09 Ιανουαρίου 2021

Το Δαφνί [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - ΚΑ’ Παραλογές και θρύλοι.

ΚΑ’ Παραλογές και θρύλοι.

Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο ότι οι σχετικές με την ίδρυση της Μονής τού Δαφνιού σωζόμενες παραδόσεις στρέφονται όλες γύρω από μια βασιλοπούλα. Και είναι μεν αληθινό ότι και τα περισσότερα από τα παραμύθια κάποια βασιλοπούλα έχουν ως κέντρο της πλοκής τους, προκειμένου περί ασυνήθιστης ομορφιάς, υπέροχης ανατροφής και πλούτου• όπως και κάποιο βασιλόπουλο, προκειμένου περί εξαιρετικής παλληκαριάς και εξαιρετικά ριψοκίνδυνης ψυχής, αυτό μόνο να θεωρείται, με βάση τα παραμύθια, άξιο να αντιμετωπίσει και αυτά ακόμα του μυστικού κόσμου τα ακατάβλητα στοιχειά• στο Δαφνί όμως εντοπίζονται όχι μόνον απλοί θρύλοι, κάποιο απόσπασμα, από τους σχετιζομένους με την ίδρυση, που περισώθηκε ως παράδοση, άλλα και πλήρεις αφηγήσεις.
Θα υπήρχε δε βέβαια και κάποια σχετική παραλογή — το έμμετρο Αθηναϊκό παραμύθι — που δεν περισώθηκε ούτε γνωρίζουμε σχετικά μέχρι σήμερα.
Τέτοια μάλιστα πεποίθηση υπήρχε σχετικά με το Δαφνί ως Ιδρύματος περιπετειώδη βασιλικού γόνου, ώστε και αυτή η άσχετη ριμάδα της Μαργαρώνας στο Δαφνί σκηνοθετήθηκε. Δεν είχε δε άδικο και ο μακαρίτης Ροΐδης να εντοπίσει στο Δαφνί το καθόλου ιδανικό ειδύλλιο της Πάπισσας Ιωάννας και του πάτερ Φρουμέντιου.

Και για ν’ αρχίσουμε από τους νεωτέρους θρύλους για την ίδρύση του Δαφνιού, δίνουμε το λόγο στην μακαρίτισσα πρεσβυτέρα Σοφία Βίμπου, μητέρα του αποθανόντα ευθυτενή Ιεράρχη, αναγράφοντας τη διήγηση, όπως βεβαίως θα την είχε διηγηθεί, γιατί δεν περισώθηκε με λεκτική ακρίβεια:
«Το βασιλόπουλο των Μεγάρων αρραβωνιάστηκε τη βασιλοπούλα της Ελευσίνας. Μια μέρα, που κολυμπούσε το βασιλόπουλο στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, έχασε την αρραβωνιάρα του. Βουτώντας και ξαναβουτώντας για να την βρει χασομέρησε και δεν του ‘ρχότανε να φύγει μέχρι την ώρα, που κρύφτηκε πια ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά της Σαλαμίνας. Ο ήλιος κρύφτηκε, μα βγήκε απ’ τους κάβους μια φούστα Αλγερινή, τον έπιασε και τον πήγε στη Μπαρμπαριά να τον πουλήσει σκλάβο. Ο αφέντης, που τον αγόρασε, λέει μια μέρα στους δούλους του, πως σε κείνον από δαύτους που θα μπορέσει να ξεχερσώσει ένα ρουμάνι, που απόχτησε πίσω από τ’ άγρια βουνά και την πατημένη γη (σ.σ. στο πρωτότυπο ο Καμπούρογλου χρησιμοποιεί τη λέξη «κάρκαρα»• υποθέτω από το αρχαίο καρκαίρω: σείομαι, ως αποτέλεσμα του πατήματος αντρών κα αλόγων κ.α.), θα του δώσει τη λευτεριά του. Πολλοί τ’ αποφάσισαν, μα κανένας δεν μπόρεσε ούτε να ζυγώσει στον αγριότοπο αυτό, όπου φώλιαζαν λογιώ-λογιώ αγρίμια και το πατούσαν λογιώ-λογιώ στοιχειά. Το βασιλόπουλο όμως αποκότησε και πήγε. Στη μέση της λαγκαδιάς περνούσε ένα βαθύ ρέμα και στον όχθο του μάλωνε με τον βοριά ένας θεόρατος πλάτανος.
Εκεί που καθάριζε τα βάτα, που ‘τανε στο ύψος του πλατάνου (σ.σ. στο πρωτότυπο ο Καμπούρογλου χρησιμοποιεί τη φράση «που ήσανε στο ξήλιο του πλατάνου»• για τη λέξη «ξήλιο» δεν βρήκα κάπου τη σημασία της), είδε μια πλάκα, τη σήκωσε κι από κάτω βρήκε θησαυρό• όλο φλουρί βενέτικο. Τον σκέπασε πάλι, κι όταν τέλειωσε το ξεχέρσωμα όλου του ρουμανιού, κι ο αφέντης του τον λευτέρωσε και τόσο ευχαριστήθηκε, που του ‘δωσε και χρήματα για νάχει να ξοδεύει στο ταξίδι του και ν’ αγοράσει και κανένα δώρο για τους δικούς του, το βασιλόπουλο τον παρακάλεσε να του δώσει την άδεια ν’ αγοράσει κι ένα φόρτωμα αλάτι, γιατί δεν έχουν τάχατες στον τόπο του. Αγοράζει λοιπόν επτά βαρελάκια και τα γεμίζει με τα φλουριά του πλατάνου στρώνοντας τα από κάτω και σκεπάζοντας τα από πάνω με αλάτι.
Τότε μπαίνει ο καλός σου σ’ ένα καΐκι με τα βαρελάκια του και τραβάει κατά του Σκαραμαγκά τα μέρη. Έτσι πρόσταξε ο αφέντης του να τον πάνε εκεί που τον σκλάβωσαν.
Η βασιλοπούλα πάλι, όταν χάθηκε το βασιλόπουλο, αποφάσισε να γίνει καλόγρια, και πήγε ν’ ασκητέψει κοντά σ’ ένα γέρο ερημίτη, ο οποίος βασάνιζε το κορμί του μες στο εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα, στο Δαφνί.
Ξεχάσαμε να πούμε, πως το δακτυλίδι του βασιλόπουλου, που του ‘χε πέσει στη θάλασσα, το κατάπιε ένα ψάρι, κι’ αυτό το ψάρι έτυχε να το πιάσει με την πετονιά του ο γέρο ερημίτης, που κοντά του έμεν’ η βασιλοπούλα. Το βλέπει η βασιλοπούλα και βάζει τις φωνές: «πάει ο αρραβωνιαστικός μου, πνίγηκε και τον φάγανε τα ψάρια».
Την ίδια τη στιγμή όμως βλέπει να ‘ρχεται τον ανήφορο απ’ τη θάλασσα του Σκαραμαγκά κάποιος κυλώντας ένα βαρελάκι.
Αναγνωρίστηκαν τότε — χαρές, κλάματα, αγκαλιάσματα... βάλε πια με το νου σου — και πρώτη τους δουλειά ήταν να κατέβουν στη θάλασσα, και ο ασκητής από κοντά, και να κουβαλήσουν και τ’ άλλα έξι βαρελάκια. Αποφασίζουν λοιπόν, και ξοδεύοντας τα φλουριά των τριών μόνο βαρελιών, και χτίζουν το μοναστήρι του Δαφνιού και μονάζουν μες σ’ αυτό και οι τρεις. Και τ’ άλλα τέσσερα θα μου πείτε τι απόγιναν; Αυτά τα ‘θαψαν, και — Κύριε, μεγάλα τα κρίματά σου! — είναι ακόμα θαμμένα, και χαρά σε κείνον, που θα τα βρει μια μέρα».

Και το περίεργο είναι ότι η παράδοση αυτή, ενώ μοιάζει με το μύθο της ριμάδας της Μαργαρώνας, δεν είναι δυνατό να προήλθε από ανάγνωση αυτής, γιατί ούτε η αφηγηθήσα ούτε ο γράψας ούτε ο εκτυπώσας την παράδοση παλαιοδίφης γνώριζαν αυτήν την άγνωστη στη οικεία μας Ελλάδα ριμάδα, όπως είναι ολοφάνερο σε αυτόν που παρακολούθησε τα σχετικά δημοσιεύματα.
Σχετικά με την αφήγηση αυτή στρέφεται και άλλη μια παράδοση, η οποία διατηρήθηκε στη μνήμη της μοναχής Μάρθας, που μέχρι πριν πενήντα περίπου χρόνια ακόμα ζούσε στο Δαφνί.
Σύμφωνα με αυτή, μια πλούσια βασιλοπούλα, ονόματι Δάφνη, ναυάγησε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και διασώθηκε στην παραλία μαζί με 12 βαρέλια φλουρί. Για να ευχαριστήσει δε την Παναγία, που την έσωσε, έχτισε το μοναστήρι, στο οποίο έδωσε το όνομά της, και κατάχωσε, «για μια ώρα ανάγκης», τα φλουριά, που περίσσεψαν.
Τρίτη, άσχετη με τις ανωτέρω παράδοση, εντοπισμένη όμως και αυτή στο Δαφνί, είναι η διατηρηθείσα στη μνήμη της μακαρίτισσας Μαριάννας Βουζίκη. Βάση της παράδοσης αυτής είναι το γνωστό δουκικό δράμα του πύργου των Μεγάρων, στο οποίο το 1454 στραγγαλίστηκε η Δούκισσα της Αθήνας Κιάρα Ατζαγιουόλη, κατόπιν επιθυμίας του ωραίου, αλλά άθλιου ανιψιού της, του τελευταίου προτού την τουρκική κατάκτηση Δούκας της Αθήνας. Στην παράδοση αυτή αναμίχθηκαν κάπως και οι Τουρκοβενετικές αναμνήσεις του έτους 1687.
Η παράδοση που εντοπίστηκε είναι η εξής:
«Ήτανε μια φορά στον τόπο μας ένας που κατείχε αξιώματα που τον λέγανε Νέρη. Αυτός είχε μια ξαδέρφη, που ‘ταν πολύ όμορφη και είχε παλάτια, χρήματα και κτήματα (σ.σ. ο Καμπούρογλου στο πρωτότυπο χρησιμοποιεί τη φράση «βιός και μάλι» που σημαίνει: χρηματική και κτηματική περιουσία. Το μάλι, μόνο του, σημαίνει: βουνό ή κτηματική περιουσία). Οι δυο τους όμως ήταν στα μαχαίρια, γιατί αυτός τη γύρευε, μα εκείνη δεν τον ήθελε για άντρα της, παρά τον κορόιδευε από μέρα σε μέρα. Είδε κι απόειδε κι αυτός και την έκλεισε στο Μοναστήρι, στο Δαφνί, μήπως κι αλλάξει η γνώμη της. Αυτή όμως έλεγε, κάλλιο να πεθάνω καλόγρια παρά να τον πάρω, γιατί, που λες, αγάπαγε άλλον.
«Ένας φτωχός, που μάζευε κουρέλια στην πολιτεία, ερχότανε τακτικά και της έλεγε κρυφά το τι γινότανε στην Αθήνα, και αυτή τον φιλοδωρούσε με το παραπάνω. Μια μέρα λοιπόν έρχεται το βράδυ-βράδυ τρεχάτος και της λέει, πως ο ξάδερφός της — ο Νέρης ντε! — έρχεται προς το Δαφνί με ανθρώπους του, και έχει σκοπό να την σκοτώσει. Αυτή τότε του δίνει μια σακούλα φλουριά και του λέει να τρέξει να πει του Αμιράλη, ο οποίος είχε την Αρμάδα του αραγμένη στο Δράκο — μπορεί να ‘ταν αυτός κιόλας που αγαπούσε — να ρθει γρήγορα να την γλυτώσει. Ώσπου να γίνουν όμως αυτά, να σου και έφτασε ο Νέρης. Την βρήκε γονατιστή στη Χρυσοδαφνιώτισσα μπροστά, και την παρακαλούσε να τη σώσει. Αυτός όμως ούτε τη λυπήθηκε ούτε λογάριασε τίποτα, μόνο χίμηξε πάνω της και την έπνιξε με τα χέρια του, κι ύστερα έβγαλε το σπαθί του και της πήρε το ωραίο της το κεφάλι.
Την παράδοση αυτήν είχαμε ακούσει από την μακαρίτισσα Μαριάννα Βουζίκη ο Κ. Χρηστομάνος και γω.
Η ριμάδα τέλος του Ιμπέριου και της Μαργαρώνας — που εξελίσσεται σε 1046 στίχους — έχει ως εξής:
... Η πανεξαίρετος ωραία Μαργαρώνα, 
όπ’ έλαμπε σ’ ευγενικές ωσάν χρυσή κορώνα,
αγάπησε τον Ιμπέριο. Και είχε δίκιο να τον αγαπήσει γιατί ήταν:
μακρύς, λιγνός και έμορφος και γνωστικός μεγάλως,
πανέμνοστος και φουμιστός και ούτως ουδείς άλλος.
Το ήθος και η σουσουμιαίς του γέροντος ομοιάζουν, 
όσοι δε τον εβλέπασι, περίσσα τον θαυμάζουν.
Το πρόσωπόν του έκλαμπρον, τα φρύδια πλουμισμένα, 
τα χείλη του ήσαν κόκκινα, με το βερζίν βαμμένα.
Τα μάτια του ομόμαυρα, παίζουν, χαμογελούσι 
και τα μαλλιά του τα ξανθά! Όλοι γι αυτόν μιλούσι.
(σ.σ. πανέμνοστος: πανέμορφος – φουμιστός: φημισμένος, ονομαστός, περιώνυμος – σουσουμιά: προσωπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα όψης) 
Αναδείχθηκε δε ο Ιμπέριος μέσ’ από μάχες και μονομαχίες και αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες έφτασε τέλος στην Ανατολή, όπου κάποιος στα χρόνια εκείνα θαυμαστός ρήγας,
... με τη χρυσή κορώνα,
είχε θυγάτηρ ευγενή, τόνομα Μαργαρώνα.
Η βασιλοπούλα αυτή πάλι, που:
είχε κορμίν αγγελικόν πρόοωπ’ ώραιομένον, 
πανεπιτήδειον κι ώμορφον, μυριοχαριτωμένον.
που αρνήθηκε, ως συνήθως, να παντρευτεί, θέλχτηκε από τον Ιμπέριο• έχοντας δε πεποίθηση στην ανδρεία του και για να μη συναντήσει αντιδράσεις, δήλωσε, ότι θα παντρευτεί εκείνον, που θα νικήσει σε αγώνα που θα κηρυχθεί προς τούτο.
Όλοι υποχώρησαν μπρος σ’ έναν φοβερό Αλαμάνο, ο οποίος ήρθε επίτηδες, για να αγωνιστεί και κερδίσει το ωραίο έπαθλο.
Έμεινε μόνος αντίπαλός του ο Ιμπέριος, ο οποίος όπως είναι επόμενο, και τον κατέβαλε και νυμφεύθηκε την Μαργαρώνα.
Το νεαρόν ζευγάρι ταξιδεύει τώρα, για να φθάσει στον τόπο των γονιών του Ιμπέριου, την Προβένζα. Στο λιμάνι, που στάθμευσαν, πήγε με μονόξυλο ο Ιμπέριος σε κάποια κοντινή νησίδα, για να τοξεύσει έναν ωραίο αετό, που κρυβόταν εκεί. Άλλα τρεις φούστες Σαρακηνών τον αιχμαλωτίζουν, τον μεταφέρουν μακριά και τον πουλούν σε κάποιο Σουλτάνο.
Απελπισμένη η Μαργαρώνα, εξακολουθεί μόνη της τον δρόμο και φθάνει σε ένα μοναστήρι. Διηγείται στις καλογριές τα παθήματα της, φορά το ράσο και μεταβαίνει ως άγνωστη στην Προβηγκία.
Επισκέπτεται τον πεθερό της, και του ζητά την άδεια να κτίσει μοναστήρι, το οποίο να περιέλθει σε κείνον μετά τον θάνατόν της.
Η κατόπιν εξέλιξη του μύθου είναι εκτός του θέματός μας.
Παρεμβαίνει όμως τώρα η τοπική παράδοση και θέλει, ώστε το μοναστήρι αυτό να είναι το Δαφνί.
Άλλα πώς γεννήθηκε άραγε η ριμάδα, που εντοπίσαμε, σχετικά με την παράδοση για τη Μαργαρώνα, από την οποία και οι υπόλοιπες για το Δαφνί, με την εξαίρεση αυτής που σχετιζόταν με την Κιάρα Ατζογιονόλη;
Η ριμάδα του Ιμπερίου αριθμεί πολλές εκδόσεις.
Πριν όμως αυτή στιχουργηθεί, υπήρχε η διήγηση, η παραλογή, το παραμύθι.
Κατά την ομολογία δε του ποιητή της ριμάδας το θέμα του ήταν «απλά διαγραμμένον» και αποφάσισε να το βάλει στο ριμαδισμένο.
Δεν οφείλεται δε η γέννηση της παράδοσης σε ανάγνωση της ριμάδας στα νεώτερα χρόνια.
Εκτός των παλιών περιηγητών, έχουμε μάρτυρα και από δικούς μας τον γνωστό μας ήδη πολυγραφότατο Κωνσταντίνο Δαπόντε, αυτόν που έζησε ως Κωνσταντίνος στην αυλή του Βουκουρεστίου, και πέθανε ως Καισάριος το 1789 στο Άγιο Όρος, όπου μόναζε.
Και λέγει ο ποιητής των «Νοητών Ανθέων». Η Αθήνα έχει τρία μοναστήρια, που τιμούνται με το όνομα της Θεοτόκου, την Πεντέλη, την Καισαριανή και το Δαφνί. Αφού μάλιστα φρόνιμα και ειλικρινά ομολογεί αυτός, όπως έχουμε ήδη δει, ότι αγνοεί την προέλευση των ονομάτων τους, προσθέτει:
Λέγουσι πώς εις το Δαφνί αυτό η Ιστορία 
του Ιμπερίου έγινε — ριμάδα θαυμασία!
Και πως η Μαργαρώνα του, γυναίκα Ιμπερίου,
εδώ εκαλογέρεψεν αγάπη του Κυρίου, 
είτα και ο Ιμπέριος και παρ’ αυτού καινίσθει 
αυτό το Μοναστήριον και πλιο εκαλλωπίσθει.
Κι όλα μεν αυτά, αν τα χαρακτηρίσει κάποιος ως μυθολογήματα ασύστατα και ανερμάτιστα, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί, ότι η πεποίθηση για το θαυμαστό Δαφνί, ότι οφείλεται σε Βασιλική μεγαλοδωρία, είναι πολύ χαρακτηριστική που ενθαρρύνει, αν όχι αποδεικνύει, μιαν αλήθεια, την για τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο ως τον Ιδρυτή του σύμφωνα με την ψηφιδοκόσμητη εμφάνισή του.
Τελευταίο αφήσαμε να μιλήσουμε για τα μωσαϊκά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: