ. Δημητρίου στον οδό Επιμενίδου) ανήκει σε άλλη δικαιοδοσία — μας επιφυλάσσεται μια έκπληξη! Ανακαλύψαμε πώς ονομάζεται ο περίεργος αυτός δρόμος, που αρχίζει από κάτω και φθάνει έως εδώ διαγράφοντας ολόκληρη την πάνω πλευρά του Ριζόκαστρου, πότε στα ανοικτά και πότε στα κρυφά.
Και πώς αλλιώτικα θα μπορούσε να ονομαστεί παρά οδός Διογένους; (σ.σ. κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται στη σημερινή οδό Στράτωνος και όχι στη σημερινή οδό Διογένους στην Πλάκα, χαμηλότερα, που περνά από τη νότια πλευρά του αρχοντικού των Μπενιζέλων)
Δυο σπίτια μάλωσαν και αποχωρίστηκαν. Το ένα θέλει να φάγει το άλλο. Το ένα έχει και οικόσημο, ενώ το άλλο είναι δημοκρατικό. Εκείνο που διεκδικεί εραλδικά δικαιώματα έχει στην προμετωπίδα του την πινακίδα της οδού Διογένους! Μας αφήνουν λοιπόν αυτά τα δυο σπιτάκια ένα μικρό άνοιγμα, το όποιο, άμα το ένα από τα δυο γκρεμιστεί, θα χρησιμεύσει ως η αρχή της οδού Διογένους.
Χάριν περιέργειας περνάμε από τις συμπληγάδες αυτές, αλλά εμποδιζόμαστε να προχωρήσουμε από έναν τοίχο. Πίσω λοιπόν στο καθήκον μας.
Την πλευρά αυτή, την οποία βαπτίσαμε μεσημβρινή και με την οποία κλείνουμε το διάγραμμα του Ριζόκαστρου, την αποτελεί ένας και μόνος δρομίσκος: η οδός Θέσπιδος. Αυτός που τελειώνει πάνω στη γνωστή μας, από την αρχή του διαγράμματος, οδό Τριπόδων. Τιμάται δε στον κατήφορο της αριστερά με μία πάροδο, που ονομάζεται οδός Ραγκαβά. Θα μπούμε τώρα στο δρομάκι αυτό, γεμάτο από χαλάσματα, χώματα και πέτρες και αφού προχωρήσουμε αρκετά και ανεβούμε για λίγο αριστερά και κάπως υψηλά σε έδαφος ανοικτό, θα το τελειώσουμε γυρίζοντας δεξιά για να πέσουμε — όχι κυριολεκτικά — στην οδό Τριπόδων, γωνιακά με την πάροδο Επιχάρμου, από την οποίαν αρχίσαμε να διαγράφουμε το Ριζόκαστρο.
Το διάγραμμα του Ριζόκαστρου τελείωσε.
-----------------------------------------------
Στο χάρτη από τη wikimapia που ακολουθεί μες στην περιοχή που περιβάλλεται με κόκκινη γραμμή, η περιοχή τού Ριζόκαστρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου